αρχίζω mittelgriechisch ἀρχίζω ἀρχή
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Όταν βλέπουμε λοιπόν, τι μπορεί να κάνει η τεχνολογία στους γενικούς εργάτες της γνώσης, αρχίζω να σκέφτομαι ότι μπορεί να μην υπάρχει κάτι τόσο ιδιαίτερο μ' αυτήν την ιδέα του ανθρώπου των γενικών καθηκόντων, ειδικά όταν κάνουμε πράγματα όπως το να συνδέουμε τη Σίρι με τον Γουότσον και να έχουμε τεχνολογίες οι οποίες μπορούν να καταλάβουν τι λέμε και αναμεταδίδουν ομιλία πίσω σε εμάς. | Also wenn wir uns anschauen, wie die Technologie den Wissensarbeiter betrifft, denke ich langsam, dass diese Idee eines Generallisten gar nicht so besonderes ist, vor allem wenn wir anfangen Dinge zu tun wie Siri an Watson anzuschließen und Technologien zu benutzen, die verstehen können, was wir sagen und die uns antworten. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αρχίζω | αρχίζουμε, αρχίζομε |
αρχίζεις | αρχίζετε | ||
αρχίζει | αρχίζουν(ε) | ||
Imper fekt | άρχιζα | αρχίζαμε | |
άρχιζες | αρχίζατε | ||
άρχιζε | άρχιζαν, αρχίζαν(ε) | ||
Aorist | άρχισα | αρχίσαμε | |
άρχισες | αρχίσατε | ||
άρχισε | άρχισαν, αρχίσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αρχίσει | έχουμε αρχίσει | |
έχεις αρχίσει | έχετε αρχίσει | ||
έχει αρχίσει | έχουν αρχίσει | ||
Plu per fekt | είχα αρχίσει | είχαμε αρχίσει | |
είχες αρχίσει | είχατε αρχίσει | ||
είχε αρχίσει | είχαν αρχίσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αρχίζω | θα αρχίζουμε, | |
θα αρχίζεις | θα αρχίζετε | ||
θα αρχίζει | θα αρχίζουν(ε) | ||
Fut ur | θα αρχίσω | θα αρχίσουμε, | |
θα αρχίσεις | θα αρχίσετε | ||
θα αρχίσει | θα αρχίσουν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αρχίζω | να αρχίζουμε, |
να αρχίζεις | να αρχίζετε | ||
να αρχίζει | να αρχίζουν(ε) | ||
Aorist | να αρχίσω | να αρχίσουμε, | |
να αρχίσεις | να αρχίσετε | ||
να αρχίσει | να αρχίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω αρχίσει | να έχουμε αρχίσει | |
να έχεις αρχίσει | να έχετε αρχίσει | ||
να έχει αρχίσει | να έχουν αρχίσει | ||
Imper ativ | Pres | άρχιζε | αρχίζετε |
Aorist | άρχισε | αρχίστε | |
Part izip | Pres | αρχίζοντας | |
Perf | έχοντας αρχίσει | ||
Infin | Aorist | αρχίσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | fange an | ||
du | fängst an | |||
er, sie, es | fängt an | |||
Präteritum | ich | fing an | ||
Konjunktiv II | ich | finge an | ||
Imperativ | Singular | fang an! fange an! | ||
Plural | fangt an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angefangen | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anfangen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | leite ein | ||
du | leitest ein | |||
er, sie, es | leitet ein | |||
Präteritum | ich | leitete ein | ||
Konjunktiv II | ich | leitete ein | ||
Imperativ | Singular | leit ein! leite ein! | ||
Plural | leitet ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingeleitet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einleiten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lege los | ||
du | legst los | |||
er, sie, es | legt los | |||
Präteritum | ich | legte los | ||
Konjunktiv II | ich | legte los | ||
Imperativ | Singular | leg los! lege los! | ||
Plural | legt los! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
losgelegt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:loslegen |
αρχίζω [arxízo] .1α : 1.βρίσκομαι στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο μιας ενέργειας (ενός έργου ή μιας διαδικασίας). ANT τελειώνω: αρχίζω τη δουλειά μου / να δουλεύω πολύ νωρίς. αρχίζω το μαγείρεμα / το διάβασμα. Δεν αρχίσαμε ακόμα να τρώμε. Άρχισε τη συγγραφή ενός βιβλίου. αρχίζω αγγλικά, αρχίζω να μαθαίνω αγγλικά. αρχίζω τη ζωή μου από την αρχή / μια νέα ζωή. || (οικ.): αρχίζω κπ. στο ξύλο / στις κλοτσιές / στις μπουνιές / στα χαστούκια, αρχίζω να τον δέρνω. || (προφ.): Tο γιο μου τον άρχισα αγγλικά, είχα την πρωτοβουλία, την ευθύνη. || για κτ. που βρίσκεται στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο της εκτέλεσής του ή της εξέλιξής του: H διάλεξη αρχίζει στις εννέα. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. ΦΡ άρχισαν τα όργανα*. || (απρόσ.): Άρχισε να βρέχει. ANT σταμάτησε. Ο χειμώνας άργησε φέτος να αρχίσει. ANT να τελειώσει. α. για να δηλώσουμε τη μετάβαση από μια κατάσταση σε κάποια άλλη: αρχίζω να γερνάω / να ασπρίζω. Σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω. Άρχισε να νυχτώνει / να χειμωνιάζει. β. κάνω κτ. για πρώτη φορά: Aπό πότε άρχισε να πίνει; Άρχισε να κλέβει από μικρός. Tο μωρό άρχισε να περπατάει / να μιλάει. γ. χρησιμοποιώ κτ. για πρώτη φορά: Δεν άρχισα ακόμα το λάδι της νέας σοδειάς. Άρχισα καινούριο τενεκέ λάδι. δ. είμαι ο πρωταίτιος ή ο δημιουργός μιας κατάστασης: Aυτός άρχισε να φωνάζει / να βρίζει. Ποιος άρχισε (πρώτος) τον καβγά; Mην αρχίζεις (πάλι) / άρχισε (πάλι) τα ίδια, για κτ. δυσάρεστο που συνεχίζεται. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.