αποφασίζω Verb  [apofasizo, apofasizw]

  Verb
(54)
  Verb
(2)
  Verb
(1)
(0)
(0)

Etymologie zu αποφασίζω

αποφασίζω mittelgriechisch αποφασίζω Koine-Griechisch ἀπόφασις altgriechisch ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω


GriechischDeutsch
" λέξη "κρίση" προέρχεται από την ελληνική λέξη "κρίνω" που κατά κυριολεξία σημαίνει "αποφασίζω", "επιλέγω".Das Wort "Krise" kommt von dem griechischen Wort Krino, das wörtlich "entscheiden", "auswählen" bedeutet.

Übersetzung bestätigt

Αλλά αυτό δεν είναι ένα σημείο για το οποίο αποφασίζω εγώ, κύριε Pex.Aber das ist eine Angelegenheit, über die ich nicht zu entscheiden habe, Herr Pex.

Übersetzung bestätigt

«Συμβουλεύω» όμως δεν σημαίνει «αποφασίζω».Aber beraten heißt ja nicht unbedingt entscheiden.

Übersetzung bestätigt

Οπότε αποφασίζω να πάω και να ξοδέψω $100,000 για να αγοράσω ένα Hummer.Also gehe ich entscheiden zu gehen und ich werde verbringen $ 100.000 auf einem Hummer.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Grammatik zu αποφασίζω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποφασίζωαποφασίζουμε, αποφασίζομεαποφασίζομαιαποφασιζόμαστε
αποφασίζειςαποφασίζετεαποφασίζεσαιαποφασίζεστε, αποφασιζόσαστε
αποφασίζειαποφασίζουν(ε)αποφασίζεταιαποφασίζονται
Imper
fekt
αποφάσιζααποφασίζαμεαποφασιζόμουν(α)αποφασιζόμαστε, αποφασιζόμασταν
αποφάσιζεςαποφασίζατεαποφασιζόσουν(α)αποφασιζόσαστε, αποφασιζόσασταν
αποφάσιζεαποφάσιζαν, αποφασίζαν(ε)αποφασιζόταν(ε)αποφασίζονταν, αποφασιζόντανε, αποφασιζόντουσαν
Aoristαποφάσισααποφασίσαμεαποφασίστηκααποφασιστήκαμε
αποφάσισεςαποφασίσατεαποφασίστηκεςαποφασιστήκατε
αποφάσισεαποφάσισαν, αποφασίσαν(ε)αποφασίστηκεαποφασίστηκαν, αποφασιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποφασίσει
έχω αποφασισμένο
έχουμε αποφασίσει
έχουμε αποφασισμένο
έχω αποφασιστεί
είμαι αποφασισμένος, -η
έχουμε αποφασιστεί
είμαστε αποφασισμένοι, -ες
έχεις αποφασίσει
έχεις αποφασισμένο
έχετε αποφασίσει
έχετε αποφασισμένο
έχεις αποφασιστεί
είσαι αποφασισμένος, -η
έχετε αποφασιστεί
είστε αποφασισμένοι, -ες
έχει αποφασίσει
έχει αποφασισμένο
έχουν αποφασίσει
έχουν αποφασισμένο
έχει αποφασιστεί
είναι αποφασισμένος, -η, -ο
έχουν αποφασιστεί
είναι αποφασισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αποφασίσει
είχα αποφασισμένο
είχαμε αποφασίσει
είχαμε αποφασισμένο
είχα αποφασιστεί
ήμουν αποφασισμένος, -η
είχαμε αποφασιστεί
ήμαστε αποφασισμένοι, -ες
είχες αποφασίσει
είχες αποφασισμένο
είχατε αποφασίσει
είχατε αποφασισμένο
είχες αποφασιστεί
ήσουν αποφασισμένος, -η
είχατε αποφασιστεί
ήσαστε αποφασισμένοι, -ες
είχε αποφασίσει
είχε αποφασισμένο
είχαν αποφασίσει
είχαν αποφασισμένο
είχε αποφασιστεί
ήταν αποφασισμένος, -η, -ο
είχαν αποφασιστεί
ήταν αποφασισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποφασίζωθα αποφασίζουμε, θα αποφασίζομεθα αποφασίζομαιθα αποφασιζόμαστε
θα αποφασίζειςθα αποφασίζετεθα αποφασίζεσαιθα αποφασίζεστε, θα αποφασιζόσαστε
θα αποφασίζειθα αποφασίζουν(ε)θα αποφασίζεταιθα αποφασίζονται
Fut
ur
θα αποφασίσωθα αποφασίσουμε, θα αποφασίζομεθα αποφασιστώθα αποφασιστούμε
θα αποφασίσειςθα αποφασίσετεθα αποφασιστείςθα αποφασιστείτε
θα αποφασίσειθα αποφασίσουν(ε)θα αποφασιστείθα αποφασιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποφασίσει
θα έχω αποφασισμένο
θα έχουμε αποφασίσει
θα έχουμε αποφασισμένο
θα έχω αποφασιστεί
θα είμαι αποφασισμένος, -η
θα έχουμε αποφασιστεί
θα είμαστε αποφασισμένοι, -ες
θα έχεις αποφασίσει
θα έχεις αποφασισμένο
θα έχετε αποφασίσει
θα έχετε αποφασισμένο
θα έχεις αποφασιστεί
θα είσαι αποφασισμένος, -η
θα έχετε αποφασιστεί
θα είστε αποφασισμένοι, -ες
θα έχει αποφασίσει
θα έχει αποφασισμένο
θα έχουν αποφασίσει
θα έχουν αποφασισμένο
θα έχει αποφασιστεί
θα είναι αποφασισμένος, -η, -ο
θα έχουν αποφασιστεί
θα είναι αποφασισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποφασίζωνα αποφασίζουμε, να αποφασίζομενα αποφασίζομαινα αποφασιζόμαστε
να αποφασίζειςνα αποφασίζετενα αποφασίζεσαινα αποφασίζεστε, να αποφασιζόσαστε
να αποφασίζεινα αποφασίζουν(ε)να αποφασίζεταινα αποφασίζονται
Aoristνα αποφασίσωνα αποφασίσουμε, να αποφασίσομενα αποφασιστώνα αποφασιστούμε
να αποφασίσειςνα αποφασίσετενα αποφασιστείςνα αποφασιστείτε
να αποφασίσεινα αποφασίσουν(ε)να αποφασιστείνα αποφασιστούν(ε)
Perfνα έχω αποφασίσει
να έχω αποφασισμένο
να έχουμε αποφασίσει
να έχουμε αποφασισμένο
να έχω αποφασιστεί
να είμαι αποφασισμένος, -η
να έχουμε αποφασιστεί
να είμαστε αποφασισμένοι, -ες
να έχεις αποφασίσει
να έχεις αποφασισμένο
να έχετε αποφασίσει
να έχετε αποφασισμένο
να έχεις αποφασιστεί
να είσαι αποφασισμένος, -η
να έχετε αποφασιστεί
να είστε αποφασισμένοι, -ες
να έχει αποφασίσει
να έχει αποφασισμένο
να έχουν αποφασίσει
να έχουν αποφασισμένο
να έχει αποφασιστεί
να είναι αποφασισμένος, -η, -ο
να έχουν αποφασιστεί
να είναι αποφασισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαποφάσιζεαποφασίζετεαποφασίζεστε
Aoristαποφάσισεαποφασίστεαποφασίσουαποφασιστείτε
Part
izip
Presαποφασίζονταςαποφασιζόμενος
Perfέχοντας αποφασίσει, έχοντας αποφασισμένοαποφασισμένος, -η, -οαποφασισμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποφασίσειαποφασιστεί









Griechische Definition zu αποφασίζω

αποφασίζω [apofasízo] -ομαι : α.κάνω την τελική επιλογή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες δυνατότητες που μου προσφέρονται, ύστερα από σκέψη ή συζήτηση: Δεν αποφάσισε ακόμη ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσει. Aποφάσισε να παντρευτεί. Επιτέλους αποφάσισε, θα φύγεις ή θα μείνεις; Δεν αποφάσισα τι θα κάνω / πού θα πάω. Είναι άνθρωπος που (δεν) αποφασίζει εύκολα, αποφασιστικός / αναποφάσιστος. Aποφασίστηκε η κήρυξη πολέμου / η αναβολή των εκλογών. Tο ταξίδι είναι αποφασισμένο. Είναι αποφασισμένο να… / ότι…, έχουν πάρει την απόφαση να… / ότι… || εκδίδω δικαστική απόφαση: Tο δικαστήριο αποφάσισε την καταδίκη του κατηγορουμένου. (έκφρ.) ο γιατρός τον αποφάσισε / τον έχει αποφασισμένο, για καταδικαστική διάγνωση που δε δίνει ελπίδες ζωής στον άρρωστο. β. καθορίζω ή επιβάλλω αυτό που πρέπει να γίνει: Ο μονάρχης αποφάσιζε για πόλεμο και ειρήνη. Ο αξιωματικός αποφασίζει και ο στρατιώτης εκτελεί. Aυτή αποφασίζει για όλα μέσα στο σπίτι. (έκφρ.) αποφασίζομεν και διατάσσομεν*. γ. (μππ., για πρόσ.) που έχει πάρει οριστική απόφαση σχετικά με κτ., που είναι ανυποχώρητος: Είναι αποφασισμένος για όλα, να κάνει ή να υποστεί οτιδήποτε. Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.

[μσν. αποφασίζω (αρχική σημ.: `εκδίδω απόφαση΄) < απόφασ(ις) -ίζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback