Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich würde mich nicht darauf festlegen, was genau, aber er sah irgendwie ungepflegt aus. | Δεν μπορώ να πω τι ακριβώς... αλλά είχε το χάλι του. Übersetzung nicht bestätigt |
Zuerst müssen wir Aufgabenbereiche festlegen. | Ο πρώτος κανόνας των επιχειρήσεων είναι οι επικεφαλείς των τμημάτων. Übersetzung nicht bestätigt |
Da möchte ich mich nicht festlegen. | Αρνούμαι να δεσμευτώ, γιατί; Übersetzung nicht bestätigt |
Je eher wir das Datum unserer Trauung festlegen, umso eher können wir alle zur Feier einladen. | 'Οσο πιο νωρίς μάθουμε ποια ημέρα θα παντρευτούμε, τόσο πιο γρήγορα θα καλέσουμε κόσμο στο πάρτυ. Übersetzung nicht bestätigt |
Wir wollten den Termin festlegen. | Θα κανονίζαμε τις τελικές προετοιμασίες. Α, Ναι. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
festsetzen |
konstatieren |
festlegen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lege fest | ||
du | legst fest | |||
er, sie, es | legt fest | |||
Präteritum | ich | legte fest | ||
Konjunktiv II | ich | legte fest | ||
Imperativ | Singular | lege fest! | ||
Plural | legt fest! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
festgelegt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:festlegen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | καθορίζω | καθορίζουμε, καθορίζομε | καθορίζομαι | καθοριζόμαστε |
καθορίζεις | καθορίζετε | καθορίζεσαι | καθορίζεστε, καθοριζόσαστε | ||
καθορίζει | καθορίζουν(ε) | καθορίζεται | καθορίζονται | ||
Imper fekt | καθόριζα | καθορίζαμε | καθοριζόμουν(α) | καθοριζόμαστε, καθοριζόμασταν | |
καθόριζες | καθορίζατε | καθοριζόσουν(α) | καθοριζόσαστε, καθοριζόσασταν | ||
καθόριζε | καθόριζαν, καθορίζαν(ε) | καθοριζόταν(ε) | καθορίζονταν, καθοριζόντανε, καθοριζόντουσαν | ||
Aorist | καθόρισα | καθορίσαμε | καθορίστηκα | καθοριστήκαμε | |
καθόρισες | καθορίσατε | καθορίστηκες | καθοριστήκατε | ||
καθόρισε | καθόρισαν, καθορίσαν(ε) | καθορίστηκε | καθορίστηκαν, καθοριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω καθορίσει έχω καθορισμένο | έχουμε καθορίσει έχουμε καθορισμένο | έχω καθοριστεί είμαι καθορισμένος, -η | έχουμε καθοριστεί είμαστε καθορισμένοι, -ες | |
έχεις καθορίσει έχεις καθορισμένο | έχετε καθορίσει έχετε καθορισμένο | έχεις καθοριστεί είσαι καθορισμένος, -η | έχετε καθοριστεί είστε καθορισμένοι, -ες | ||
έχει καθορίσει έχει καθορισμένο | έχουν καθορίσει έχουν καθορισμένο | έχει καθοριστεί είναι καθορισμένος, -η, -ο | έχουν καθοριστεί είναι καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα καθορίσει είχα καθορισμένο | είχαμε καθορίσει είχαμε καθορισμένο | είχα καθοριστεί ήμουν καθορισμένος, -η | είχαμε καθοριστεί ήμαστε καθορισμένοι, -ες | |
είχες καθορίσει είχες καθορισμένο | είχατε καθορίσει είχατε καθορισμένο | είχες καθοριστεί ήσουν καθορισμένος, -η | είχατε καθοριστεί ήσαστε καθορισμένοι, -ες | ||
είχε καθορίσει είχε καθορισμένο | είχαν καθορίσει είχαν καθορισμένο | είχε καθοριστεί ήταν καθορισμένος, -η, -ο | είχαν καθοριστεί ήταν καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα καθορίζω | θα καθορίζουμε, | θα καθορίζομαι | θα καθοριζόμαστε | |
θα καθορίζεις | θα καθορίζετε | θα καθορίζεσαι | θα καθορίζεστε, | ||
θα καθορίζει | θα καθορίζουν(ε) | θα καθορίζεται | θα καθορίζονται | ||
Fut ur | θα καθορίσω | θα καθορίσουμε, | θα καθοριστώ | θα καθοριστούμε | |
θα καθορίσεις | θα καθορίσετε | θα καθοριστείς | θα καθοριστείτε | ||
θα καθορίσει | θα καθορίσουν(ε) | θα καθοριστεί | θα καθοριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να καθορίζω | να καθορίζουμε, | να καθορίζομαι | να καθοριζόμαστε |
να καθορίζεις | να καθορίζετε | να καθορίζεσαι | να καθορίζεστε, | ||
να καθορίζει | να καθορίζουν(ε) | να καθορίζεται | να καθορίζονται | ||
Aorist | να καθορίσω | να καθορίσουμε, | να καθοριστώ | να καθοριστούμε | |
να καθορίσεις | να καθορίσετε | να καθοριστείς | να καθοριστείτε | ||
να καθορίσει | να καθορίσουν(ε) | να καθοριστεί | να καθοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω καθορίσει | να έχουμε καθορίσει | να έχω καθοριστεί | να έχουμε καθοριστεί | |
να έχεις καθορίσει | να έχετε καθορίσει | να έχεις καθοριστεί | να έχετε καθοριστεί | ||
να έχει καθορίσει | να έχουν καθορίσει | να έχει καθοριστεί | να έχουν καθοριστεί | ||
Imper ativ | Pres | καθόριζε | καθορίζετε | καθορίζεστε | |
Aorist | καθόρισε | καθορίστε | καθορίσου | καθοριστείτε | |
Part izip | Pres | καθορίζοντας | καθοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας καθορίσει, έχοντας καθορισμένο | καθορισμένος, -η, -ο | καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | καθορίσει | καθοριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.