urteilen
 Verb

κρίνω Verb
(129)
αποφασίζω Verb
(2)
DeutschGriechisch
Ich möchte sagen, Herr Abgeordneter, daß ich große Schwierigkeiten habe, danach zu urteilen, was geschehen wäre, wenn etwas nicht geschehen wäre.Οφείλω να ομολογήσω, κύριε βουλευτά, ότι δυσκολεύομαι πολύ να κρίνω με βάση υποθέσεις για το ποιες εξελίξεις θα είχαμε εάν κάτι δεν είχε συμβεί.

Übersetzung bestätigt

Um diese Punkte geht es in den Änderungsanträgen, und nach der Aussprache im Ausschuss zu urteilen, bin ich sehr zuversichtlich, dass das Parlament dafür stimmt.Οι προτάσεις αυτές περιλαμβάνονται στις τροπολογίες και, εάν κρίνω από τη συζήτηση στην επιτροπή, ελπίζω ότι το Κοινοβούλιο θα τις υπερψηφίσει.

Übersetzung bestätigt

Ergänzend möchte ich Sie auch das Folgende fragen: Als ein in diesem Bereich nicht sonderlich bewanderter Jurist habe ich beim Studium der Rechtstexte andere Richtlinien gefunden, die, nach ihrer Benennung zu urteilen, mit dem hier behandelten Gegenstand zu tun haben.Συμπληρωματικά θα ήθελα να σας ρωτήσω και το εξής: μελετώντας τα κείμενα και μη όντας πολύ ειδικευμένος νομικός στα θέματα αυτά, βρήκα και άλλες οδηγίες οι οποίες, αν κρίνω από τους τίτλους τους, φαίνεται να έχουν σχέση με το αντικείμενο που εξετάζουμε εδώ.

Übersetzung bestätigt

Deshalb hoffe ich, dass es Ihnen, wenn Sie in der Lage sind zu begreifen, was Unschuldsvermutung bedeutet, und vor allem, wenn Sie imstande sind, einen Fall richtig zu verstehen, den Sie, nach Ihren Worten zu urteilen, überhaupt nicht kennen, möglich sein wird, eine private und öffentliche Entschuldigung auszusprechen, die ich akzeptieren werde.Επομένως, ελπίζω ότι, όταν θα είστε σε θέση να καταλάβετε τι σημαίνει το τεκμήριο της αθωότητας, και, ιδίως, όταν θα είστε σε θέση να κατανοήσετε πραγματικά μια υπόθεση για την οποία, αν κρίνω από αυτά που είπατε, προφανώς δεν γνωρίζετε απολύτως τίποτα, θα είστε σε θέση να ζητήσετε μία ιδιωτική και δημόσια συγνώμη, και εγώ θα είμαι πρόθυμος να τη δεχτώ.

Übersetzung bestätigt

Ein weiterer Bereich betrifft soziale Fragen und die Sozialagenda, die, nach ihren Stellungnahmen zu urteilen, für die PSE-Fraktion im Parlament ein besonderes Anliegen darstellt.Ένας άλλος τομέας είναι αυτός των κοινωνικών θεμάτων και της κοινωνικής ατζέντας που, αν κρίνω από τα σχόλια, απασχολούν ιδιαιτέρως τη Σοσιαλιστική Ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρίνωκρίνουμε, κρίνομεκρίνομαικρινόμαστε
κρίνειςκρίνετεκρίνεσαικρίνεστε, κρινόσαστε
κρίνεικρίνουν(ε)κρίνεταικρίνονται
Imper
fekt
έκρινακρίναμεκρινόμουν(α)κρινόμαστε, κρινόμασταν
έκρινεςκρίνατεκρινόσουν(α)κρινόσαστε, κρινόσασταν
έκρινεέκριναν, κρίναν(ε)κρινόταν(ε)κρίνονταν, κρινόντανε, κρινόντουσαν
Aoristέκρινακρίναμεκρίθηκακριθήκαμε
έκρινεςκρίνατεκρίθηκεςκριθήκατε
έκρινεέκριναν, κρίναν(ε)κρίθηκεκρίθηκαν, κριθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κρίνειέχουμε κρίνειέχω κριθεί
είμαι κριμένος, -η
έχουμε κριθεί
είμαστε κριμένοι, -ες
έχεις κρίνειέχετε κρίνειέχεις κριθεί
είσαι κριμένος, -η
έχετε κριθεί
είστε κριμένοι, -ες
έχει κρίνειέχουν κρίνειέχει κριθεί
είναι κριμένος, -η, -ο
έχουν κριθεί
είναι κριμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κρίνειείχαμε κρίνειείχα κριθεί
ήμουν κριμένος, -η
είχαμε κριθεί
ήμαστε κριμένοι, -ες
είχες κρίνειείχατε κρίνειείχες κριθεί
ήσουν κριμένος, -η
είχατε κριθεί
ήσαστε κριμένοι, -ες
είχε κρίνειείχαν κρίνειείχε κριθεί
ήταν κριμένος, -η, -ο
είχαν κριθεί
ήταν κριμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρίνωθα κρίνουμε, θα κρίνομεθα κρίνομαιθα κρινόμαστε
θα κρίνειςθα κρίνετεθα κρίνεσαιθα κρίνεστε, θα κρινόσαστε
θα κρίνειθα κρίνουν(ε)θα κρίνεταιθα κρίνονται
Fut
ur
θα κρίνωθα κρίνουμε, θα κρίνομεθα κριθώθα κριθούμε
θα κρίνειςθα κρίνετεθα κριθείςθα κριθείτε
θα κρίνειθα κρίνουν(ε)θα κριθείθα κριθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κρίνειθα έχουμε κρίνειθα έχω κριθεί
θα είμαι κριμένος, -η
θα έχουμε κριθεί
θα είμαστε κριμένοι, -ες
θα έχεις κρίνειθα έχετε κρίνειθα έχεις κριθεί
θα είσαι κριμένος, -η
θα έχετε κριθεί
θα είστε κριμένοι, -ες
θα έχει κρίνειθα έχουν κρίνειθα έχει κριθεί
θα είναι κριμένος, -η, -ο
θα έχουν κριθεί
θα είναι κριμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρίνωνα κρίνουμε, να κρίνομενα κρίνομαινα κρινόμαστε
να κρίνειςνα κρίνετενα κρίνεσαινα κρίνεστε, να κρινόσαστε
να κρίνεινα κρίνουν(ε)να κρίνεταινα κρίνονται
Aoristνα κρίνωνα κρίνουμε, να κρίνομενα κριθώνα κριθούμε
να κρίνειςνα κρίνετενα κριθείςνα κριθείτε
να κρίνεινα κρίνουν(ε)να κριθείνα κριθούν(ε)
Perfνα έχω κρίνεινα έχουμε κρίνεινα έχω κριθεί
να είμαι κριμένος, -η
να έχουμε κριθεί
να είμαστε κριμένοι, -ες
να έχεις κρίνεινα έχετε κρίνεινα έχεις κριθεί
να είσαι κριμένος, -η
να έχετε κριθεί
να είστε κριμένοι, -ες
να έχει κρίνεινα έχουν κρίνεινα έχει κριθεί
να είναι κριμένος, -η, -ο
να έχουν κριθεί
να είναι κριμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκρίνεκρίνετεκρίνεστε
Aoristκρίνεκρίνετεκρίνουκριθείτε
Part
izip
Presκρίνοντας
Perfέχοντας κρίνει, έχοντας κριμένοκριμένος, -η, -οκριμένοι, -ες, -α
InfinAoristκρίνεικριθεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποφασίζωαποφασίζουμε, αποφασίζομεαποφασίζομαιαποφασιζόμαστε
αποφασίζειςαποφασίζετεαποφασίζεσαιαποφασίζεστε, αποφασιζόσαστε
αποφασίζειαποφασίζουν(ε)αποφασίζεταιαποφασίζονται
Imper
fekt
αποφάσιζααποφασίζαμεαποφασιζόμουν(α)αποφασιζόμαστε, αποφασιζόμασταν
αποφάσιζεςαποφασίζατεαποφασιζόσουν(α)αποφασιζόσαστε, αποφασιζόσασταν
αποφάσιζεαποφάσιζαν, αποφασίζαν(ε)αποφασιζόταν(ε)αποφασίζονταν, αποφασιζόντανε, αποφασιζόντουσαν
Aoristαποφάσισααποφασίσαμεαποφασίστηκααποφασιστήκαμε
αποφάσισεςαποφασίσατεαποφασίστηκεςαποφασιστήκατε
αποφάσισεαποφάσισαν, αποφασίσαν(ε)αποφασίστηκεαποφασίστηκαν, αποφασιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποφασίσει
έχω αποφασισμένο
έχουμε αποφασίσει
έχουμε αποφασισμένο
έχω αποφασιστεί
είμαι αποφασισμένος, -η
έχουμε αποφασιστεί
είμαστε αποφασισμένοι, -ες
έχεις αποφασίσει
έχεις αποφασισμένο
έχετε αποφασίσει
έχετε αποφασισμένο
έχεις αποφασιστεί
είσαι αποφασισμένος, -η
έχετε αποφασιστεί
είστε αποφασισμένοι, -ες
έχει αποφασίσει
έχει αποφασισμένο
έχουν αποφασίσει
έχουν αποφασισμένο
έχει αποφασιστεί
είναι αποφασισμένος, -η, -ο
έχουν αποφασιστεί
είναι αποφασισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αποφασίσει
είχα αποφασισμένο
είχαμε αποφασίσει
είχαμε αποφασισμένο
είχα αποφασιστεί
ήμουν αποφασισμένος, -η
είχαμε αποφασιστεί
ήμαστε αποφασισμένοι, -ες
είχες αποφασίσει
είχες αποφασισμένο
είχατε αποφασίσει
είχατε αποφασισμένο
είχες αποφασιστεί
ήσουν αποφασισμένος, -η
είχατε αποφασιστεί
ήσαστε αποφασισμένοι, -ες
είχε αποφασίσει
είχε αποφασισμένο
είχαν αποφασίσει
είχαν αποφασισμένο
είχε αποφασιστεί
ήταν αποφασισμένος, -η, -ο
είχαν αποφασιστεί
ήταν αποφασισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποφασίζωθα αποφασίζουμε, θα αποφασίζομεθα αποφασίζομαιθα αποφασιζόμαστε
θα αποφασίζειςθα αποφασίζετεθα αποφασίζεσαιθα αποφασίζεστε, θα αποφασιζόσαστε
θα αποφασίζειθα αποφασίζουν(ε)θα αποφασίζεταιθα αποφασίζονται
Fut
ur
θα αποφασίσωθα αποφασίσουμε, θα αποφασίζομεθα αποφασιστώθα αποφασιστούμε
θα αποφασίσειςθα αποφασίσετεθα αποφασιστείςθα αποφασιστείτε
θα αποφασίσειθα αποφασίσουν(ε)θα αποφασιστείθα αποφασιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποφασίσει
θα έχω αποφασισμένο
θα έχουμε αποφασίσει
θα έχουμε αποφασισμένο
θα έχω αποφασιστεί
θα είμαι αποφασισμένος, -η
θα έχουμε αποφασιστεί
θα είμαστε αποφασισμένοι, -ες
θα έχεις αποφασίσει
θα έχεις αποφασισμένο
θα έχετε αποφασίσει
θα έχετε αποφασισμένο
θα έχεις αποφασιστεί
θα είσαι αποφασισμένος, -η
θα έχετε αποφασιστεί
θα είστε αποφασισμένοι, -ες
θα έχει αποφασίσει
θα έχει αποφασισμένο
θα έχουν αποφασίσει
θα έχουν αποφασισμένο
θα έχει αποφασιστεί
θα είναι αποφασισμένος, -η, -ο
θα έχουν αποφασιστεί
θα είναι αποφασισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποφασίζωνα αποφασίζουμε, να αποφασίζομενα αποφασίζομαινα αποφασιζόμαστε
να αποφασίζειςνα αποφασίζετενα αποφασίζεσαινα αποφασίζεστε, να αποφασιζόσαστε
να αποφασίζεινα αποφασίζουν(ε)να αποφασίζεταινα αποφασίζονται
Aoristνα αποφασίσωνα αποφασίσουμε, να αποφασίσομενα αποφασιστώνα αποφασιστούμε
να αποφασίσειςνα αποφασίσετενα αποφασιστείςνα αποφασιστείτε
να αποφασίσεινα αποφασίσουν(ε)να αποφασιστείνα αποφασιστούν(ε)
Perfνα έχω αποφασίσει
να έχω αποφασισμένο
να έχουμε αποφασίσει
να έχουμε αποφασισμένο
να έχω αποφασιστεί
να είμαι αποφασισμένος, -η
να έχουμε αποφασιστεί
να είμαστε αποφασισμένοι, -ες
να έχεις αποφασίσει
να έχεις αποφασισμένο
να έχετε αποφασίσει
να έχετε αποφασισμένο
να έχεις αποφασιστεί
να είσαι αποφασισμένος, -η
να έχετε αποφασιστεί
να είστε αποφασισμένοι, -ες
να έχει αποφασίσει
να έχει αποφασισμένο
να έχουν αποφασίσει
να έχουν αποφασισμένο
να έχει αποφασιστεί
να είναι αποφασισμένος, -η, -ο
να έχουν αποφασιστεί
να είναι αποφασισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαποφάσιζεαποφασίζετεαποφασίζεστε
Aoristαποφάσισεαποφασίστεαποφασίσουαποφασιστείτε
Part
izip
Presαποφασίζονταςαποφασιζόμενος
Perfέχοντας αποφασίσει, έχοντας αποφασισμένοαποφασισμένος, -η, -οαποφασισμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποφασίσειαποφασιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback