Deutsch | Griechisch |
---|---|
Das Wort "Krise" kommt von dem griechischen Wort Krino, das wörtlich "entscheiden", "auswählen" bedeutet. | " λέξη "κρίση" προέρχεται από την ελληνική λέξη "κρίνω" που κατά κυριολεξία σημαίνει "αποφασίζω", "επιλέγω". Übersetzung bestätigt |
Aber das ist eine Angelegenheit, über die ich nicht zu entscheiden habe, Herr Pex. | Αλλά αυτό δεν είναι ένα σημείο για το οποίο αποφασίζω εγώ, κύριε Pex. Übersetzung bestätigt |
Aber beraten heißt ja nicht unbedingt entscheiden. | «Συμβουλεύω» όμως δεν σημαίνει «αποφασίζω». Übersetzung bestätigt |
Also gehe ich entscheiden zu gehen und ich werde verbringen $ 100.000 auf einem Hummer. | Οπότε αποφασίζω να πάω και να ξοδέψω $100,000 για να αγοράσω ένα Hummer. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
entscheidend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | entscheide | ||
du | entscheidest | |||
er, sie, es | entscheidet | |||
Präteritum | ich | entschied | ||
Konjunktiv II | ich | entschiede | ||
Imperativ | Singular | entscheide! | ||
Plural | entscheidet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
entschieden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:entscheiden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αποφασίζω | αποφασίζουμε, αποφασίζομε | αποφασίζομαι | αποφασιζόμαστε |
αποφασίζεις | αποφασίζετε | αποφασίζεσαι | αποφασίζεστε, αποφασιζόσαστε | ||
αποφασίζει | αποφασίζουν(ε) | αποφασίζεται | αποφασίζονται | ||
Imper fekt | αποφάσιζα | αποφασίζαμε | αποφασιζόμουν(α) | αποφασιζόμαστε, αποφασιζόμασταν | |
αποφάσιζες | αποφασίζατε | αποφασιζόσουν(α) | αποφασιζόσαστε, αποφασιζόσασταν | ||
αποφάσιζε | αποφάσιζαν, αποφασίζαν(ε) | αποφασιζόταν(ε) | αποφασίζονταν, αποφασιζόντανε, αποφασιζόντουσαν | ||
Aorist | αποφάσισα | αποφασίσαμε | αποφασίστηκα | αποφασιστήκαμε | |
αποφάσισες | αποφασίσατε | αποφασίστηκες | αποφασιστήκατε | ||
αποφάσισε | αποφάσισαν, αποφασίσαν(ε) | αποφασίστηκε | αποφασίστηκαν, αποφασιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αποφασίσει έχω αποφασισμένο | έχουμε αποφασίσει έχουμε αποφασισμένο | έχω αποφασιστεί είμαι αποφασισμένος, -η | έχουμε αποφασιστεί είμαστε αποφασισμένοι, -ες | |
έχεις αποφασίσει έχεις αποφασισμένο | έχετε αποφασίσει έχετε αποφασισμένο | έχεις αποφασιστεί είσαι αποφασισμένος, -η | έχετε αποφασιστεί είστε αποφασισμένοι, -ες | ||
έχει αποφασίσει έχει αποφασισμένο | έχουν αποφασίσει έχουν αποφασισμένο | έχει αποφασιστεί είναι αποφασισμένος, -η, -ο | έχουν αποφασιστεί είναι αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αποφασίσει είχα αποφασισμένο | είχαμε αποφασίσει είχαμε αποφασισμένο | είχα αποφασιστεί ήμουν αποφασισμένος, -η | είχαμε αποφασιστεί ήμαστε αποφασισμένοι, -ες | |
είχες αποφασίσει είχες αποφασισμένο | είχατε αποφασίσει είχατε αποφασισμένο | είχες αποφασιστεί ήσουν αποφασισμένος, -η | είχατε αποφασιστεί ήσαστε αποφασισμένοι, -ες | ||
είχε αποφασίσει είχε αποφασισμένο | είχαν αποφασίσει είχαν αποφασισμένο | είχε αποφασιστεί ήταν αποφασισμένος, -η, -ο | είχαν αποφασιστεί ήταν αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αποφασίζω | θα αποφασίζουμε, | θα αποφασίζομαι | θα αποφασιζόμαστε | |
θα αποφασίζεις | θα αποφασίζετε | θα αποφασίζεσαι | θα αποφασίζεστε, | ||
θα αποφασίζει | θα αποφασίζουν(ε) | θα αποφασίζεται | θα αποφασίζονται | ||
Fut ur | θα αποφασίσω | θα αποφασίσουμε, | θα αποφασιστώ | θα αποφασιστούμε | |
θα αποφασίσεις | θα αποφασίσετε | θα αποφασιστείς | θα αποφασιστείτε | ||
θα αποφασίσει | θα αποφασίσουν(ε) | θα αποφασιστεί | θα αποφασιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αποφασίζω | να αποφασίζουμε, | να αποφασίζομαι | να αποφασιζόμαστε |
να αποφασίζεις | να αποφασίζετε | να αποφασίζεσαι | να αποφασίζεστε, | ||
να αποφασίζει | να αποφασίζουν(ε) | να αποφασίζεται | να αποφασίζονται | ||
Aorist | να αποφασίσω | να αποφασίσουμε, | να αποφασιστώ | να αποφασιστούμε | |
να αποφασίσεις | να αποφασίσετε | να αποφασιστείς | να αποφασιστείτε | ||
να αποφασίσει | να αποφασίσουν(ε) | να αποφασιστεί | να αποφασιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αποφασίσει | να έχουμε αποφασίσει | να έχω αποφασιστεί | να έχουμε αποφασιστεί | |
να έχεις αποφασίσει | να έχετε αποφασίσει | να έχεις αποφασιστεί | να έχετε αποφασιστεί | ||
να έχει αποφασίσει | να έχουν αποφασίσει | να έχει αποφασιστεί | να έχουν αποφασιστεί | ||
Imper ativ | Pres | αποφάσιζε | αποφασίζετε | αποφασίζεστε | |
Aorist | αποφάσισε | αποφασίστε | αποφασίσου | αποφασιστείτε | |
Part izip | Pres | αποφασίζοντας | αποφασιζόμενος | ||
Perf | έχοντας αποφασίσει, έχοντας αποφασισμένο | αποφασισμένος, -η, -ο | αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αποφασίσει | αποφασιστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | καθορίζω | καθορίζουμε, καθορίζομε | καθορίζομαι | καθοριζόμαστε |
καθορίζεις | καθορίζετε | καθορίζεσαι | καθορίζεστε, καθοριζόσαστε | ||
καθορίζει | καθορίζουν(ε) | καθορίζεται | καθορίζονται | ||
Imper fekt | καθόριζα | καθορίζαμε | καθοριζόμουν(α) | καθοριζόμαστε, καθοριζόμασταν | |
καθόριζες | καθορίζατε | καθοριζόσουν(α) | καθοριζόσαστε, καθοριζόσασταν | ||
καθόριζε | καθόριζαν, καθορίζαν(ε) | καθοριζόταν(ε) | καθορίζονταν, καθοριζόντανε, καθοριζόντουσαν | ||
Aorist | καθόρισα | καθορίσαμε | καθορίστηκα | καθοριστήκαμε | |
καθόρισες | καθορίσατε | καθορίστηκες | καθοριστήκατε | ||
καθόρισε | καθόρισαν, καθορίσαν(ε) | καθορίστηκε | καθορίστηκαν, καθοριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω καθορίσει έχω καθορισμένο | έχουμε καθορίσει έχουμε καθορισμένο | έχω καθοριστεί είμαι καθορισμένος, -η | έχουμε καθοριστεί είμαστε καθορισμένοι, -ες | |
έχεις καθορίσει έχεις καθορισμένο | έχετε καθορίσει έχετε καθορισμένο | έχεις καθοριστεί είσαι καθορισμένος, -η | έχετε καθοριστεί είστε καθορισμένοι, -ες | ||
έχει καθορίσει έχει καθορισμένο | έχουν καθορίσει έχουν καθορισμένο | έχει καθοριστεί είναι καθορισμένος, -η, -ο | έχουν καθοριστεί είναι καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα καθορίσει είχα καθορισμένο | είχαμε καθορίσει είχαμε καθορισμένο | είχα καθοριστεί ήμουν καθορισμένος, -η | είχαμε καθοριστεί ήμαστε καθορισμένοι, -ες | |
είχες καθορίσει είχες καθορισμένο | είχατε καθορίσει είχατε καθορισμένο | είχες καθοριστεί ήσουν καθορισμένος, -η | είχατε καθοριστεί ήσαστε καθορισμένοι, -ες | ||
είχε καθορίσει είχε καθορισμένο | είχαν καθορίσει είχαν καθορισμένο | είχε καθοριστεί ήταν καθορισμένος, -η, -ο | είχαν καθοριστεί ήταν καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα καθορίζω | θα καθορίζουμε, | θα καθορίζομαι | θα καθοριζόμαστε | |
θα καθορίζεις | θα καθορίζετε | θα καθορίζεσαι | θα καθορίζεστε, | ||
θα καθορίζει | θα καθορίζουν(ε) | θα καθορίζεται | θα καθορίζονται | ||
Fut ur | θα καθορίσω | θα καθορίσουμε, | θα καθοριστώ | θα καθοριστούμε | |
θα καθορίσεις | θα καθορίσετε | θα καθοριστείς | θα καθοριστείτε | ||
θα καθορίσει | θα καθορίσουν(ε) | θα καθοριστεί | θα καθοριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να καθορίζω | να καθορίζουμε, | να καθορίζομαι | να καθοριζόμαστε |
να καθορίζεις | να καθορίζετε | να καθορίζεσαι | να καθορίζεστε, | ||
να καθορίζει | να καθορίζουν(ε) | να καθορίζεται | να καθορίζονται | ||
Aorist | να καθορίσω | να καθορίσουμε, | να καθοριστώ | να καθοριστούμε | |
να καθορίσεις | να καθορίσετε | να καθοριστείς | να καθοριστείτε | ||
να καθορίσει | να καθορίσουν(ε) | να καθοριστεί | να καθοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω καθορίσει | να έχουμε καθορίσει | να έχω καθοριστεί | να έχουμε καθοριστεί | |
να έχεις καθορίσει | να έχετε καθορίσει | να έχεις καθοριστεί | να έχετε καθοριστεί | ||
να έχει καθορίσει | να έχουν καθορίσει | να έχει καθοριστεί | να έχουν καθοριστεί | ||
Imper ativ | Pres | καθόριζε | καθορίζετε | καθορίζεστε | |
Aorist | καθόρισε | καθορίστε | καθορίσου | καθοριστείτε | |
Part izip | Pres | καθορίζοντας | καθοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας καθορίσει, έχοντας καθορισμένο | καθορισμένος, -η, -ο | καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | καθορίσει | καθοριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.