Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



βγάζω

βγάζω mittelgriechisch βγάζω / ἐβγάζω altgriechisch ἐκβιβάζω ἐκ + βιβάζω


βάφω

βάφω mittelgriechisch βάφω altgriechisch βάπτω (βυθίζω κάτι σε μπογιά ώστε να πάρει αυτό το χρώμα) βάπτω (βυθίζω)


βαφτίσια

βαφτίσια Mehrzahl von βαφτίσι πιθανόν mittelgriechisch βαφτίσιν (με [pt] > [ft]) altgriechisch : απαρέμφατο βαπτίσειν [1]


βαστώ

βαστώ mittelgriechisch βαστῶ → και δείτε τη λέξη: βαστάω


βασιλίκι

βασιλίκι mittelgriechisch βασιλίκι βασιλικός


βασιλεύω

βασιλεύω είμαι βασιλιάς altgriechisch βασιλεύω δύω mittelgriechisch.[1] siehe auch βασιλεύς, βασιλιάς


βασίλεμα

βασίλεμα mittelgriechisch βασίλεμα βασίλευμα altgriechisch βασιλεύω βασιλεύς


βάσανον

βάσανον mittelgriechisch βάσανον altgriechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


βάσανο

βάσανο mittelgriechisch βάσανον Koine-Griechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


βαρυπενθώ

βαρυπενθώ mittelgriechisch βαρυπενθώ altgriechisch βαρυπενθής βαρύς + πένθος


βαρυγκομώ

βαρυγκομώ mittelgriechisch βαρυγνωμώ βαρύγνωμος


βάρκα

βάρκα mittelgriechisch βάρκα spätlateinisch barca lateinisch baris altgriechisch βᾶρις (αντιδάνειο) altägyptisch bꜣjr (bair)[1]


βάρεμα

βάρεμα mittelgriechisch βάρεμα Koine-Griechisch βάρημα


βαρέλι

βαρέλι mittelgriechisch βαρέλι βαρίλιο / βαρίλλιο italienisch barile φραγκικά *baril / *beril πρωτογερμανικά *barilaz indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer- / *bʰrē- (μεταφέρω)


βαραίνω

βαραίνω mittelgriechisch βαραίνω altgriechisch βαρύνω βαρύς


βαμβάκι

βαμβάκι mittelgriechisch βαμβάκιον altgriechisch βάμβαξ από Ασιατική λέξη, πιθανόν είτε την παλαιά αρμενική բամբոկ (bambok) είτε την παλαιο-ινδοϊρανική λέξη pambak, την πηγή της σύγχρονης persischς پانبا, και πιθανόν από Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει στρίβω ή γυρίζω.[1]


βάλτος

βάλτος mittelgriechisch βάλτος slawisch блато πρωτοslawisch *bolto (βάλτος, έλος)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


βάλσιμο

βάλσιμο mittelgriechisch βάλσιμο altgriechisch βάλλω indoeuropäisch (Wurzel) *gʷelh₁-


βαλλίστρα

βαλλίστρα (αντιδάνειο) mittelgriechisch βαλλίστρα lateinisch ballista altgriechisch βάλλω


βαλαντώνω

βαλαντώνω mittelgriechisch βαλαντώνω βαλάντιον(;)


βαθουλώνω

βαθουλώνω βαθουλός + -ώνω mittelgriechisch βαθουλός altgriechisch βαθύς


βαθουλός

βαθουλός mittelgriechisch βαθουλός altgriechisch βαθύς + -ουλός


βάζω

βάζω mittelgriechisch βάζω altgriechisch βιβάζω


βάγιο

βάγιο mittelgriechisch βαγί βαΐον/βάϊον, υποκοριστικό του βάϊς αρχαία αιγυπτιακά b'j (κοπτικά bai)


βαγένι

βαγένι mittelgriechisch βαγένι/ βαγένιν slawisch vagan + -ι (επηρεασμένο από τη mittelgriechisch λαγένα)


βαβούρα

βαβούρα mittelgriechisch βαβούρα Onomatopoetikum, ίσως von Koine-Griechisch βαβάζω (“φωνάζω”) με προφορά /bab/ + -ούρα.[1] Ονοματοποίηση του θορύβου, όπως και στη λέξη βάρβαρος. Για άλλες ετυμολογικές προτάσεις, δείτε τη mittelgriechisch βαβούρα


βαβίζω

βαβίζω mittelgriechisch βαβίζω Onomatopoetikum


αψύς

αψύς mittelgriechisch ἁψύς (οξύθυμος, αμιγής) λέξη που πλάστηκε von αρχαίο πρόθημα ἁψι- και τη λόγια κατάληξη -ύς (ἁψίκορος, δείτε και ἅπτω)[1][2]


αψίνθιο

αψίνθιο mittelgriechisch αψίνθιο Koine-Griechisch ἀψινθία


αψηφισιά

αψηφισιά mittelgriechisch αψηφισιά αψηφώ


άψη

άψη mittelgriechisch άψη altgriechisch ἅψις ἅπτομαι


αχός

αχός αχώ + -ός (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch αχώ altgriechisch ἠχέω / ἠχῶ


αχόρταγος

αχόρταγος mittelgriechisch α- στερητικό +χόρτα- (χορταίνω) + -γος


αχορταγιά

αχορταγιά mittelgriechisch αχορταγιά αχόρταγος


άχνα

άχνα mittelgriechisch άχνα altgriechisch ἄχνη / (δωρικός τύπος) ἄχνα


αχλάδι

αχλάδι mittelgriechisch ἀχλάδιον ἀχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς


αχλάδα

αχλάδα mittelgriechisch αχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς


αχινός

αχινός mittelgriechisch αχινός altgriechisch ἐχῖνος


αχηβάδα

αχηβάδα mittelgriechisch ἀχηβάδα με ανάπτυξη προτακτικού ἀ- + mittelgriechisch χηβάδα ή *χημάδα altgriechisch χήμη[1], λέξη που ο Ησύχιος συνδέει με το χάσμα. Στο Λεξικό Σούδα: Χήμη, εἶδος ὀστρέου, τὸ κοινῶς χηβάδιον[2]


αχείλι

αχείλι mittelgriechisch αχείλιν altgriechisch χεῖλος


αχαμνός

αχαμνός mittelgriechisch αχαμνός χαμνός altgriechisch χαῦνος


αφροντισία

αφροντισία mittelgriechisch αφροντισία φροντίζω


αφράτος

αφράτος mittelgriechisch ἀφράτος ἀφρός


αφουγκράζομαι

αφουγκράζομαι mittelgriechisch αφουκρούμαι altgriechisch ἐπακροάομαι / ἐπακροῶμαι


αφορμίζω

αφορμίζω mittelgriechisch αφορμίζω altgriechisch ἀφορμή


αφορεσμός

αφορεσμός mittelgriechisch αφορεσμός αφορισμός


αφοπλισμός

αφοπλισμός mittelgriechisch ἀφοπλισμός Koine-Griechisch ἀφοπλίζω altgriechisch ἀφοπλίζομαι ἀπό + ὅπλον


αφκιασίδωτος

αφκιασίδωτος α- + φκιασιδώνω + -τος φκιασίδι φτιασίδι mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / αφκιασίδωτος)


αφιόνι

αφιόνι mittelgriechisch αφιόνιον türkisch afyon arabisch أَفْيُون (ʾafyūn) Koine-Griechisch ὄπιον (αντιδάνειο) [1] altgriechisch ὀπός indoeuropäisch (Wurzel) *sokʷos (χυμός)


αφιλοξενία

αφιλοξενία mittelgriechisch ἀφιλοξενία ἀφιλόξενος


αφεντικός

αφεντικός mittelgriechisch ἀφεντικός Koine-Griechisch αὐθεντικός altgriechisch αὐθέντης[1] / αὐτοέντης αὐτός +‎ *ἕντης ( proto-indogermanisch *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)


αφεντιά

αφεντιά mittelgriechisch αφεντιά Koine-Griechisch αὐθεντία


αφεντεύω

αφεντεύω mittelgriechisch αφεντεύω αφέντης


αφεντάνθρωπος

αφεντάνθρωπος mittelgriechisch αφεντάνθρωπος αφέντης + άνθρωπος


αυτοκρατόρισσα

αυτοκρατόρισσα mittelgriechisch αὐτοκρατόρισσα αὐτοκράτωρ + κατάληξη θηλυκού -ισσα


αυτείνος

αυτείνος mittelgriechisch αὐτεῖνος συμφυρμός των λέξεων αὐτός + ἐκεῖνος


αυξότητα

αυξότητα mittelgriechisch αυξότητα


αυξαίνω

αυξαίνω mittelgriechisch αυξαίνω altgriechisch αὐξάνω


αυλάκι

αυλάκι mittelgriechisch αυλάκι(ν) Koine-Griechisch αὐλάκιον, υποκοριστικό του αὖλαξ


αυθύπαρκτος

αυθύπαρκτος mittelgriechisch αυθύπαρκτος altgriechisch αὐτός + ὑπάρχω


αυθαδιάζω

αυθαδιάζω mittelgriechisch αυθαδιάζω Koine-Griechisch αὐθαδιάζομαι altgriechisch αὐθαδίζομαι αὐθάδης


αυγό

αυγό mittelgriechisch αυγό(ν) / αβγό(ν) Koine-Griechisch ὠόν altgriechisch ᾠόν ᾠϝόν proto-griechisch *ōyyón proto-indogermanisch *h₂ōwyóm ‎(αυγό) *h₂éwis ‎(πουλί) (από τη συνεκφορά: τὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό· πβ. αφτί)


ατσίδα

ατσίδα mittelgriechisch ἀτσίδα altgriechisch ἰκτίς


ατσάλωμα

ατσάλωμα ατσαλώνω + -μα ατσάλι mittelgriechisch ἀτσάλιν venezianisch azzal spätlateinisch aciarium (ferrum) (=κοφτερός σίδηρος) lateinisch acies indoeuropäisch (Wurzel) h₂eḱ- (κοφτερός, αιχμηρός)


ατσάλι

ατσάλι mittelgriechisch ἀτσάλιν venezianisch azzal spätlateinisch aciarium (ferrum) (=κοφτερός σίδηρος) λατινικά acies indoeuropäisch (Wurzel) h₂eḱ- (κοφτερός, αιχμηρός)


ατημελησία

ατημελησία (λόγιο) mittelgriechisch ἀτημελησία[1] ἀτημελής[2]


ασχόληση

ασχόληση mittelgriechisch ἀσχόλησις


ασχημία

ασχημία mittelgriechisch άσχημος


άσφαλτα

άσφαλτα mittelgriechisch ἄσφαλτα


ασυμβίβαστος

ασυμβίβαστος mittelgriechisch ασυμβίβαστος altgriechisch συμβιβάζω


ασυδοσία

ασυδοσία ασύδοτος mittelgriechisch *ασύνδοτος (=αυτός που έχει απαλλαγεί από τη φορολογία) ἀ- + Koine-Griechisch συνδίδωμι σύν + altgriechisch δίδωμι


αστροπελέκι

αστροπελέκι mittelgriechisch ἀστροπελέκι ἀστραπή + πελέκι πέλεκυς


αστράφτω

αστράφτω mittelgriechisch ἀστράφτω altgriechisch ἀστράπτω


αστρακιά

αστρακιά mittelgriechisch αστρακιά altgriechisch ὄστρακον + -ία


αστεράτος

αστεράτος mittelgriechisch ἀστεράτος. Συγχρονικά αναλύεται σε αστέρι + -άτος


άσπρο

άσπρο mittelgriechisch άσπρο(ν) (=άσπρο νόμισμα, νόμισμα μικρής αξίας) lateinisch asprum asperum, Maskulinum von asper (=τραχύς· nummus asper: το νόμισμα που είχε πρόσφατα κοπεί και είχε ακόμη τραχιά επιφάνεια) proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ασπράδα

ασπράδα mittelgriechisch ασπράδα Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ασούσσουμος

ασούσσουμος mittelgriechisch ἀσούσσουμος στερητικό α + σύσσημον (σουσσούμι)


ασκούφωτος

ασκούφωτος α- + σκούφια + -ωτος mittelgriechisch σκούφια / σκουφία italienisch scuffia cuffia lateinisch cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) φραγκικά *kuf(f)ja ‎(κόμμωση) πρωτογερμανικά *kupjō ‎(κουκούλα, σκούφος)


ασκί

ασκί mittelgriechisch ασκί(ν) Koine-Griechisch ἀσκίον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης ἀσκός


ασημικό

ασημικό mittelgriechisch ασημικό(ν) ασήμι


ασβέστης

ασβέστης mittelgriechisch altgriechisch ἄσβεστος


αρχοντεύω

αρχοντεύω mittelgriechisch αρχοντεύω άρχοντας


αρχονταρίκι

αρχονταρίκι mittelgriechisch αρχονταρίκι/αρχονταρίκιν αρχοντάρης άρχοντας altgriechisch ἄρχω


αρχιπέλαγος

αρχιπέλαγος λόγιο (αντιδάνειο) italienisch arcipelago mittelgriechisch ἀρχιπέλαγος ("ανοιχτό πέλαγος") αρχι- + πέλαγος[1]


αρχινώ

αρχινώ mittelgriechisch ἀρχινῶ[1]


αρχιμηνιά

αρχιμηνιά mittelgriechisch αρχιμηνιά[1] Koine-Griechisch ἀρχιμηνία[2] ἀρχι- + altgriechisch μήν


αρχιθύτης

αρχιθύτης mittelgriechisch αρχιθύτης αρχι- + altgriechisch θύτης θύω


αρχίζω

αρχίζω mittelgriechisch ἀρχίζω ἀρχή


αρχιδιάκονος

αρχιδιάκονος mittelgriechisch ἀρχιδιάκονος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αρχι- + διάκονος


αρχίδι

αρχίδι mittelgriechisch ἀρχίδι ἀρχίδια τὰ 'ρχίδια τὰ ὀρχίδια Koine-Griechisch ὀρχίδιον, υποκοριστικό του ὄρχις (altgriechisch )


αρτυμή

αρτυμή mittelgriechisch αρτυμή altgriechisch ἀρτύω


αρτοκλασία

αρτοκλασία mittelgriechisch ἀρτοκλασία altgriechisch ἄρτος (ψωμί) + κλάω-κλῶ, (σπάζω, κόβω)


αρσανάς

αρσανάς mittelgriechisch ἀρσανάς / ἀρσενάς türkisch tersane venezianisch tersanà arabisch دار الصناعة (ar) دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)


αρρώστια

αρρώστια mittelgriechisch ἀρρώστια altgriechisch ἀρρωστία


αρραβωνιάζω

αρραβωνιάζω mittelgriechisch Koine-Griechisch ἀρραβωνίζω altgriechisch ἀρραβών


αρνί

αρνί mittelgriechisch ἀρνί(ν) altgriechisch ἀρνίον, υποκοριστικό του ἀρήν indoeuropäisch (Wurzel) *urh₁en


αρμυρός

αρμυρός mittelgriechisch αρμυρός altgriechisch ἁλμυρός, με μετατροπή του "λ" σε "ρ"


άρμη

άρμη mittelgriechisch altgriechisch ἅλμη


αρματωσιά

αρματωσιά mittelgriechisch αρματωσιά αρματωσία αρματώνω άρμα lateinisch arma indoeuropäisch (Wurzel) *h₂(e)rmos *h₂er- ‎(ἀραρίσκω)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback