einleiten
 Verb

κινώ Verb
(0)
διοχετεύω Verb
(0)
ξεκινώ Verb
(0)
αρχίζω Verb
(0)
ανοίγω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Er könnte vielleicht ein Verfahren einleiten, aber das würde Geld kosten.Ίσως μπορέσει να το αντιμετωπίσει διαφορετικά, αλλά θα κοστίσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn die nicht gezahlt werden, wird die Knickerbocker Savings and Loan Company... leider die nötigen Schritte einleiten müssen.Αν δεν το φροντίσετε φοβάμαι ότι η Εταιρεία θα κινηθεί εναντίον σας δικαστικά.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir werden alles umgehend einleiten.Θα ξεκινησουμε αμεσως τις διαδικασιες.

Übersetzung nicht bestätigt

Total komisch, wie die ihre Idee manchmal einleiten.Είναι το πιο παράξενο πράγμα, το ότι μερικές φορές προλαμβάνουν την ιδέα τους με μια φράση.

Übersetzung nicht bestätigt

Es ist irre, total komisch, wie die ihre Idee manchmal einleiten.Αυτό με σκοτώνει. Είναι το πιο παράξενο πράγμα, το ότι μερικές φορές προλαμβάνουν την ιδέα τους με μια φράση.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κινώκινούμεκινούμαικινούμαστε
κινείςκινείτεκινείσαικινείστε
κινείκινούν(ε)κινείταικινούνται
Imper
fekt
κινούσακινούσαμεκινούμουνκινούμαστε
κινούσεςκινούσατε
κινούσεκινούσαν(ε)κινούνταν, εκινείτοκινούνταν, εκινούντο
Aoristκίνησακινήσαμεκινήθηκακινηθήκαμε
κίνησεςκινήσατεκινήθηκεςκινηθήκατε
κίνησεκίνησαν, κινήσαν(ε)κινήθηκεκινήθηκαν, κινηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κινήσειέχουμε κινήσειέχω κινηθείέχουμε κινηθεί
έχεις κινήσειέχετε κινήσειέχεις κινηθείέχετε κινηθεί
έχει κινήσειέχουν κινήσειέχει κινηθείέχουν κινηθεί
Plu
perf
ekt
είχα κινήσειείχαμε κινήσειείχα κινηθείείχαμε κινηθεί
είχες κινήσειείχατε κινήσειείχες κινηθείείχατε κινηθεί
είχε κινήσειείχαν κινήσειείχε κινηθείείχαν κινηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κινώθα κινούμεθα κινούμαιθα κινούμαστε
θα κινείςθα κινείτεθα κινείσαιθα κινείστε
θα κινείθα κινούν(ε)θα κινείταιθα κινούνται
Fut
ur
θα κινήσωθα κινήσουμεθα κινηθώθα κινηθούμε
θα κινήσειςθα κινήσετεθα κινηθείςθα κινηθείτε
θα κινήσειθα κινήσουν(ε)θα κινηθείθα κινηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κινήσειθα έχουμε κινήσει θα έχω κινηθείθα έχουμε κινηθεί
θα έχεις κινήσειθα έχετε κινήσειθα έχεις κινηθείθα έχετε κινηθεί
θα έχει κινήσειθα έχουν κινήσειθα έχει κινηθείθα έχουν κινηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κινώνα κινούμενα κινούμαινα κινούμαστε
να κινείςνα κινείτενα κινείσαινα κινείστε
να κινείνα κινούν(ε)να κινείταινα κινούνται
Aoristνα κινήσωνα κινήσουμε, να κινήσομενα κινηθώνα κινηθούμε
να κινήσειςνα κινήσετενα κινηθείςνα κινηθείτε
να κινήσεινα κινήσουν(ε)να κινηθείνα κινηθούν(ε)
Perfνα έχω κινήσεινα έχουμε κινήσεινα έχω κινηθείνα έχουμε κινηθεί
να έχεις κινήσεινα έχετε κινήσεινα έχεις κινηθείνα έχετε κινηθεί
να έχει κινήσεινα έχουν κινήσεινα έχει κινηθείνα έχουν κινηθεί
Imper
ativ
Presκινείτεκινείστε
Aoristκίνησεκινήστε, κινήσετεκινήσουκινηθείτε
Part
izip
Presκινώντας
Perfέχοντας κινήσει
InfinAoristκινήσεικινηθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξεκινάω, ξεκινώξεκινάμε, ξεκινούμε
ξεκινάςξεκινάτε
ξεκινάει, ξεκινάξεκινάν(ε), ξεκινούν(ε)
Imper
fekt
ξεκινούσα, ξεκίναγαξεκινούσαμε, ξεκινάγαμε
ξεκινούσες, ξεκίναγεςξεκινούσατε, ξεκινάγατε
ξεκινούσε, ξεκίναγεξεκινούσαν(ε), ξεκίναγαν, ξεκινάγανε
Aoristξεκίνησαξεκινήσαμε
ξεκίνησεςξεκινήσατε
ξεκίνησεξεκίνησαν, ξεκινήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω ξεκινήσειέχουμε ξεκινήσει
έχεις ξεκινήσειέχετε ξεκινήσει
έχει ξεκινήσειέχουν ξεκινήσει
Plu
perf
ekt
είχα ξεκινήσειείχαμε ξεκινήσει
είχες ξεκινήσειείχατε ξεκινήσει
είχε ξεκινήσειείχαν ξεκινήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξεκινάω, θα ξεκινώθα ξεκινάμε, θα ξεκινούμε
θα ξεκινάςθα ξεκινάτε
θα ξεκινάει, θα ξεκινάθα ξεκινάν(ε), θα ξεκινούν(ε)
Fut
ur
θα ξεκινήσωθα ξεκινήσουμε, θα ξεκινήσομε
θα ξεκινήσειςθα ξεκινήσετε
θα ξεκινήσειθα ξεκινήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξεκινήσειθα έχουμε ξεκινήσει
θα έχεις ξεκινήσειθα έχετε ξεκινήσει
θα έχει ξεκινήσειθα έχουν ξεκινήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξεκινάω, να ξεκινώνα ξεκινάμε, να ξεκινούμε
να ξεκινάςνα ξεκινάτε
να ξεκινάει, να ξεκινάνα ξεκινάν(ε), να ξεκινούν(ε)
Aoristνα ξεκινήσωνα ξεκινήσουμε, να ξεκινήσομε
να ξεκινήσειςνα ξεκινήσετε
να ξεκινήσεινα ξεκινήσουν(ε)
Perfνα έχω ξεκινήσεινα έχουμε ξεκινήσει
να έχεις ξεκινήσεινα έχετε ξεκινήσει
να έχει ξεκινήσεινα έχουν ξεκινήσει
Imper
ativ
Presξεκίνα, ξεκίναγεξεκινάτε
Aoristξεκίνησε, ξεκίναξεκινήστε
Part
izip
Presξεκινώντας
Perfέχοντας ξεκινήσει
InfinAoristξεκινήσει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αρχίζωαρχίζουμε, αρχίζομε
αρχίζειςαρχίζετε
αρχίζειαρχίζουν(ε)
Imper
fekt
άρχιζααρχίζαμε
άρχιζεςαρχίζατε
άρχιζεάρχιζαν, αρχίζαν(ε)
Aoristάρχισααρχίσαμε
άρχισεςαρχίσατε
άρχισεάρχισαν, αρχίσαν(ε)
Per
fekt
έχω αρχίσειέχουμε αρχίσει
έχεις αρχίσειέχετε αρχίσει
έχει αρχίσειέχουν αρχίσει
Plu
per
fekt
είχα αρχίσειείχαμε αρχίσει
είχες αρχίσειείχατε αρχίσει
είχε αρχίσειείχαν αρχίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αρχίζωθα αρχίζουμε, θα αρχίζομε
θα αρχίζειςθα αρχίζετε
θα αρχίζειθα αρχίζουν(ε)
Fut
ur
θα αρχίσωθα αρχίσουμε, θα αρχίζομε
θα αρχίσειςθα αρχίσετε
θα αρχίσειθα αρχίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αρχίσειθα έχουμε αρχίσει
θα έχεις αρχίσειθα έχετε αρχίσει
θα έχει αρχίσειθα έχουν αρχίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αρχίζωνα αρχίζουμε, να αρχίζομε
να αρχίζειςνα αρχίζετε
να αρχίζεινα αρχίζουν(ε)
Aoristνα αρχίσωνα αρχίσουμε, να αρχίσομε
να αρχίσειςνα αρχίσετε
να αρχίσεινα αρχίσουν(ε)
Perfνα έχω αρχίσεινα έχουμε αρχίσει
να έχεις αρχίσεινα έχετε αρχίσει
να έχει αρχίσεινα έχουν αρχίσει
Imper
ativ
Presάρχιζεαρχίζετε
Aoristάρχισεαρχίστε
Part
izip
Presαρχίζοντας
Perfέχοντας αρχίσει
InfinAoristαρχίσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανοίγωανοίγουμε, ανοίγομεανοίγομαιανοιγόμαστε
ανοίγειςανοίγετεανοίγεσαιανοίγεστε, ανοιγόσαστε
ανοίγειανοίγουν(ε)ανοίγεταιανοίγονται
Imper
fekt
άνοιγαανοίγαμεανοιγόμουν(α)ανοιγόμαστε, ανοιγόμασταν
άνοιγεςανοίγατεανοιγόσουν(α)ανοιγόσαστε, ανοιγόσασταν
άνοιγεάνοιγαν, ανοίγαν(ε)ανοιγόταν(ε)ανοίγονταν, ανοιγόντανε, ανοιγόντουσαν
Aoristάνοιξαανοίξαμεανοίχτηκαανοιχτήκαμε
άνοιξεςανοίξατεανοίχτηκεςανοιχτήκατε
άνοιξεάνοιξαν, ανοίξαν(ε)ανοίχτηκεανοίχτηκαν, ανοιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανοίξει
έχω ανοιγμένο
έχουμε ανοίξει
έχουμε ανοιγμένο
έχω ανοιχτεί
είμαι ανοιγμένος, -η
έχουμε ανοιχτεί
είμαστε ανοιγμένοι, -ες
έχεις ανοίξει
έχεις ανοιγμένο
έχετε ανοίξει
έχετε ανοιγμένο
έχεις ανοιχτεί
είσαι ανοιγμένος, -η
έχετε ανοιχτεί
είστε ανοιγμένοι, -ες
έχει ανοίξει
έχει ανοιγμένο
έχουν ανοίξει
έχουν ανοιγμένο
έχει ανοιχτεί
είναι ανοιγμένος, -η, -ο
έχουν ανοιχτεί
είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανοίξει
είχα ανοιγμένο
είχαμε ανοίξει
είχαμε ανοιγμένο
είχα ανοιχτεί
ήμουν ανοιγμένος, -η
είχαμε ανοιχτεί
ήμαστε ανοιγμένοι, -ες
είχες ανοίξει
είχες ανοιγμένο
είχατε ανοίξει
είχατε ανοιγμένο
είχες ανοιχτεί
ήσουν ανοιγμένος, -η
είχατε ανοιχτεί
ήσαστε ανοιγμένοι, -ες
είχε ανοίξει
είχε ανοιγμένο
είχαν ανοίξει
είχαν ανοιγμένο
είχε ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένος, -η, -ο
είχαν ανοιχτεί
ήταν ανοιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανοίγωθα ανοίγουμε, θα ανοίγομεθα ανοίγομαιθα ανοιγόμαστε
θα ανοίγειςθα ανοίγετεθα ανοίγεσαιθα ανοίγεστε, θα ανοιγόσαστε
θα ανοίγειθα ανοίγουν(ε)θα ανοίγεταιθα ανοίγονται
Fut
ur
θα ανοίξωθα ανοίξουμε, θα ανοίξομεθα ανοιχτώθα ανοιχτούμε
θα ανοίξειςθα ανοίξετεθα ανοιχτείςθα ανοιχτείτε
θα ανοίξειθα ανοίξουν(ε)θα ανοιχτείθα ανοιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανοίξει
θα έχω ανοιγμένο
θα έχουμε ανοίξει
θα έχουμε ανοιγμένο
θα έχω ανοιχτεί
θα είμαι ανοιγμένος, -η
θα έχουμε ανοιχτεί
θα είμαστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχεις ανοίξει
θα έχεις ανοιγμένο
θα έχετε ανοίξει
θα έχετε ανοιγμένο
θα έχεις ανοιχτεί
θα είσαι ανοιγμένος, -η
θα έχετε ανοιχτεί
θα είστε ανοιγμένοι, -ες
θα έχει ανοίξει
θα έχει ανοιγμένο
θα έχουν ανοίξει
θα έχουν ανοιγμένο
θα έχει ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένος, -η, -ο
θα έχουν ανοιχτεί
θα είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανοίγωνα ανοίγουμε, να ανοίγομενα ανοίγομαινα ανοιγόμαστε
να ανοίγειςνα ανοίγετενα ανοίγεσαινα ανοίγεστε, να ανοιγόσαστε
να ανοίγεινα ανοίγουν(ε)να ανοίγεταινα ανοίγονται
Aoristνα ανοίξωνα ανοίξουμε, να ανοίξομενα ανοιχτώνα ανοιχτούμε
να ανοίξειςνα ανοίξετενα ανοιχτείςνα ανοιχτείτε
να ανοίξεινα ανοίξουν(ε)να ανοιχτείνα ανοιχτούν(ε)
Perfνα έχω ανοίξει
να έχω ανοιγμένο
να έχουμε ανοίξει
να έχουμε ανοιγμένο
να έχω ανοιχτεί
να είμαι ανοιγμένος, -η
να έχουμε ανοιχτεί
να είμαστε ανοιγμένοι, -ες
να έχεις ανοίξει
να έχεις ανοιγμένο
να έχετε ανοίξει
να έχετε ανοιγμένο
να έχεις ανοιχτεί
να είσαι ανοιγμένος, -η
να έχετε ανοιχτεί
να είστε ανοιγμένοι, -ες
να έχει ανοίξει
να έχει ανοιγμένο
να έχουν ανοίξει
να έχουν ανοιγμένο
να έχει ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένος, -η, -ο
να έχουν ανοιχτεί
να είναι ανοιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάνοιγεανοίγετεανοίγεστε
Aoristάνοιξεανοίξτε, ανοίχτεανοίξουανοιχτείτε
Part
izip
Presανοίγοντας
Perfέχοντας ανοίξει, έχοντας ανοιγμένοανοιγμένος, -η, -οανοιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristανοίξειανοιχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback