Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich möchte sagen, Herr Abgeordneter, daß ich große Schwierigkeiten habe, danach zu urteilen, was geschehen wäre, wenn etwas nicht geschehen wäre. | Οφείλω να ομολογήσω, κύριε βουλευτά, ότι δυσκολεύομαι πολύ να κρίνω με βάση υποθέσεις για το ποιες εξελίξεις θα είχαμε εάν κάτι δεν είχε συμβεί. Übersetzung bestätigt |
Um diese Punkte geht es in den Änderungsanträgen, und nach der Aussprache im Ausschuss zu urteilen, bin ich sehr zuversichtlich, dass das Parlament dafür stimmt. | Οι προτάσεις αυτές περιλαμβάνονται στις τροπολογίες και, εάν κρίνω από τη συζήτηση στην επιτροπή, ελπίζω ότι το Κοινοβούλιο θα τις υπερψηφίσει. Übersetzung bestätigt |
Ergänzend möchte ich Sie auch das Folgende fragen: Als ein in diesem Bereich nicht sonderlich bewanderter Jurist habe ich beim Studium der Rechtstexte andere Richtlinien gefunden, die, nach ihrer Benennung zu urteilen, mit dem hier behandelten Gegenstand zu tun haben. | Συμπληρωματικά θα ήθελα να σας ρωτήσω και το εξής: μελετώντας τα κείμενα και μη όντας πολύ ειδικευμένος νομικός στα θέματα αυτά, βρήκα και άλλες οδηγίες οι οποίες, αν κρίνω από τους τίτλους τους, φαίνεται να έχουν σχέση με το αντικείμενο που εξετάζουμε εδώ. Übersetzung bestätigt |
Deshalb hoffe ich, dass es Ihnen, wenn Sie in der Lage sind zu begreifen, was Unschuldsvermutung bedeutet, und vor allem, wenn Sie imstande sind, einen Fall richtig zu verstehen, den Sie, nach Ihren Worten zu urteilen, überhaupt nicht kennen, möglich sein wird, eine private und öffentliche Entschuldigung auszusprechen, die ich akzeptieren werde. | Επομένως, ελπίζω ότι, όταν θα είστε σε θέση να καταλάβετε τι σημαίνει το τεκμήριο της αθωότητας, και, ιδίως, όταν θα είστε σε θέση να κατανοήσετε πραγματικά μια υπόθεση για την οποία, αν κρίνω από αυτά που είπατε, προφανώς δεν γνωρίζετε απολύτως τίποτα, θα είστε σε θέση να ζητήσετε μία ιδιωτική και δημόσια συγνώμη, και εγώ θα είμαι πρόθυμος να τη δεχτώ. Übersetzung bestätigt |
Ein weiterer Bereich betrifft soziale Fragen und die Sozialagenda, die, nach ihren Stellungnahmen zu urteilen, für die PSE-Fraktion im Parlament ein besonderes Anliegen darstellt. | Ένας άλλος τομέας είναι αυτός των κοινωνικών θεμάτων και της κοινωνικής ατζέντας που, αν κρίνω από τα σχόλια, απασχολούν ιδιαιτέρως τη Σοσιαλιστική Ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | urteile | ||
du | urteilst | |||
er, sie, es | urteilt | |||
Präteritum | ich | urteilte | ||
Konjunktiv II | ich | urteilte | ||
Imperativ | Singular | urteil! urteile! | ||
Plural | urteilt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geurteilt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:urteilen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κρίνω | κρίνουμε, κρίνομε | κρίνομαι | κρινόμαστε |
κρίνεις | κρίνετε | κρίνεσαι | κρίνεστε, κρινόσαστε | ||
κρίνει | κρίνουν(ε) | κρίνεται | κρίνονται | ||
Imper fekt | έκρινα | κρίναμε | κρινόμουν(α) | κρινόμαστε, κρινόμασταν | |
έκρινες | κρίνατε | κρινόσουν(α) | κρινόσαστε, κρινόσασταν | ||
έκρινε | έκριναν, κρίναν(ε) | κρινόταν(ε) | κρίνονταν, κρινόντανε, κρινόντουσαν | ||
Aorist | έκρινα | κρίναμε | κρίθηκα | κριθήκαμε | |
έκρινες | κρίνατε | κρίθηκες | κριθήκατε | ||
έκρινε | έκριναν, κρίναν(ε) | κρίθηκε | κρίθηκαν, κριθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κρίνω | θα κρίνουμε, | θα κρίνομαι | θα κρινόμαστε | |
θα κρίνεις | θα κρίνετε | θα κρίνεσαι | θα κρίνεστε, | ||
θα κρίνει | θα κρίνουν(ε) | θα κρίνεται | θα κρίνονται | ||
Fut ur | θα κρίνω | θα κρίνουμε, | θα κριθώ | θα κριθούμε | |
θα κρίνεις | θα κρίνετε | θα κριθείς | θα κριθείτε | ||
θα κρίνει | θα κρίνουν(ε) | θα κριθεί | θα κριθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κρίνω | να κρίνουμε, | να κρίνομαι | να κρινόμαστε |
να κρίνεις | να κρίνετε | να κρίνεσαι | να κρίνεστε, | ||
να κρίνει | να κρίνουν(ε) | να κρίνεται | να κρίνονται | ||
Aorist | να κρίνω | να κρίνουμε, | να κριθώ | να κριθούμε | |
να κρίνεις | να κρίνετε | να κριθείς | να κριθείτε | ||
να κρίνει | να κρίνουν(ε) | να κριθεί | να κριθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κρίνε | κρίνετε | κρίνεστε | |
Aorist | κρίνε | κρίνετε | κρίνου | κριθείτε | |
Part izip | Pres | κρίνοντας | |||
Perf | έχοντας κρίνει, έχοντας κριμένο | κριμένος, -η, -ο | κριμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κρίνει | κριθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αποφασίζω | αποφασίζουμε, αποφασίζομε | αποφασίζομαι | αποφασιζόμαστε |
αποφασίζεις | αποφασίζετε | αποφασίζεσαι | αποφασίζεστε, αποφασιζόσαστε | ||
αποφασίζει | αποφασίζουν(ε) | αποφασίζεται | αποφασίζονται | ||
Imper fekt | αποφάσιζα | αποφασίζαμε | αποφασιζόμουν(α) | αποφασιζόμαστε, αποφασιζόμασταν | |
αποφάσιζες | αποφασίζατε | αποφασιζόσουν(α) | αποφασιζόσαστε, αποφασιζόσασταν | ||
αποφάσιζε | αποφάσιζαν, αποφασίζαν(ε) | αποφασιζόταν(ε) | αποφασίζονταν, αποφασιζόντανε, αποφασιζόντουσαν | ||
Aorist | αποφάσισα | αποφασίσαμε | αποφασίστηκα | αποφασιστήκαμε | |
αποφάσισες | αποφασίσατε | αποφασίστηκες | αποφασιστήκατε | ||
αποφάσισε | αποφάσισαν, αποφασίσαν(ε) | αποφασίστηκε | αποφασίστηκαν, αποφασιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αποφασίσει έχω αποφασισμένο | έχουμε αποφασίσει έχουμε αποφασισμένο | έχω αποφασιστεί είμαι αποφασισμένος, -η | έχουμε αποφασιστεί είμαστε αποφασισμένοι, -ες | |
έχεις αποφασίσει έχεις αποφασισμένο | έχετε αποφασίσει έχετε αποφασισμένο | έχεις αποφασιστεί είσαι αποφασισμένος, -η | έχετε αποφασιστεί είστε αποφασισμένοι, -ες | ||
έχει αποφασίσει έχει αποφασισμένο | έχουν αποφασίσει έχουν αποφασισμένο | έχει αποφασιστεί είναι αποφασισμένος, -η, -ο | έχουν αποφασιστεί είναι αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αποφασίσει είχα αποφασισμένο | είχαμε αποφασίσει είχαμε αποφασισμένο | είχα αποφασιστεί ήμουν αποφασισμένος, -η | είχαμε αποφασιστεί ήμαστε αποφασισμένοι, -ες | |
είχες αποφασίσει είχες αποφασισμένο | είχατε αποφασίσει είχατε αποφασισμένο | είχες αποφασιστεί ήσουν αποφασισμένος, -η | είχατε αποφασιστεί ήσαστε αποφασισμένοι, -ες | ||
είχε αποφασίσει είχε αποφασισμένο | είχαν αποφασίσει είχαν αποφασισμένο | είχε αποφασιστεί ήταν αποφασισμένος, -η, -ο | είχαν αποφασιστεί ήταν αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αποφασίζω | θα αποφασίζουμε, | θα αποφασίζομαι | θα αποφασιζόμαστε | |
θα αποφασίζεις | θα αποφασίζετε | θα αποφασίζεσαι | θα αποφασίζεστε, | ||
θα αποφασίζει | θα αποφασίζουν(ε) | θα αποφασίζεται | θα αποφασίζονται | ||
Fut ur | θα αποφασίσω | θα αποφασίσουμε, | θα αποφασιστώ | θα αποφασιστούμε | |
θα αποφασίσεις | θα αποφασίσετε | θα αποφασιστείς | θα αποφασιστείτε | ||
θα αποφασίσει | θα αποφασίσουν(ε) | θα αποφασιστεί | θα αποφασιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αποφασίζω | να αποφασίζουμε, | να αποφασίζομαι | να αποφασιζόμαστε |
να αποφασίζεις | να αποφασίζετε | να αποφασίζεσαι | να αποφασίζεστε, | ||
να αποφασίζει | να αποφασίζουν(ε) | να αποφασίζεται | να αποφασίζονται | ||
Aorist | να αποφασίσω | να αποφασίσουμε, | να αποφασιστώ | να αποφασιστούμε | |
να αποφασίσεις | να αποφασίσετε | να αποφασιστείς | να αποφασιστείτε | ||
να αποφασίσει | να αποφασίσουν(ε) | να αποφασιστεί | να αποφασιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αποφασίσει | να έχουμε αποφασίσει | να έχω αποφασιστεί | να έχουμε αποφασιστεί | |
να έχεις αποφασίσει | να έχετε αποφασίσει | να έχεις αποφασιστεί | να έχετε αποφασιστεί | ||
να έχει αποφασίσει | να έχουν αποφασίσει | να έχει αποφασιστεί | να έχουν αποφασιστεί | ||
Imper ativ | Pres | αποφάσιζε | αποφασίζετε | αποφασίζεστε | |
Aorist | αποφάσισε | αποφασίστε | αποφασίσου | αποφασιστείτε | |
Part izip | Pres | αποφασίζοντας | αποφασιζόμενος | ||
Perf | έχοντας αποφασίσει, έχοντας αποφασισμένο | αποφασισμένος, -η, -ο | αποφασισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αποφασίσει | αποφασιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.