αποφασίζω Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Deutsche Synonyme |
---|
determinieren |
festschreiben |
beschließen |
stipulieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beschließe | ||
du | beschließt | |||
er, sie, es | beschließt | |||
Präteritum | ich | beschloss | ||
Konjunktiv II | ich | beschlösse | ||
Imperativ | Singular | beschließe! | ||
Plural | beschließt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beschlossen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beschließen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αποφασίζω | αποφασίζουμε, αποφασίζομε | αποφασίζομαι | αποφασιζόμαστε |
αποφασίζεις | αποφασίζετε | αποφασίζεσαι | αποφασίζεστε, αποφασιζόσαστε | ||
αποφασίζει | αποφασίζουν(ε) | αποφασίζεται | αποφασίζονται | ||
Imper fekt | αποφάσιζα | αποφασίζαμε | αποφασιζόμουν(α) | αποφασιζόμαστε, αποφασιζόμασταν | |
αποφάσιζες | αποφασίζατε | αποφασιζόσουν(α) | αποφασιζόσαστε, αποφασιζόσασταν | ||
αποφάσιζε | αποφάσιζαν, αποφασίζαν(ε) | αποφασιζόταν(ε) | αποφασίζονταν, αποφασιζόντανε, αποφασιζόντουσαν | ||
Aorist | αποφάσισα | αποφασίσαμε | αποφασίστηκα | αποφασιστήκαμε | |
αποφάσισες | αποφασίσατε | αποφασίστηκες | αποφασιστήκατε | ||
αποφάσισε | αποφάσισαν, αποφασίσαν(ε) | αποφασίστηκε | αποφασίστηκαν, αποφασιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αποφασίσει έχω αποφασισμένο | έχουμε αποφασίσει έχουμε αποφασισμένο | έχω αποφασιστεί είμαι αποφασισμένος, -η | έχουμε αποφασιστεί είμαστε αποφασισμένοι, -ες | |
έχεις αποφασίσει έχεις αποφασισμένο | έχετε αποφασίσει έχετε αποφασισμένο | έχεις αποφασιστεί είσαι αποφασισμένος, -η | έχετε αποφασιστεί είστε αποφασισμένοι, -ες | ||
έχει αποφασίσει έχει αποφασισμένο | έχουν αποφασίσει έχουν αποφασισμένο | έχει αποφασιστεί είναι αποφασισμένος, -η, -ο | έχουν αποφασιστεί είναι αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αποφασίσει είχα αποφασισμένο | είχαμε αποφασίσει είχαμε αποφασισμένο | είχα αποφασιστεί ήμουν αποφασισμένος, -η | είχαμε αποφασιστεί ήμαστε αποφασισμένοι, -ες | |
είχες αποφασίσει είχες αποφασισμένο | είχατε αποφασίσει είχατε αποφασισμένο | είχες αποφασιστεί ήσουν αποφασισμένος, -η | είχατε αποφασιστεί ήσαστε αποφασισμένοι, -ες | ||
είχε αποφασίσει είχε αποφασισμένο | είχαν αποφασίσει είχαν αποφασισμένο | είχε αποφασιστεί ήταν αποφασισμένος, -η, -ο | είχαν αποφασιστεί ήταν αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αποφασίζω | θα αποφασίζουμε, | θα αποφασίζομαι | θα αποφασιζόμαστε | |
θα αποφασίζεις | θα αποφασίζετε | θα αποφασίζεσαι | θα αποφασίζεστε, | ||
θα αποφασίζει | θα αποφασίζουν(ε) | θα αποφασίζεται | θα αποφασίζονται | ||
Fut ur | θα αποφασίσω | θα αποφασίσουμε, | θα αποφασιστώ | θα αποφασιστούμε | |
θα αποφασίσεις | θα αποφασίσετε | θα αποφασιστείς | θα αποφασιστείτε | ||
θα αποφασίσει | θα αποφασίσουν(ε) | θα αποφασιστεί | θα αποφασιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αποφασίζω | να αποφασίζουμε, | να αποφασίζομαι | να αποφασιζόμαστε |
να αποφασίζεις | να αποφασίζετε | να αποφασίζεσαι | να αποφασίζεστε, | ||
να αποφασίζει | να αποφασίζουν(ε) | να αποφασίζεται | να αποφασίζονται | ||
Aorist | να αποφασίσω | να αποφασίσουμε, | να αποφασιστώ | να αποφασιστούμε | |
να αποφασίσεις | να αποφασίσετε | να αποφασιστείς | να αποφασιστείτε | ||
να αποφασίσει | να αποφασίσουν(ε) | να αποφασιστεί | να αποφασιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αποφασίσει | να έχουμε αποφασίσει | να έχω αποφασιστεί | να έχουμε αποφασιστεί | |
να έχεις αποφασίσει | να έχετε αποφασίσει | να έχεις αποφασιστεί | να έχετε αποφασιστεί | ||
να έχει αποφασίσει | να έχουν αποφασίσει | να έχει αποφασιστεί | να έχουν αποφασιστεί | ||
Imper ativ | Pres | αποφάσιζε | αποφασίζετε | αποφασίζεστε | |
Aorist | αποφάσισε | αποφασίστε | αποφασίσου | αποφασιστείτε | |
Part izip | Pres | αποφασίζοντας | αποφασιζόμενος | ||
Perf | έχοντας αποφασίσει, έχοντας αποφασισμένο | αποφασισμένος, -η, -ο | αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αποφασίσει | αποφασιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.