αποφασίζω mittelgriechisch αποφασίζω Koine-Griechisch ἀπόφασις altgriechisch ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
" λέξη "κρίση" προέρχεται από την ελληνική λέξη "κρίνω" που κατά κυριολεξία σημαίνει "αποφασίζω", "επιλέγω". | Das Wort "Krise" kommt von dem griechischen Wort Krino, das wörtlich "entscheiden", "auswählen" bedeutet. Übersetzung bestätigt |
Αλλά αυτό δεν είναι ένα σημείο για το οποίο αποφασίζω εγώ, κύριε Pex. | Aber das ist eine Angelegenheit, über die ich nicht zu entscheiden habe, Herr Pex. Übersetzung bestätigt |
«Συμβουλεύω» όμως δεν σημαίνει «αποφασίζω». | Aber beraten heißt ja nicht unbedingt entscheiden. Übersetzung bestätigt |
Οπότε αποφασίζω να πάω και να ξοδέψω $100,000 για να αγοράσω ένα Hummer. | Also gehe ich entscheiden zu gehen und ich werde verbringen $ 100.000 auf einem Hummer. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
αποφασίζω από κοινού |
Deutsche Synonyme |
---|
determinieren |
festschreiben |
beschließen |
stipulieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αποφασίζω | αποφασίζουμε, αποφασίζομε | αποφασίζομαι | αποφασιζόμαστε |
αποφασίζεις | αποφασίζετε | αποφασίζεσαι | αποφασίζεστε, αποφασιζόσαστε | ||
αποφασίζει | αποφασίζουν(ε) | αποφασίζεται | αποφασίζονται | ||
Imper fekt | αποφάσιζα | αποφασίζαμε | αποφασιζόμουν(α) | αποφασιζόμαστε, αποφασιζόμασταν | |
αποφάσιζες | αποφασίζατε | αποφασιζόσουν(α) | αποφασιζόσαστε, αποφασιζόσασταν | ||
αποφάσιζε | αποφάσιζαν, αποφασίζαν(ε) | αποφασιζόταν(ε) | αποφασίζονταν, αποφασιζόντανε, αποφασιζόντουσαν | ||
Aorist | αποφάσισα | αποφασίσαμε | αποφασίστηκα | αποφασιστήκαμε | |
αποφάσισες | αποφασίσατε | αποφασίστηκες | αποφασιστήκατε | ||
αποφάσισε | αποφάσισαν, αποφασίσαν(ε) | αποφασίστηκε | αποφασίστηκαν, αποφασιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αποφασίσει έχω αποφασισμένο | έχουμε αποφασίσει έχουμε αποφασισμένο | έχω αποφασιστεί είμαι αποφασισμένος, -η | έχουμε αποφασιστεί είμαστε αποφασισμένοι, -ες | |
έχεις αποφασίσει έχεις αποφασισμένο | έχετε αποφασίσει έχετε αποφασισμένο | έχεις αποφασιστεί είσαι αποφασισμένος, -η | έχετε αποφασιστεί είστε αποφασισμένοι, -ες | ||
έχει αποφασίσει έχει αποφασισμένο | έχουν αποφασίσει έχουν αποφασισμένο | έχει αποφασιστεί είναι αποφασισμένος, -η, -ο | έχουν αποφασιστεί είναι αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αποφασίσει είχα αποφασισμένο | είχαμε αποφασίσει είχαμε αποφασισμένο | είχα αποφασιστεί ήμουν αποφασισμένος, -η | είχαμε αποφασιστεί ήμαστε αποφασισμένοι, -ες | |
είχες αποφασίσει είχες αποφασισμένο | είχατε αποφασίσει είχατε αποφασισμένο | είχες αποφασιστεί ήσουν αποφασισμένος, -η | είχατε αποφασιστεί ήσαστε αποφασισμένοι, -ες | ||
είχε αποφασίσει είχε αποφασισμένο | είχαν αποφασίσει είχαν αποφασισμένο | είχε αποφασιστεί ήταν αποφασισμένος, -η, -ο | είχαν αποφασιστεί ήταν αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αποφασίζω | θα αποφασίζουμε, | θα αποφασίζομαι | θα αποφασιζόμαστε | |
θα αποφασίζεις | θα αποφασίζετε | θα αποφασίζεσαι | θα αποφασίζεστε, | ||
θα αποφασίζει | θα αποφασίζουν(ε) | θα αποφασίζεται | θα αποφασίζονται | ||
Fut ur | θα αποφασίσω | θα αποφασίσουμε, | θα αποφασιστώ | θα αποφασιστούμε | |
θα αποφασίσεις | θα αποφασίσετε | θα αποφασιστείς | θα αποφασιστείτε | ||
θα αποφασίσει | θα αποφασίσουν(ε) | θα αποφασιστεί | θα αποφασιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αποφασίζω | να αποφασίζουμε, | να αποφασίζομαι | να αποφασιζόμαστε |
να αποφασίζεις | να αποφασίζετε | να αποφασίζεσαι | να αποφασίζεστε, | ||
να αποφασίζει | να αποφασίζουν(ε) | να αποφασίζεται | να αποφασίζονται | ||
Aorist | να αποφασίσω | να αποφασίσουμε, | να αποφασιστώ | να αποφασιστούμε | |
να αποφασίσεις | να αποφασίσετε | να αποφασιστείς | να αποφασιστείτε | ||
να αποφασίσει | να αποφασίσουν(ε) | να αποφασιστεί | να αποφασιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αποφασίσει | να έχουμε αποφασίσει | να έχω αποφασιστεί | να έχουμε αποφασιστεί | |
να έχεις αποφασίσει | να έχετε αποφασίσει | να έχεις αποφασιστεί | να έχετε αποφασιστεί | ||
να έχει αποφασίσει | να έχουν αποφασίσει | να έχει αποφασιστεί | να έχουν αποφασιστεί | ||
Imper ativ | Pres | αποφάσιζε | αποφασίζετε | αποφασίζεστε | |
Aorist | αποφάσισε | αποφασίστε | αποφασίσου | αποφασιστείτε | |
Part izip | Pres | αποφασίζοντας | αποφασιζόμενος | ||
Perf | έχοντας αποφασίσει, έχοντας αποφασισμένο | αποφασισμένος, -η, -ο | αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αποφασίσει | αποφασιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | entscheide | ||
du | entscheidest | |||
er, sie, es | entscheidet | |||
Präteritum | ich | entschied | ||
Konjunktiv II | ich | entschiede | ||
Imperativ | Singular | entscheide! | ||
Plural | entscheidet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
entschieden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:entscheiden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | urteile | ||
du | urteilst | |||
er, sie, es | urteilt | |||
Präteritum | ich | urteilte | ||
Konjunktiv II | ich | urteilte | ||
Imperativ | Singular | urteil! urteile! | ||
Plural | urteilt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geurteilt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:urteilen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beschließe | ||
du | beschließt | |||
er, sie, es | beschließt | |||
Präteritum | ich | beschloss | ||
Konjunktiv II | ich | beschlösse | ||
Imperativ | Singular | beschließe! | ||
Plural | beschließt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beschlossen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beschließen |
αποφασίζω [apofasízo] -ομαι : α.κάνω την τελική επιλογή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες δυνατότητες που μου προσφέρονται, ύστερα από σκέψη ή συζήτηση: Δεν αποφάσισε ακόμη ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσει. Aποφάσισε να παντρευτεί. Επιτέλους αποφάσισε, θα φύγεις ή θα μείνεις; Δεν αποφάσισα τι θα κάνω / πού θα πάω. Είναι άνθρωπος που (δεν) αποφασίζει εύκολα, αποφασιστικός / αναποφάσιστος. Aποφασίστηκε η κήρυξη πολέμου / η αναβολή των εκλογών. Tο ταξίδι είναι αποφασισμένο. Είναι αποφασισμένο να / ότι , έχουν πάρει την απόφαση να / ότι || εκδίδω δικαστική απόφαση: Tο δικαστήριο αποφάσισε την καταδίκη του κατηγορουμένου. (έκφρ.) ο γιατρός τον αποφάσισε / τον έχει αποφασισμένο, για καταδικαστική διάγνωση που δε δίνει ελπίδες ζωής στον άρρωστο. β. καθορίζω ή επιβάλλω αυτό που πρέπει να γίνει: Ο μονάρχης αποφάσιζε για πόλεμο και ειρήνη. Ο αξιωματικός αποφασίζει και ο στρατιώτης εκτελεί. Aυτή αποφασίζει για όλα μέσα στο σπίτι. (έκφρ.) αποφασίζομεν και διατάσσομεν*. γ. (μππ., για πρόσ.) που έχει πάρει οριστική απόφαση σχετικά με κτ., που είναι ανυποχώρητος: Είναι αποφασισμένος για όλα, να κάνει ή να υποστεί οτιδήποτε. Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.