Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



καπίστρι

καπίστρι mittelgriechisch καπίστριον lateinisch capistrum


θυμούμαι

θυμούμαι mittelgriechisch altgriechisch ἐνθυμέομαι, -οῦμαι


εννιάμερα

εννιάμερα mittelgriechisch εννιάμερα, Maskulinum von εννιάμερος εννιά + μέρα


κοπάδι

κοπάδι mittelgriechisch κοπάδιν Koine-Griechisch κοπάδιον altgriechisch κοπή ( κόπτω) + κατάληξη υποκοριστικού -άδιον


φάβα

φάβα mittelgriechisch φάβα lateinisch faba indoeuropäisch (Wurzel) *bʰabʰ- (φασόλι)


ιδρώτας

ιδρώτας mittelgriechisch ἱδρώτας altgriechisch ἱδρώς proto-indogermanisch *swidrōs *sweyd- (ιδρώτας, ιδρώνω)


καμήλα

καμήλα mittelgriechisch καμήλα altgriechisch κάμηλος (πβ. λατινικά camela) protosinaitisch *gamal


χαράτσι

χαράτσι mittelgriechisch χαράτσι türkisch haraç arabisch خراج (kharāj) συριακή altgriechisch χορηγία (αντιδάνειο)


ανάλατος

ανάλατος mittelgriechisch α- στερητικό + αλάτι


κουμπάρος

κουμπάρος mittelgriechisch κουμπάρος venezianisch compare / ιταλικά compare lateinisch compatrem, Akkusativ von compater com- + pater


αλευροποιία

αλευροποιία mittelgriechisch ἀλευροποιία ἀλευρο- + -ποιία


ησυχαστήριο

ησυχαστήριο mittelgriechisch ἡσυχαστήριον ησυχαστής + -τήριο


γαϊτάνι

γαϊτάνι mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


μουστάκι

μουστάκι mittelgriechisch μουστάκι(ν) Koine-Griechisch μουστάκιον altgriechisch μύσταξ [1] proto-indogermanisch *mendʰ- (μασάω)


ηγούμενος

ηγούμενος mittelgriechisch ἡγούμενος altgriechisch ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι proto-indogermanisch *seh₂g-


σκοπευτήριο

σκοπευτήριο mittelgriechisch σκοπευτήριον σκοπευτής altgriechisch σκοπεύω σκοπός


φτύνω

φτύνω mittelgriechisch φτύνω altgriechisch πτύω με τροπή [pt] > [ft] και μεταπλασμό + -νω[1]


απομεινάρι

απομεινάρι mittelgriechisch substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ἀπομεινάρης


ενοριακός

ενοριακός mittelgriechisch ενορία


ρωτώ

ρωτώ mittelgriechisch ρωτώ altgriechisch ἐρωτάω / ἐρωτῶ


δυόμισι

δυόμισι mittelgriechisch δυόμισι altgriechisch δύο + ἥμισυς


άξαφνα

άξαφνα mittelgriechisch έξαφνα altgriechisch ἐξαίφνης ἐξ + ἄφνω


κασέλα

κασέλα mittelgriechisch κασέλα venezianisch cassela italienisch cassela, υποκοριστικό του cassa lateinisch capsa capio proto-italienisch *kapjō indoeuropäisch (Wurzel) *keh₂p- (πιάνω, αδράχνω)


γονιός

γονιός mittelgriechisch: γονιός γονεύς


γρασίδι

γρασίδι mittelgriechisch γρασίδι *γρασίδιον, υποκοριστικό του γράσσις altgriechisch γράστις γράω


σκορδαλιά

σκορδαλιά σκόρδο + αλιάδα ( mittelgriechisch αλιάδα italienisch agliata (πβ. βενετικά agiada) spätlateinisch aliatum lateinisch allium: σκόρδο)


κώλος

κώλος mittelgriechisch κῶλος Koine-Griechisch κῶλος (πρωκτός) altgriechisch κῶλον (μέρος, τμήμα σώματος). Εναλλαγή κωλ-, κολ- (κόλον (τμήμα του παχέως εντέρου) πιθανόν με την επίδραση της lateinischς cūlus (πρωκτός)[1][2]


μαργαριτάρι

μαργαριτάρι mittelgriechisch μαργαριτάριον Koine-Griechisch μαργαρίτης


χειραγώγηση

χειραγώγηση mittelgriechisch χειραγώγησις Koine-Griechisch χειραγωγέω / χειραγωγῶ altgriechisch χείρ + ἄγω


φαρμάκι

φαρμάκι mittelgriechisch φαρμάκιν φαρμάκιον υποκοριστικό της αρχαίας λεξης φάρμακον


ψεγάδι

ψεγάδι mittelgriechisch ψεγάδι ψέγος altgriechisch ψέγω


δεκαέξι

δεκαέξι mittelgriechisch δεκαέξι Koine-Griechisch δεκαέξ δέκα + ἕξ[1]


ξύρισμα

ξύρισμα mittelgriechisch ξύρισμα ξυρίζω


εικονογράφος

εικονογράφος mittelgriechisch εἰκονογράφος altgriechisch εἰκονογράφος (ζωγράφος πορτραίτων)


προεξοχή

προεξοχή προεξέχω + -ή mittelgriechisch προεξέχω πρό + altgriechisch ἐξέχω ἐξ + ἔχω ((Lehnübersetzung) französisch proéminence)


κολυμπώ

κολυμπώ mittelgriechisch κολυμπῶ altgriechisch κολυμβάω / κολυμβῶ


παραπονιέμαι

παραπονιέμαι mittelgriechisch παραπονούμαι με αλλαγή κατάληξης σε -ιέμαι


άβουλα

άβουλα mittelgriechisch ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη θέληση κάποιου) altgriechisch ἀβούλως α στερητικό και βουλή


ζήλεια

ζήλεια mittelgriechisch ζήλεια


φλούδα

φλούδα mittelgriechisch φλούδα φλούδι + -α φλούδιον Koine-Griechisch φλοῦς altgriechisch φλοιός φλέω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰlew- (φουσκώνω, ρέω)


ζωντόβολο

ζωντόβολο mittelgriechisch ζωντόβολον


εδραίωση

εδραίωση mittelgriechisch εδραίωσις εδραιώνω + -σις/-ση


σκούφος

σκούφος σκουφί + -ος mittelgriechisch σκούφια / σκουφία italienisch scuffia cuffia lateinisch cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) φραγκικά *kuf(f)ja ‎(κόμμωση) πρωτογερμανικά *kupjō ‎(κουκούλα, σκούφος)


δεσποινάριο

δεσποινάριο δεσποινίς + υποκοριστικό επίθημα -άριο mittelgriechisch δεσποινίς altgriechisch δέσποινα δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)


εχτές

εχτές mittelgriechisch ἐχτές altgriechisch ἐχθές με ανομοίωση των φθόγγων [kt] > [xθ][1] siehe auch χτες


κολάρο

κολάρο mittelgriechisch κολάρος βενετικά collaro


κλωνοποίηση

κλωνοποίηση ουσιαστικό κλώνος + επίθημα -ποίηση englisch cloning mittelgriechisch κλῶνος


καψόνι

καψόνι κάψ(α) + -όνι[1]. Απίθανη μια ετυμολόγηση καψώνι καψώνω + -ι mittelgriechisch καψώνω Koine-Griechisch καυσόω / καυσῶ καῦσος altgriechisch καίω[2]


γεράματα

γεράματα mittelgriechisch γηράματα, Mehrzahl von γήραμα altgriechisch γηράω / γηρῶ / γηράσκω γῆρας


τραβώ

τραβώ mittelgriechisch τραβώ τραβίζω ταυρίζω ταύρος altgriechisch ταῦρος indoeuropäisch (Wurzel) *táwros


μαρμάγκα

μαρμάγκα albanisch merimangë (αράχνη) mittelgriechisch μυρμήγκι[1] (αντιδάνειο) Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ


κουνιάδος

κουνιάδος mittelgriechisch gkm venezianisch cognado italienisch cognato lateinisch cognatus con- + natus proto-italienisch *gnātus *gnātos proto-indogermanisch *ǵn̥h₁tós *ǵenh₁- (γίγνομαι, γεννώ)


κελάρι

κελάρι[1] mittelgriechisch κελλάριν Koine-Griechisch κελλάριον spätlateinisch cellarium lateinisch cella


μουγγός

μουγγός mittelgriechisch μουγγός Koine-Griechisch μογγός


θαμπάδα

θαμπάδα θαμπός + -άδα mittelgriechisch θαμβός altgriechisch θάμβος


γαβάθα

γαβάθα mittelgriechisch γαβάθα lateinisch gavata


επίσπευση

επίσπευση mittelgriechisch ἐπίσπευσις altgriechisch ἐπισπεύδω ἐπί + σπεύδω


νυχτιά

νυχτιά mittelgriechisch νυχτιά νύχτα + -ιά νύκτα altgriechisch νύξ indoeuropäisch (Wurzel) *nókʷts


καημός

καημός mittelgriechisch καημός καίω + -μός altgriechisch καίω indoeuropäisch (Wurzel) *keh₂u- (ανάβω, καίω)


κουνούπι

κουνούπι mittelgriechisch κουνούπι κουνούπιον Koine-Griechisch κωνώπιον altgriechisch κώνωψ


χορτάρι

χορτάρι mittelgriechisch χορτάριν Koine-Griechisch χορτάριον altgriechisch χόρτος


καρδινάλιος

καρδινάλιος mittelgriechisch καρδινάλιος mittellateinisch cardinalis lateinisch cardo + -alis


βιγλάτορας

βιγλάτορας mittelgriechisch βιγλάτορας / βιγλάτωρ βίγλα + -τωρ


γένι

γένι mittelgriechisch γένι altgriechisch γένειον γένυς (σαγόνι)


ιεροκήρυκας

ιεροκήρυκας mittelgriechisch ἱεροκῆρυξ altgriechisch ἱεροκῆρυξ


μπαρκάρω

μπαρκάρω mittelgriechisch μπαρκάρω ἰμπαρκάρω italienisch imbarcare barca → siehe: βάρκα


αμεσότητα

αμεσότητα mittelgriechisch ἀμεσότης ἄμεσος altgriechisch μέσον


ζύγι

ζύγι mittelgriechisch ζύγι ζύγιν ζύγιον


βίγλα

βίγλα mittelgriechisch βίγλα aromunisch viglã lateinisch vigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vigilo vigil indoeuropäisch (Wurzel) *weǵ- (είμαι δυνατός)


βρακί

βρακί mittelgriechisch βρακίον, βρακίν υποκοριστικό του βράκα


μυρτιά

μυρτιά mittelgriechisch μυρτιά μύρτ(ο) (Neutrum) + -ιά altgriechisch μύρτο (Neutrum) Δείτε μύρτος.[1]


σταφίδα

σταφίδα mittelgriechisch σταφίδα Koine-Griechisch σταφίς altgriechisch ἀσταφίς


πιρούνι

πιρούνι mittelgriechisch πιρούνι Koine-Griechisch περόνιον altgriechisch περόνη πείρω proto-indogermanisch *per- (διαπερνώ, διασχίζω)


ασυδοσία

ασυδοσία ασύδοτος mittelgriechisch *ασύνδοτος (=αυτός που έχει απαλλαγεί από τη φορολογία) ἀ- + Koine-Griechisch συνδίδωμι σύν + altgriechisch δίδωμι


αποκτήνωση

αποκτήνωση mittelgriechisch ἀποκτήνωσις Koine-Griechisch ἀποκτηνόω/ἀποκτηνῶ ἀπό + κτῆνος


κομπόστα

κομπόστα mittelgriechisch κομπόστα italienisch composta composto comporre lateinisch componere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος compono con- + pono proto-italienisch *poznō po- +‎ sinō *tḱi-né-ti *tḱey- *teḱ (γεννώ, γίνομαι γονιός)


κορόιδο

κορόιδο (πιθανώς) mittelgriechisch *κουρόγιδο κουρά + γίδι[1]


βάσανο

βάσανο mittelgriechisch βάσανον Koine-Griechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


κατάματα

κατάματα mittelgriechisch κατάματα. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + μάτ(ι) + -α[1]


κάβουρας

κάβουρας mittelgriechisch κάβουρας *κάβουρος *κάβαρος Koine-Griechisch κάραβος[1]


καχυποψία

καχυποψία mittelgriechisch καχυποψία altgriechisch καχύποπτος


κοντάρι

κοντάρι mittelgriechisch κοντάριν Koine-Griechisch κοντάριον altgriechisch κοντός + κατάληξη υποκοριστικού -άριον


λαχταρώ

λαχταρώ mittelgriechisch λακταρῶ λακτάρα


πεπόνι

πεπόνι mittelgriechisch πεπόνι Koine-Griechisch πεπόνιον altgriechisch (σίκυος) πέπων πέπτω πέσσω proto-griechisch *péťťō proto-indogermanisch *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)


κομπορρημοσύνη

κομπορρημοσύνη (λόγιο) mittelgriechisch κομπορρημοσύνη κόμπος ( > κομπάζω) + ῥῆμα (λόγος)


μεθύσι

μεθύσι mittelgriechisch μεθύσιν altgriechisch μεθύσειν, απαρέμφατο μέλλοντα του ρήματος μεθύω μέθυ indoeuropäisch (Wurzel) *médʰu (μέλι)


δυνάμωμα

δυνάμωμα mittelgriechisch δυνάμωμα δυναμώνω altgriechisch δύναμις


βούρτσα

βούρτσα mittelgriechisch βρούτσα italienisch brusta δημώδης lateinisch *bruscia πρωτογερμανικά *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) proto-indogermanisch *bʰrews- (βλασταίνω)


ταγάρι

ταγάρι mittelgriechisch ταγάριον, υποκοριστικό του ταγή


μονόπετρο

μονόπετρο mittelgriechisch μονόπετρον μονό- + πέτρα


σκήτη

σκήτη mittelgriechisch σκήτη Koine-Griechisch Σκῆτις/Σκίτις (αιγυπτιακό τοπωνύμιο)


ξόδι

ξόδι mittelgriechisch ξόδι και ἐξόδιον altgriechisch ἐξόδιον[1] μέλος (το τέλος μιας τραγωδίας)


εξοχότητα

εξοχότητα mittelgriechisch εξοχότητα Koine-Griechisch ἐξοχότης ((Lehnbedeutung) italienisch eccellenza)


κατακραυγή

κατακραυγή mittelgriechisch κατακραυγή Koine-Griechisch κατακραυγάζω κατά + κραυγάζω altgriechisch κραυγή ((Lehnbedeutung) französisch clameur[1])


πανέρι

πανέρι mittelgriechisch πανέρι Koine-Griechisch πανάριον lateinisch panarium panis *pāstnis indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂-


μαλτέζικος

μαλτέζικος mittelgriechisch μαλτέζικος Μαλτέζος + -ικος


ζυγίζω

ζυγίζω mittelgriechisch ζυγίζω altgriechisch ζυγός + ίζω


θρούμπα

θρούμπα mittelgriechisch δρούπα Koine-Griechisch δρύππα altgriechisch δρυπεπής (ἐλαία) (με παρετυμολογική επίδραση της λέξης θρούμπι)


ανεμόμυλος

ανεμόμυλος mittelgriechisch ἀνεμόμυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμό- + μύλος


αυλάκι

αυλάκι mittelgriechisch αυλάκι(ν) Koine-Griechisch αὐλάκιον, υποκοριστικό του αὖλαξ



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback