Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



καλένδες

καλένδες mittelgriechisch καλένδαι Koine-Griechisch καλάνδαι lateinisch calendae / kalendae calo (από τη φράση «kalo Iuno Covella»=calo Juno Covella) indoeuropäisch (Wurzel) *kelh₁- (καλώ, φωνάζω)


καλαπόδι

καλαπόδι mittelgriechisch καλαπόδιν Koine-Griechisch καλαπόδιον altgriechisch καλάπους κᾶλον + πούς


καλαντάρι

καλαντάρι Koine-Griechisch καλανδάριον lateinisch calendarium calendae


καλαμιά

καλαμιά (1-3) Koine-Griechisch καλαμεία / καλαμία altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos


καλάμι

καλάμι mittelgriechisch καλάμι(ν) Koine-Griechisch καλάμιον altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)


καλαμάρι

καλαμάρι mittelgriechisch καλαμάρι / καλαμάριν / καλαμάριον lateinisch (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) Koine-Griechisch καλαμάριον altgriechisch κάλαμος indoeuropäisch (Wurzel) *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos Το μαλάκιο ονομάστηκε έτσι χάρη στο σώμα του που μοιάζει με μελανοδοχείο welches περιέχει πένες από καλάμι


καλαθοποιός

καλαθοποιός Koine-Griechisch καλαθοποιός altgriechisch κάλαθος + ποιέω


καλαθοποιία

καλαθοποιία καλαθοποιός + -ία Koine-Griechisch καλαθοποιός altgriechisch κάλαθος + ποιέω


καλάθι

καλάθι mittelgriechisch καλάθι Koine-Griechisch καλάθιον altgriechisch κάλαθος (πβ. λατινικά: clathratus)


κακόφημος

κακόφημος Koine-Griechisch κακόφημος altgriechisch κακός + φήμη


κακοποίηση

κακοποίηση Koine-Griechisch κακοποίησις altgriechisch κακοποιέω / κακοποιῶ κακός + ποιέω / ποιῶ


κακόπιστος

κακόπιστος Koine-Griechisch κακόπιστος κακός + πίστη


κακοπιστία

κακοπιστία Koine-Griechisch κακοπιστία κακός + πίστη


κακόμοιρος

κακόμοιρος Koine-Griechisch κακόμοιρος κακός + μοίρα


κακόδοξος

κακόδοξος Koine-Griechisch κακόδοξος (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακόδοξος κακός + δόξα


κακοδοξία

κακοδοξία Koine-Griechisch κακοδοξία (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακοδοξία κακόδοξος κακός + δόξα


κακεντρέχεια

κακεντρέχεια Koine-Griechisch κακεντρέχεια κακεντρεχής altgriechisch κακός + ἐντρεχής


καιροσκοπώ

καιροσκοπώ Koine-Griechisch καιροσκοπέω / καιροσκοπῶ


καιροσκόπος

καιροσκόπος Koine-Griechisch καιροσκόπος altgriechisch καιρός + -σκόπος (σκοπέω)


καιροσκοπία

καιροσκοπία καιροσκόπος + -ία Koine-Griechisch καιροσκόπος


καινούργιος

καινούργιος mittelgriechisch καινούργιος / καινούριος Koine-Griechisch καινούργιος altgriechisch καινουργής καινός + ἔργον


καινοτομία

καινοτομία Koine-Griechisch καινοτομία altgriechisch καινοτόμος καινός + τέμνω


καθυστερώ

καθυστερώ Koine-Griechisch καθυστερέω / καθυστερῶ altgriechisch ὑστερέω / ὑστερῶ ὕστερος


καθυποτάσσω

καθυποτάσσω (λόγιο) Koine-Griechisch καθυποτάσσω. Συγχρονικά αναλύεται σε (κατα-) καθ- + υποτάσσω (υπο- + τάσσω)


καθρέφτης

καθρέφτης καθρέπτης Koine-Griechisch κάθοπτρον altgriechisch κάτοπτρον


καθοσίωση

καθοσίωση Koine-Griechisch καθοσίωσις κατά + altgriechisch ὅσιος


καθορίζω

καθορίζω Koine-Griechisch καθορίζω κατά + altgriechisch ὁρίζω ὅρος proto-griechisch wórwos proto-indogermanisch *werw- ((Lehnübersetzung) französisch déterminer)


καθοδηγώ

καθοδηγώ Koine-Griechisch καθοδηγέω, -ῶ


καθοδήγηση

καθοδήγηση Koine-Griechisch καθοδήγησις


καθίδρυμα

καθίδρυμα Koine-Griechisch καθίδρυμα altgriechisch καθιδρύω κατά + ἱδρύω


καθησυχάζω

καθησυχάζω Koine-Griechisch


καθημερινός

καθημερινός Koine-Griechisch καθημερινός καθ' ἡμέραν (κατά + ἡμέρα)


καθήλωση

καθήλωση Koine-Griechisch καθήλωσις (κάρφωμα) καθηλώνω κατά + ἧλος (καρφί)


καθηλώνω

καθηλώνω Koine-Griechisch καθηλῶ κατά (καθ-) + ἧλος (καρφώνω)


καθηγητής

καθηγητής Koine-Griechisch καθηγητής καθηγέομαι κατά (καθ-) + ἡγέομαι (οδηγώ, προηγούμαι και δείχνω το δρόμο)


καθετηριασμός

καθετηριασμός Koine-Griechisch καθετηρισμός καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετηρίαση

καθετηρίαση καθετηριάζω + -ση Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετηριάζω

καθετηριάζω Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετήρας

καθετήρας Koine-Griechisch καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθελκυσμός

καθελκυσμός Koine-Griechisch καθελκυσμός altgriechisch καθέλκω


καθαρτήριος

καθαρτήριος Koine-Griechisch καθαρτήριος altgriechisch καθαίρω καθαρός


καθαρίζω

καθαρίζω Koine-Griechisch καθαρίζω altgriechisch καθαρός + -ίζω


καθαιρώ

καθαιρώ Koine-Griechisch καθαιρέω, -ῶ


καθαγιάζω

καθαγιάζω Koine-Griechisch


κάβουρας

κάβουρας mittelgriechisch κάβουρας *κάβουρος *κάβαρος Koine-Griechisch κάραβος[1]


ιωβηλαίο

ιωβηλαίο Koine-Griechisch ἰωβηλαῖον (ἔτος) ἰωβηλαῖος ἰώβηλος hebräisch יובל ‎(yovél) (: κέρατο κριαριού που χρησιμοποιούνταν σαν σάλπιγγα κάθε 50 χρόνια)


ιχνηλατώ

ιχνηλατώ (λόγιο) Koine-Griechisch ἰχνηλατῶ, συνηρημένος τύπος του ἰχνηλατέω. Δείτε ἰχνηλάτης


ιχνηλάτης

ιχνηλάτης Koine-Griechisch ἰχνηλάτης ἴχνος + ἐλαύνω


ιχνηλασία

ιχνηλασία Koine-Griechisch ἰχνηλασία ἴχνος + ἐλαύνω


ιχθυοτρόφος

ιχθυοτρόφος Koine-Griechisch ἰχθυοτρόφος ἰχθύς + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε ιχθυο- + -τρόφος


ιχθυοτροφία

ιχθυοτροφία ιχθυοτρόφος + -ία Koine-Griechisch ἰχθυοτρόφος altgriechisch ἰχθύς + τρέφω


ιχθυοτροφείο

ιχθυοτροφείο Koine-Griechisch ἰχθυοτροφεῖον altgriechisch ἰχθύς + τρέφω


ιχθυοπώλης

ιχθυοπώλης Koine-Griechisch ἰχθυοπώλης altgriechisch ἰχθύς + πωλέω


ιχθυοπωλείο

ιχθυοπωλείο Koine-Griechisch ἰχθυοπωλεῖον / ἰχθυοπώλιον ἰχθύς + πωλέω


ισχυροποιώ

ισχυροποιώ (λόγιο) Koine-Griechisch ἰσχυροποιῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσχυροποιέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ισχυρ(ός) + -ο- + -ποιώ


ισχυροποίηση

ισχυροποίηση Koine-Griechisch ἰσχυροποίησις


ισχουρία

ισχουρία Koine-Griechisch ἰσχουρία


ιστοριογράφος

ιστοριογράφος Koine-Griechisch ἱστοριογράφος[1] ἱστορία + γράφω. Συγχρονικά αναλύεται σε ιστορί(α) + -ο- + -γράφος


ιστόρημα

ιστόρημα Koine-Griechisch ἱστόρημα


ιστιοδρομία

ιστιοδρομία Koine-Griechisch ἱστιοδρομ(έω, -ῶ) + -ία. Συγχρονικά αναλύεται σε ιστί(ο) + -ο- + -δρομία


ισοτιμία

ισοτιμία Koine-Griechisch ἰσοτιμία ἴσος + τιμή


ισοσταθμίζω

ισοσταθμίζω Koine-Griechisch ἰσοσταθμέω / ἰσοσταθμῶ ἰσόσταθμος / ἰσοσταθμής altgriechisch ἴσος + στάθμη ((Lehnübersetzung) französisch équilibrer, balancer)


ισοπεδώνω

ισοπεδώνω όψιμη Koine-Griechisch ἰσοπεδῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσοπεδόω[1] + -ώνω altgriechisch ἰσόπεδος[2] Wort verwendet ab 1856 [3]


ισόκωλο

ισόκωλο (λόγιο) Koine-Griechisch ἰσόκωλον, substantiviertes Neutrum des Adjektivs: altgriechisch ἰσόκωλος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ισό- + κώλο(ν)


ισαπόστολος

ισαπόστολος Koine-Griechisch ἰσαπόστολος. Συγχρονικά αναλύεται σε ισ- + απόστολος


ιπποτροφείο

ιπποτροφείο Koine-Griechisch ἱπποτροφεῖον / ἱπποτρόφιον altgriechisch ἵππος + τρέφω


ιπποπόταμος

ιπποπόταμος Koine-Griechisch ἱπποπόταμος altgriechisch ἵππος + ποταμός


ιπποδρόμιο

ιπποδρόμιο Koine-Griechisch ἱπποδρόμιον, Maskulinum von ἱπποδρόμιος


ιππάριο

ιππάριο Koine-Griechisch ἱππάριον altgriechisch ἵππος (2. (Lehnbedeutung) neulateinisch hipparion)


ίνδαλμα

ίνδαλμα Koine-Griechisch ἴνδαλμα ?


ιματιοφυλάκιο

ιματιοφυλάκιο Koine-Griechisch ἱματιοφυλάκιον altgriechisch ἱμάτιον (υποκοριστικό του εἷμα ἕννυμι *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes-: ντύνω) + φυλάκιον ( φυλάττω)


ιματιοθήκη

ιματιοθήκη Koine-Griechisch ἱματιοθήκη altgriechisch ἱμάτιον (υποκοριστικό του εἷμα ἕννυμι *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes-: ντύνω) + θήκη ( τίθημι)


ίλη

ίλη Koine-Griechisch ἴλη


ίλαρχος

ίλαρχος Koine-Griechisch ἴλαρχος


ιλαροτραγωδία

ιλαροτραγωδία Koine-Griechisch ἱλαροτραγωδία


ιλαρότητα

ιλαρότητα Koine-Griechisch ἱλαρότης altgriechisch ἱλαρός


ικρίωμα

ικρίωμα Koine-Griechisch ἰκρίωμα ἰκριόω / ἰκριῶ altgriechisch ἴκρια


ικανοποιώ

ικανοποιώ Koine-Griechisch ἱκανοποιέω / ἱκανοποιῶ altgriechisch ἱκανός ( ἱκνέομαι) + ποιέω / ποιῶ


ικανοποίηση

ικανοποίηση ικανοποιώ + -ση Koine-Griechisch ἱκανοποιέω / ἱκανοποιῶ altgriechisch ἱκανός ( ἱκνέομαι) + ποιέω / ποιῶ


ίζημα

ίζημα Koine-Griechisch ἵζημα ἱζάνω ἵζω indoeuropäisch (Wurzel) *sisdō / *sizdō *sed- (κάθομαι) (2. (Lehnbedeutung) französisch sédiment)


ιερωμένος

ιερωμένος Koine-Griechisch ἱερωμένος altgriechisch ἱερόω / ἱερῶ ἱερός indoeuropäisch (Wurzel) *ish₂ros


ιεροψάλτης

ιεροψάλτης Koine-Griechisch ἱεροψάλτης ἱερός + -ο- + ψάλτης


ιερουργώ

ιερουργώ Koine-Griechisch ἱερουργῶ


ιεροσκόπος

ιεροσκόπος (λόγιο) Koine-Griechisch ἱεροσκόπος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -σκόπος


ιερομάρτυρας

ιερομάρτυρας Koine-Griechisch ἱερομάρτυς ἱερός + μάρτυς


ιερομάντης

ιερομάντης (λόγιο) Koine-Griechisch ἱερομάντης[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + μάντης


ιερολογία

ιερολογία (λόγιο) Koine-Griechisch ἱερολογία (ομιλία για ιερά θέματα)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -λογία


ιεροδιδάσκαλος

ιεροδιδάσκαλος (λόγιο) Koine-Griechisch ἱεροδιδάσκαλος (για τον ποντίφικα της Ρώμης).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + διδάσκαλος


ιερατείο

ιερατείο Koine-Griechisch ἱερατεῖον


ιεραρχία

ιεραρχία Koine-Griechisch ἱεραρχία (2, 3: (Lehnbedeutung) französisch hiérarchie mittellateinisch hierarchia Koine-Griechisch ἱεραρχία)


ιερακοτρόφος

ιερακοτρόφος Koine-Griechisch ἱερακοτρόφος altgriechisch ἱέραξ + τρέφω -τρόφος


ιδιοτροπία

ιδιοτροπία Koine-Griechisch ἰδιοτροπία


ιδιοσυστασία

ιδιοσυστασία Koine-Griechisch ἰδιοσυστασία altgriechisch ἴδιος + συστασία / σύστασις συνίστημι σύν + ἵστημι


ιδιοσυγκρασία

ιδιοσυγκρασία Koine-Griechisch ἰδιοσυγκρασία


ιδιορρυθμία

ιδιορρυθμία Koine-Griechisch ἰδιορρυθμία


ιδιοποιούμαι

ιδιοποιούμαι Koine-Griechisch ἰδιοποιοῦμαι ἴδιος +ποιέομαι, -οῦμαι


ιδικός

ιδικός Koine-Griechisch ἰδικός altgriechisch ἴδιος


ιδανικεύω

ιδανικεύω ιδανικό + -εύω ιδανικός Koine-Griechisch ἰδανικός altgriechisch ἰδέα ἰδεῖν εἶδον εἴδω indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω, γνωρίζω) ((Lehnübersetzung) französisch idéaliser)


ιβίσκος

ιβίσκος Koine-Griechisch ἱβίσκος


ιαματικός

ιαματικός Koine-Griechisch ἰαματικός



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback