ρωτώ Verb  [roto, rwtw]

  Verb
(43)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu ρωτώ

ρωτώ mittelgriechisch ρωτώ altgriechisch ἐρωτάω / ἐρωτῶ


GriechischDeutsch
Κατά συνέπεια, ρωτώ τον Επίτροπο πώς βλέπει αυτή τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, η οποία δεν προκαλεί αμφισβητήσεις, στο πλαίσιο της ευρύτερης μεταρρύθμισης της πολιτικής ανταγωνισμού για την οποία, όπως πολύ καλά ξέρει, θα μπορούσαμε ευγενικά να πούμε πως προκαλεί κάπως περισσότερες αμφισβητήσεις.Daher möchte ich ihn fragen, wie er diese Reform, die überhaupt nicht strittig ist, vor dem Hintergrund der umfassenden Reform der Wettbewerbspolitik betrachtet, die, wie er auch weiß, gelinde gesagt doch etwas umstritten ist.

Übersetzung bestätigt

Αυτός μάλιστα είναι και ο λόγος που ρωτώ γιατί άραγε ξεχάστηκε η τύρφη, η οποία μάλιστα χρειάζεται και χίλια χρόνια για να ανανεωθεί; Και όμως, η τύρφη συνιστά σήμερα φυτό των φτωχών περιφερειών, ενώ αντίθετα ο λιγνίτης των πιο εύπορων!Deshalb möchte ich auch fragen, wo der Torf geblieben ist, der sich immerhin einen Millimeter pro Jahr erneuert; aber Torf ist ja jetzt ein Gewächs armer Regionen, dagegen ist Braunkohle ein Energieträger der wohlhabenderen!

Übersetzung bestätigt

Γι' αυτό ρωτώ την Επίτροπο, και όλη την Επιτροπή, αν είναι διατεθειμένη να εκπονήσει μια έκθεση προόδου σχετικά με αυτό το θέμα.Ich möchte die Kommissarin und die gesamte Kommission daher fragen, ob sie bereit sind, einen Fortschrittsbericht zu diesem Thema zu erarbeiten.

Übersetzung bestätigt

Απλά ρωτώ "γιατί".Ich kann nur fragen, wieso.

Übersetzung bestätigt

Ξέρω ότι είναι κάπως άδικο να ρωτώ εσάς, κύριε Almunia.Ich weiß, es ist etwas unfair, Sie danach zu fragen, Herr Almunia.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ρωτώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ρωτάω, ρωτώρωτάμε, ρωτούμερωτιέμαιρωτιόμαστε
ρωτάςρωτάτερωτιέσαιρωτιέστε, ρωτιόσαστε
ρωτάει, ρωτάρωτάν(ε), ρωτούν(ε)ρωτιέταιρωτιούνται, ρωτιόνται
Imper
fekt
ρωτούσα, ρώταγαρωτούσαμε, ρωτάγαμερωτιόμουν(α)ρωτιόμαστε, ρωτιόμασταν
ρωτούσες, ρώταγεςρωτούσατε, ρωτάγατερωτιόσουν(α)ρωτιόσαστε, ρωτιόσασταν
ρωτούσε, ρώταγερωτούσαν(ε), ρώταγαν, ρωτάγανερωτιόταν(ε)ρωτιόνταν(ε), ρωτιούνταν, ρωτιόντουσαν
Aoristρώτησαρωτήσαμερωτήθηκαρωτηθήκαμε
ρώτησεςρωτήσατερωτήθηκεςρωτηθήκατε
ρώτησερώτησαν, ρωτήσαν(ε)ρωτήθηκερωτήθηκαν, ρωτηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ρωτήσειέχουμε ρωτήσειέχω ρωτηθείέχουμε ρωτηθεί
έχεις ρωτήσειέχετε ρωτήσειέχεις ρωτηθείέχετε ρωτηθεί
έχει ρωτήσειέχουν ρωτήσειέχει ρωτηθείέχουν ρωτηθεί
Plu
perf
ekt
είχα ρωτήσειείχαμε ρωτήσειείχα ρωτηθείείχαμε ρωτηθεί
είχες ρωτήσειείχατε ρωτήσειείχες ρωτηθείείχατε ρωτηθεί
είχε ρωτήσειείχαν ρωτήσειείχε ρωτηθείείχαν ρωτηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ρωτάω, θα ρωτώθα ρωτάμε, θα ρωτούμεθα ρωτιέμαιθα ρωτιόμαστε
θα ρωτάςθα ρωτάτεθα ρωτιέσαιθα ρωτιέστε, θα ρωτιόσαστε
θα ρωτάει, θα ρωτάθα ρωτάν(ε), θα ρωτούν(ε)θα ρωτιέταιθα ρωτιούνται, θα ρωτιόνται
Fut
ur
θα ρωτήσωθα ρωτήσουμε, θα ρωτήσομεθα ρωτηθώθα ρωτηθούμε
θα ρωτήσειςθα ρωτήσετεθα ρωτηθείςθα ρωτηθείτε
θα ρωτήσειθα ρωτήσουν(ε)θα ρωτηθείθα ρωτηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ρωτήσειθα έχουμε ρωτήσειθα έχω ρωτηθείθα έχουμε ρωτηθεί
θα έχεις ρωτήσειθα έχετε ρωτήσειθα έχεις ρωτηθείθα έχετε ρωτηθεί
θα έχει ρωτήσειθα έχουν ρωτήσειθα έχει ρωτηθείθα έχουν ρωτηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ρωτάω, να ρωτώνα ρωτάμε, να ρωτούμενα ρωτιέμαινα ρωτιόμαστε
να ρωτάςνα ρωτάτενα ρωτιέσαινα ρωτιέστε, να ρωτιόσαστε
να ρωτάει, να ρωτάνα ρωτάν(ε), να ρωτούν(ε)να ρωτιέταινα ρωτιούνται, να ρωτιόνται
Aoristνα ρωτήσωνα ρωτήσουμε, να ρωτήσομενα ρωτηθώνα ρωτηθούμε
να ρωτήσειςνα ρωτήσετενα ρωτηθείςνα ρωτηθείτε
να ρωτήσεινα ρωτήσουν(ε)να ρωτηθείνα ρωτηθούν(ε)
Perfνα έχω ρωτήσεινα έχουμε ρωτήσεινα έχω ρωτηθείνα έχουμε ρωτηθεί
να έχεις ρωτήσεινα έχετε ρωτήσεινα έχεις ρωτηθείνα έχετε ρωτηθεί
να έχει ρωτήσεινα έχουν ρωτήσεινα έχει ρωτηθείνα έχουν ρωτηθεί
Imper
ativ
Presρώτα, ρώταγερωτάτερωτιέστε
Aoristρώτησε, ρώταρωτήστερωτήσουρωτηθείτε
Part
izip
Presρωτώντας
Perfέχοντας ρωτήσει
InfinAoristρωτήσειρωτηθεί









Griechische Definition zu ρωτώ

ρωτώ [rotó] & -άω, -ιέμαι : ζητώ από κπ. να μου δώσει μια πληροφορία ή γνώμη: Tον ρώτησε από πού κατάγεται. Tους ρωτήσαμε αλλά αυτοί δεν απάντησαν. Ρώτησε τ΄ όνομά τους. Tον ρώτησα πώς βλέπει την κατάσταση. ρωτώ για τις αιτίες. ρωτώ επίμονα / φορτικά / ευγενικά / με αγωνία / αδιάφορα. Aν τον ρωτούσες πιο ευγενικά, μπορεί να σου έδινε περισσότερες πληροφορίες. Ρώτησαν και ξαναρώτησαν, αλλά κανείς δεν τους απάντησε. Ρωτήθηκαν όλοι ένας ένας, αλλά κανείς δεν απάντησε. (έκφρ.) μην τα ρωτάς, συνήθ. για δυσάρεστα γεγονότα: Mην τα ρωτάς τι έπαθα! Mην τα ρωτάς πώς γλίτωσα! ρωτώ και ξαναρωτώ*.

[μσν. ρωτώ < αρχ. ἐρωτῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback