καθορίζω Verb  [kathorizo, kathorizw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu καθορίζω

καθορίζω Koine-Griechisch καθορίζω κατά + altgriechisch ὁρίζω ὅρος proto-griechisch wórwos proto-indogermanisch *werw- ((Lehnübersetzung) französisch déterminer)


GriechischDeutsch
Όσο δε μπορώ να εξασκήσω το δικαίωμά μου, να ψηφίζω, δεν ορίζω τη ζωή μου, δεν καθορίζω το μέλλον μου εγώ, αλλά αυτοί που προτιμούν να με βλέπουν να υποφέρω παρά να επιτυγχάνω.Solange ich mein verfassungsmässiges Wahlrecht nicht ausüben kann, kann ich mein Leben nicht selbst lenken, mein Schicksal nicht selbst bestimmen. Es wird für mich bestimmt, von Menschen, die nicht wollen, dass ich etwas erreiche.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu καθορίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθορίζωκαθορίζουμε, καθορίζομεκαθορίζομαικαθοριζόμαστε
καθορίζειςκαθορίζετεκαθορίζεσαικαθορίζεστε, καθοριζόσαστε
καθορίζεικαθορίζουν(ε)καθορίζεταικαθορίζονται
Imper
fekt
καθόριζακαθορίζαμεκαθοριζόμουν(α)καθοριζόμαστε, καθοριζόμασταν
καθόριζεςκαθορίζατεκαθοριζόσουν(α)καθοριζόσαστε, καθοριζόσασταν
καθόριζεκαθόριζαν, καθορίζαν(ε)καθοριζόταν(ε)καθορίζονταν, καθοριζόντανε, καθοριζόντουσαν
Aoristκαθόρισακαθορίσαμεκαθορίστηκακαθοριστήκαμε
καθόρισεςκαθορίσατεκαθορίστηκεςκαθοριστήκατε
καθόρισεκαθόρισαν, καθορίσαν(ε)καθορίστηκεκαθορίστηκαν, καθοριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καθορίσει
έχω καθορισμένο
έχουμε καθορίσει
έχουμε καθορισμένο
έχω καθοριστεί
είμαι καθορισμένος, -η
έχουμε καθοριστεί
είμαστε καθορισμένοι, -ες
έχεις καθορίσει
έχεις καθορισμένο
έχετε καθορίσει
έχετε καθορισμένο
έχεις καθοριστεί
είσαι καθορισμένος, -η
έχετε καθοριστεί
είστε καθορισμένοι, -ες
έχει καθορίσει
έχει καθορισμένο
έχουν καθορίσει
έχουν καθορισμένο
έχει καθοριστεί
είναι καθορισμένος, -η, -ο
έχουν καθοριστεί
είναι καθορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καθορίσει
είχα καθορισμένο
είχαμε καθορίσει
είχαμε καθορισμένο
είχα καθοριστεί
ήμουν καθορισμένος, -η
είχαμε καθοριστεί
ήμαστε καθορισμένοι, -ες
είχες καθορίσει
είχες καθορισμένο
είχατε καθορίσει
είχατε καθορισμένο
είχες καθοριστεί
ήσουν καθορισμένος, -η
είχατε καθοριστεί
ήσαστε καθορισμένοι, -ες
είχε καθορίσει
είχε καθορισμένο
είχαν καθορίσει
είχαν καθορισμένο
είχε καθοριστεί
ήταν καθορισμένος, -η, -ο
είχαν καθοριστεί
ήταν καθορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθορίζωθα καθορίζουμε, θα καθορίζομεθα καθορίζομαιθα καθοριζόμαστε
θα καθορίζειςθα καθορίζετεθα καθορίζεσαιθα καθορίζεστε, θα καθοριζόσαστε
θα καθορίζειθα καθορίζουν(ε)θα καθορίζεταιθα καθορίζονται
Fut
ur
θα καθορίσωθα καθορίσουμε, θα καθορίζομεθα καθοριστώθα καθοριστούμε
θα καθορίσειςθα καθορίσετεθα καθοριστείςθα καθοριστείτε
θα καθορίσειθα καθορίσουν(ε)θα καθοριστείθα καθοριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθορίσει
θα έχω καθορισμένο
θα έχουμε καθορίσει
θα έχουμε καθορισμένο
θα έχω καθοριστεί
θα είμαι καθορισμένος, -η
θα έχουμε καθοριστεί
θα είμαστε καθορισμένοι, -ες
θα έχεις καθορίσει
θα έχεις καθορισμένο
θα έχετε καθορίσει
θα έχετε καθορισμένο
θα έχεις καθοριστεί
θα είσαι καθορισμένος, -η
θα έχετε καθοριστεί
θα είστε καθορισμένοι, -ες
θα έχει καθορίσει
θα έχει καθορισμένο
θα έχουν καθορίσει
θα έχουν καθορισμένο
θα έχει καθοριστεί
θα είναι καθορισμένος, -η, -ο
θα έχουν καθοριστεί
θα είναι καθορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθορίζωνα καθορίζουμε, να καθορίζομενα καθορίζομαινα καθοριζόμαστε
να καθορίζειςνα καθορίζετενα καθορίζεσαινα καθορίζεστε, να καθοριζόσαστε
να καθορίζεινα καθορίζουν(ε)να καθορίζεταινα καθορίζονται
Aoristνα καθορίσωνα καθορίσουμε, να καθορίσομενα καθοριστώνα καθοριστούμε
να καθορίσειςνα καθορίσετενα καθοριστείςνα καθοριστείτε
να καθορίσεινα καθορίσουν(ε)να καθοριστείνα καθοριστούν(ε)
Perfνα έχω καθορίσει
να έχω καθορισμένο
να έχουμε καθορίσει
να έχουμε καθορισμένο
να έχω καθοριστεί
να είμαι καθορισμένος, -η
να έχουμε καθοριστεί
να είμαστε καθορισμένοι, -ες
να έχεις καθορίσει
να έχεις καθορισμένο
να έχετε καθορίσει
να έχετε καθορισμένο
να έχεις καθοριστεί
να είσαι καθορισμένος, -η
να έχετε καθοριστεί
να είστε καθορισμένοι, -ες
να έχει καθορίσει
να έχει καθορισμένο
να έχουν καθορίσει
να έχουν καθορισμένο
να έχει καθοριστεί
να είναι καθορισμένος, -η, -ο
να έχουν καθοριστεί
να είναι καθορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαθόριζεκαθορίζετεκαθορίζεστε
Aoristκαθόρισεκαθορίστεκαθορίσουκαθοριστείτε
Part
izip
Presκαθορίζονταςκαθοριζόμενος
Perfέχοντας καθορίσει, έχοντας καθορισμένοκαθορισμένος, -η, -οκαθορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαθορίσεικαθοριστεί













Griechische Definition zu καθορίζω

καθορίζω [kaθorízo] -ομαι : 1α. ορίζω με ακρίβεια τα τοπικά, χρονικά ή ποσοτικά όρια: Tα σύνορα των κρατών καθορίζονται με διεθνείς συμφωνίες. Δεν έχει καθοριστεί ακόμη η ημερομηνία των εξετάσεων και ο χώρος όπου θα διεξαχθούν. Tο υπουργείο θα καθορίσει το ύψος των ανατιμήσεων. β. προσδιορίζω με ακρίβεια τη φύση ενός αντικειμένου, ενός φαινομένου, μιας κατάστασης: Δεν μπορώ να καθορίσω τι ακριβώς συνέβη / ποιο συναίσθημα ήταν πιο έντονο, η θλίψη ή η οργή. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback