entscheiden
 Verb

αποφασίζω Verb
(54)
καθορίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das Wort "Krise" kommt von dem griechischen Wort Krino, das wörtlich "entscheiden", "auswählen" bedeutet." λέξη "κρίση" προέρχεται από την ελληνική λέξη "κρίνω" που κατά κυριολεξία σημαίνει "αποφασίζω", "επιλέγω".

Übersetzung bestätigt

Aber das ist eine Angelegenheit, über die ich nicht zu entscheiden habe, Herr Pex.Αλλά αυτό δεν είναι ένα σημείο για το οποίο αποφασίζω εγώ, κύριε Pex.

Übersetzung bestätigt

Aber beraten heißt ja nicht unbedingt entscheiden.«Συμβουλεύω» όμως δεν σημαίνει «αποφασίζω».

Übersetzung bestätigt

Also gehe ich entscheiden zu gehen und ich werde verbringen $ 100.000 auf einem Hummer.Οπότε αποφασίζω να πάω και να ξοδέψω $100,000 για να αγοράσω ένα Hummer.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
entscheidend

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποφασίζωαποφασίζουμε, αποφασίζομεαποφασίζομαιαποφασιζόμαστε
αποφασίζειςαποφασίζετεαποφασίζεσαιαποφασίζεστε, αποφασιζόσαστε
αποφασίζειαποφασίζουν(ε)αποφασίζεταιαποφασίζονται
Imper
fekt
αποφάσιζααποφασίζαμεαποφασιζόμουν(α)αποφασιζόμαστε, αποφασιζόμασταν
αποφάσιζεςαποφασίζατεαποφασιζόσουν(α)αποφασιζόσαστε, αποφασιζόσασταν
αποφάσιζεαποφάσιζαν, αποφασίζαν(ε)αποφασιζόταν(ε)αποφασίζονταν, αποφασιζόντανε, αποφασιζόντουσαν
Aoristαποφάσισααποφασίσαμεαποφασίστηκααποφασιστήκαμε
αποφάσισεςαποφασίσατεαποφασίστηκεςαποφασιστήκατε
αποφάσισεαποφάσισαν, αποφασίσαν(ε)αποφασίστηκεαποφασίστηκαν, αποφασιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποφασίσει
έχω αποφασισμένο
έχουμε αποφασίσει
έχουμε αποφασισμένο
έχω αποφασιστεί
είμαι αποφασισμένος, -η
έχουμε αποφασιστεί
είμαστε αποφασισμένοι, -ες
έχεις αποφασίσει
έχεις αποφασισμένο
έχετε αποφασίσει
έχετε αποφασισμένο
έχεις αποφασιστεί
είσαι αποφασισμένος, -η
έχετε αποφασιστεί
είστε αποφασισμένοι, -ες
έχει αποφασίσει
έχει αποφασισμένο
έχουν αποφασίσει
έχουν αποφασισμένο
έχει αποφασιστεί
είναι αποφασισμένος, -η, -ο
έχουν αποφασιστεί
είναι αποφασισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αποφασίσει
είχα αποφασισμένο
είχαμε αποφασίσει
είχαμε αποφασισμένο
είχα αποφασιστεί
ήμουν αποφασισμένος, -η
είχαμε αποφασιστεί
ήμαστε αποφασισμένοι, -ες
είχες αποφασίσει
είχες αποφασισμένο
είχατε αποφασίσει
είχατε αποφασισμένο
είχες αποφασιστεί
ήσουν αποφασισμένος, -η
είχατε αποφασιστεί
ήσαστε αποφασισμένοι, -ες
είχε αποφασίσει
είχε αποφασισμένο
είχαν αποφασίσει
είχαν αποφασισμένο
είχε αποφασιστεί
ήταν αποφασισμένος, -η, -ο
είχαν αποφασιστεί
ήταν αποφασισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποφασίζωθα αποφασίζουμε, θα αποφασίζομεθα αποφασίζομαιθα αποφασιζόμαστε
θα αποφασίζειςθα αποφασίζετεθα αποφασίζεσαιθα αποφασίζεστε, θα αποφασιζόσαστε
θα αποφασίζειθα αποφασίζουν(ε)θα αποφασίζεταιθα αποφασίζονται
Fut
ur
θα αποφασίσωθα αποφασίσουμε, θα αποφασίζομεθα αποφασιστώθα αποφασιστούμε
θα αποφασίσειςθα αποφασίσετεθα αποφασιστείςθα αποφασιστείτε
θα αποφασίσειθα αποφασίσουν(ε)θα αποφασιστείθα αποφασιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποφασίσει
θα έχω αποφασισμένο
θα έχουμε αποφασίσει
θα έχουμε αποφασισμένο
θα έχω αποφασιστεί
θα είμαι αποφασισμένος, -η
θα έχουμε αποφασιστεί
θα είμαστε αποφασισμένοι, -ες
θα έχεις αποφασίσει
θα έχεις αποφασισμένο
θα έχετε αποφασίσει
θα έχετε αποφασισμένο
θα έχεις αποφασιστεί
θα είσαι αποφασισμένος, -η
θα έχετε αποφασιστεί
θα είστε αποφασισμένοι, -ες
θα έχει αποφασίσει
θα έχει αποφασισμένο
θα έχουν αποφασίσει
θα έχουν αποφασισμένο
θα έχει αποφασιστεί
θα είναι αποφασισμένος, -η, -ο
θα έχουν αποφασιστεί
θα είναι αποφασισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποφασίζωνα αποφασίζουμε, να αποφασίζομενα αποφασίζομαινα αποφασιζόμαστε
να αποφασίζειςνα αποφασίζετενα αποφασίζεσαινα αποφασίζεστε, να αποφασιζόσαστε
να αποφασίζεινα αποφασίζουν(ε)να αποφασίζεταινα αποφασίζονται
Aoristνα αποφασίσωνα αποφασίσουμε, να αποφασίσομενα αποφασιστώνα αποφασιστούμε
να αποφασίσειςνα αποφασίσετενα αποφασιστείςνα αποφασιστείτε
να αποφασίσεινα αποφασίσουν(ε)να αποφασιστείνα αποφασιστούν(ε)
Perfνα έχω αποφασίσει
να έχω αποφασισμένο
να έχουμε αποφασίσει
να έχουμε αποφασισμένο
να έχω αποφασιστεί
να είμαι αποφασισμένος, -η
να έχουμε αποφασιστεί
να είμαστε αποφασισμένοι, -ες
να έχεις αποφασίσει
να έχεις αποφασισμένο
να έχετε αποφασίσει
να έχετε αποφασισμένο
να έχεις αποφασιστεί
να είσαι αποφασισμένος, -η
να έχετε αποφασιστεί
να είστε αποφασισμένοι, -ες
να έχει αποφασίσει
να έχει αποφασισμένο
να έχουν αποφασίσει
να έχουν αποφασισμένο
να έχει αποφασιστεί
να είναι αποφασισμένος, -η, -ο
να έχουν αποφασιστεί
να είναι αποφασισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαποφάσιζεαποφασίζετεαποφασίζεστε
Aoristαποφάσισεαποφασίστεαποφασίσουαποφασιστείτε
Part
izip
Presαποφασίζονταςαποφασιζόμενος
Perfέχοντας αποφασίσει, έχοντας αποφασισμένοαποφασισμένος, -η, -οαποφασισμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποφασίσειαποφασιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθορίζωκαθορίζουμε, καθορίζομεκαθορίζομαικαθοριζόμαστε
καθορίζειςκαθορίζετεκαθορίζεσαικαθορίζεστε, καθοριζόσαστε
καθορίζεικαθορίζουν(ε)καθορίζεταικαθορίζονται
Imper
fekt
καθόριζακαθορίζαμεκαθοριζόμουν(α)καθοριζόμαστε, καθοριζόμασταν
καθόριζεςκαθορίζατεκαθοριζόσουν(α)καθοριζόσαστε, καθοριζόσασταν
καθόριζεκαθόριζαν, καθορίζαν(ε)καθοριζόταν(ε)καθορίζονταν, καθοριζόντανε, καθοριζόντουσαν
Aoristκαθόρισακαθορίσαμεκαθορίστηκακαθοριστήκαμε
καθόρισεςκαθορίσατεκαθορίστηκεςκαθοριστήκατε
καθόρισεκαθόρισαν, καθορίσαν(ε)καθορίστηκεκαθορίστηκαν, καθοριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καθορίσει
έχω καθορισμένο
έχουμε καθορίσει
έχουμε καθορισμένο
έχω καθοριστεί
είμαι καθορισμένος, -η
έχουμε καθοριστεί
είμαστε καθορισμένοι, -ες
έχεις καθορίσει
έχεις καθορισμένο
έχετε καθορίσει
έχετε καθορισμένο
έχεις καθοριστεί
είσαι καθορισμένος, -η
έχετε καθοριστεί
είστε καθορισμένοι, -ες
έχει καθορίσει
έχει καθορισμένο
έχουν καθορίσει
έχουν καθορισμένο
έχει καθοριστεί
είναι καθορισμένος, -η, -ο
έχουν καθοριστεί
είναι καθορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καθορίσει
είχα καθορισμένο
είχαμε καθορίσει
είχαμε καθορισμένο
είχα καθοριστεί
ήμουν καθορισμένος, -η
είχαμε καθοριστεί
ήμαστε καθορισμένοι, -ες
είχες καθορίσει
είχες καθορισμένο
είχατε καθορίσει
είχατε καθορισμένο
είχες καθοριστεί
ήσουν καθορισμένος, -η
είχατε καθοριστεί
ήσαστε καθορισμένοι, -ες
είχε καθορίσει
είχε καθορισμένο
είχαν καθορίσει
είχαν καθορισμένο
είχε καθοριστεί
ήταν καθορισμένος, -η, -ο
είχαν καθοριστεί
ήταν καθορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθορίζωθα καθορίζουμε, θα καθορίζομεθα καθορίζομαιθα καθοριζόμαστε
θα καθορίζειςθα καθορίζετεθα καθορίζεσαιθα καθορίζεστε, θα καθοριζόσαστε
θα καθορίζειθα καθορίζουν(ε)θα καθορίζεταιθα καθορίζονται
Fut
ur
θα καθορίσωθα καθορίσουμε, θα καθορίζομεθα καθοριστώθα καθοριστούμε
θα καθορίσειςθα καθορίσετεθα καθοριστείςθα καθοριστείτε
θα καθορίσειθα καθορίσουν(ε)θα καθοριστείθα καθοριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθορίσει
θα έχω καθορισμένο
θα έχουμε καθορίσει
θα έχουμε καθορισμένο
θα έχω καθοριστεί
θα είμαι καθορισμένος, -η
θα έχουμε καθοριστεί
θα είμαστε καθορισμένοι, -ες
θα έχεις καθορίσει
θα έχεις καθορισμένο
θα έχετε καθορίσει
θα έχετε καθορισμένο
θα έχεις καθοριστεί
θα είσαι καθορισμένος, -η
θα έχετε καθοριστεί
θα είστε καθορισμένοι, -ες
θα έχει καθορίσει
θα έχει καθορισμένο
θα έχουν καθορίσει
θα έχουν καθορισμένο
θα έχει καθοριστεί
θα είναι καθορισμένος, -η, -ο
θα έχουν καθοριστεί
θα είναι καθορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθορίζωνα καθορίζουμε, να καθορίζομενα καθορίζομαινα καθοριζόμαστε
να καθορίζειςνα καθορίζετενα καθορίζεσαινα καθορίζεστε, να καθοριζόσαστε
να καθορίζεινα καθορίζουν(ε)να καθορίζεταινα καθορίζονται
Aoristνα καθορίσωνα καθορίσουμε, να καθορίσομενα καθοριστώνα καθοριστούμε
να καθορίσειςνα καθορίσετενα καθοριστείςνα καθοριστείτε
να καθορίσεινα καθορίσουν(ε)να καθοριστείνα καθοριστούν(ε)
Perfνα έχω καθορίσει
να έχω καθορισμένο
να έχουμε καθορίσει
να έχουμε καθορισμένο
να έχω καθοριστεί
να είμαι καθορισμένος, -η
να έχουμε καθοριστεί
να είμαστε καθορισμένοι, -ες
να έχεις καθορίσει
να έχεις καθορισμένο
να έχετε καθορίσει
να έχετε καθορισμένο
να έχεις καθοριστεί
να είσαι καθορισμένος, -η
να έχετε καθοριστεί
να είστε καθορισμένοι, -ες
να έχει καθορίσει
να έχει καθορισμένο
να έχουν καθορίσει
να έχουν καθορισμένο
να έχει καθοριστεί
να είναι καθορισμένος, -η, -ο
να έχουν καθοριστεί
να είναι καθορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαθόριζεκαθορίζετεκαθορίζεστε
Aoristκαθόρισεκαθορίστεκαθορίσουκαθοριστείτε
Part
izip
Presκαθορίζονταςκαθοριζόμενος
Perfέχοντας καθορίσει, έχοντας καθορισμένοκαθορισμένος, -η, -οκαθορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαθορίσεικαθοριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback