bestimmen
 Verb

ορίζω Verb
(1)
καθορίζω Verb
(1)
προορίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Solange ich mein verfassungsmässiges Wahlrecht nicht ausüben kann, kann ich mein Leben nicht selbst lenken, mein Schicksal nicht selbst bestimmen. Es wird für mich bestimmt, von Menschen, die nicht wollen, dass ich etwas erreiche.Όσο δε μπορώ να εξασκήσω το δικαίωμά μου, να ψηφίζω, δεν ορίζω τη ζωή μου, δεν καθορίζω το μέλλον μου εγώ, αλλά αυτοί που προτιμούν να με βλέπουν να υποφέρω παρά να επιτυγχάνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
bestimmend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ορίζωορίζουμε, ορίζομεορίζομαιοριζόμαστε
ορίζειςορίζετεορίζεσαιορίζεστε, οριζόσαστε
ορίζειορίζουν(ε)ορίζεταιορίζονται
Imper
fekt
όριζαορίζαμεοριζόμουν(α)οριζόμαστε, οριζόμασταν
όριζεςορίζατεοριζόσουν(α)οριζόσαστε, οριζόσασταν
όριζεόριζαν, ορίζαν(ε)οριζόταν(ε)ορίζονταν, οριζόντανε, οριζόντουσαν
Aoristόρισαορίσαμεορίστηκαοριστήκαμε
όρισεςορίσατεορίστηκεςοριστήκατε
όρισεόρισαν, ορίσαν(ε)ορίστηκεορίστηκαν, οριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ορίσει
έχω ορισμένο
έχουμε ορίσει
έχουμε ορισμένο
έχω οριστεί
είμαι ορισμένος, -η
έχουμε οριστεί
είμαστε ορισμένοι, -ες
έχεις ορίσει
έχεις ορισμένο
έχετε ορίσει
έχετε ορισμένο
έχεις οριστεί
είσαι ορισμένος, -η
έχετε οριστεί
είστε ορισμένοι, -ες
έχει ορίσει
έχει ορισμένο
έχουν ορίσει
έχουν ορισμένο
έχει οριστεί
είναι ορισμένος, -η, -ο
έχουν οριστεί
είναι ορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ορίσει
είχα ορισμένο
είχαμε ορίσει
είχαμε ορισμένο
είχα οριστεί
ήμουν ορισμένος, -η
είχαμε οριστεί
ήμαστε ορισμένοι, -ες
είχες ορίσει
είχες ορισμένο
είχατε ορίσει
είχατε ορισμένο
είχες οριστεί
ήσουν ορισμένος, -η
είχατε οριστεί
ήσαστε ορισμένοι, -ες
είχε ορίσει
είχε ορισμένο
είχαν ορίσει
είχαν ορισμένο
είχε οριστεί
ήταν ορισμένος, -η, -ο
είχαν οριστεί
ήταν ορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ορίζωθα ορίζουμε, θα ορίζομεθα ορίζομαιθα οριζόμαστε
θα ορίζειςθα ορίζετεθα ορίζεσαιθα ορίζεστε, θα οριζόσαστε
θα ορίζειθα ορίζουν(ε)θα ορίζεταιθα ορίζονται
Fut
ur
θα ορίσωθα ορίσουμε, θα ορίζομεθα οριστώθα οριστούμε
θα ορίσειςθα ορίσετεθα οριστείςθα οριστείτε
θα ορίσειθα ορίσουν(ε)θα οριστείθα οριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ορίσει
θα έχω ορισμένο
θα έχουμε ορίσει
θα έχουμε ορισμένο
θα έχω οριστεί
θα είμαι ορισμένος, -η
θα έχουμε οριστεί
θα είμαστε ορισμένοι, -ες
θα έχεις ορίσει
θα έχεις ορισμένο
θα έχετε ορίσει
θα έχετε ορισμένο
θα έχεις οριστεί
θα είσαι ορισμένος, -η
θα έχετε οριστεί
θα είστε ορισμένοι, -ες
θα έχει ορίσει
θα έχει ορισμένο
θα έχουν ορίσει
θα έχουν ορισμένο
θα έχει οριστεί
θα είναι ορισμένος, -η, -ο
θα έχουν οριστεί
θα είναι ορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ορίζωνα ορίζουμε, να ορίζομενα ορίζομαινα οριζόμαστε
να ορίζειςνα ορίζετενα ορίζεσαινα ορίζεστε, να οριζόσαστε
να ορίζεινα ορίζουν(ε)να ορίζεταινα ορίζονται
Aoristνα ορίσωνα ορίσουμε, να ορίσομενα οριστώνα οριστούμε
να ορίσειςνα ορίσετενα οριστείςνα οριστείτε
να ορίσεινα ορίσουν(ε)να οριστείνα οριστούν(ε)
Perfνα έχω ορίσει
να έχω ορισμένο
να έχουμε ορίσει
να έχουμε ορισμένο
να έχω οριστεί
να είμαι ορισμένος, -η
να έχουμε οριστεί
να είμαστε ορισμένοι, -ες
να έχεις ορίσει
να έχεις ορισμένο
να έχετε ορίσει
να έχετε ορισμένο
να έχεις οριστεί
να είσαι ορισμένος, -η
να έχετε οριστεί
να είστε ορισμένοι, -ες
να έχει ορίσει
να έχει ορισμένο
να έχουν ορίσει
να έχουν ορισμένο
να έχει οριστεί
να είναι ορισμένος, -η, -ο
να έχουν οριστεί
να είναι ορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presόριζεορίζετεορίζεστε
Aoristόρισεορίστεορίσουοριστείτε
Part
izip
Presορίζονταςοριζόμενος
Perfέχοντας ορίσει, έχοντας ορισμένοορισμένος, -η, -οορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristορίσειοριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθορίζωκαθορίζουμε, καθορίζομεκαθορίζομαικαθοριζόμαστε
καθορίζειςκαθορίζετεκαθορίζεσαικαθορίζεστε, καθοριζόσαστε
καθορίζεικαθορίζουν(ε)καθορίζεταικαθορίζονται
Imper
fekt
καθόριζακαθορίζαμεκαθοριζόμουν(α)καθοριζόμαστε, καθοριζόμασταν
καθόριζεςκαθορίζατεκαθοριζόσουν(α)καθοριζόσαστε, καθοριζόσασταν
καθόριζεκαθόριζαν, καθορίζαν(ε)καθοριζόταν(ε)καθορίζονταν, καθοριζόντανε, καθοριζόντουσαν
Aoristκαθόρισακαθορίσαμεκαθορίστηκακαθοριστήκαμε
καθόρισεςκαθορίσατεκαθορίστηκεςκαθοριστήκατε
καθόρισεκαθόρισαν, καθορίσαν(ε)καθορίστηκεκαθορίστηκαν, καθοριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καθορίσει
έχω καθορισμένο
έχουμε καθορίσει
έχουμε καθορισμένο
έχω καθοριστεί
είμαι καθορισμένος, -η
έχουμε καθοριστεί
είμαστε καθορισμένοι, -ες
έχεις καθορίσει
έχεις καθορισμένο
έχετε καθορίσει
έχετε καθορισμένο
έχεις καθοριστεί
είσαι καθορισμένος, -η
έχετε καθοριστεί
είστε καθορισμένοι, -ες
έχει καθορίσει
έχει καθορισμένο
έχουν καθορίσει
έχουν καθορισμένο
έχει καθοριστεί
είναι καθορισμένος, -η, -ο
έχουν καθοριστεί
είναι καθορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καθορίσει
είχα καθορισμένο
είχαμε καθορίσει
είχαμε καθορισμένο
είχα καθοριστεί
ήμουν καθορισμένος, -η
είχαμε καθοριστεί
ήμαστε καθορισμένοι, -ες
είχες καθορίσει
είχες καθορισμένο
είχατε καθορίσει
είχατε καθορισμένο
είχες καθοριστεί
ήσουν καθορισμένος, -η
είχατε καθοριστεί
ήσαστε καθορισμένοι, -ες
είχε καθορίσει
είχε καθορισμένο
είχαν καθορίσει
είχαν καθορισμένο
είχε καθοριστεί
ήταν καθορισμένος, -η, -ο
είχαν καθοριστεί
ήταν καθορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθορίζωθα καθορίζουμε, θα καθορίζομεθα καθορίζομαιθα καθοριζόμαστε
θα καθορίζειςθα καθορίζετεθα καθορίζεσαιθα καθορίζεστε, θα καθοριζόσαστε
θα καθορίζειθα καθορίζουν(ε)θα καθορίζεταιθα καθορίζονται
Fut
ur
θα καθορίσωθα καθορίσουμε, θα καθορίζομεθα καθοριστώθα καθοριστούμε
θα καθορίσειςθα καθορίσετεθα καθοριστείςθα καθοριστείτε
θα καθορίσειθα καθορίσουν(ε)θα καθοριστείθα καθοριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθορίσει
θα έχω καθορισμένο
θα έχουμε καθορίσει
θα έχουμε καθορισμένο
θα έχω καθοριστεί
θα είμαι καθορισμένος, -η
θα έχουμε καθοριστεί
θα είμαστε καθορισμένοι, -ες
θα έχεις καθορίσει
θα έχεις καθορισμένο
θα έχετε καθορίσει
θα έχετε καθορισμένο
θα έχεις καθοριστεί
θα είσαι καθορισμένος, -η
θα έχετε καθοριστεί
θα είστε καθορισμένοι, -ες
θα έχει καθορίσει
θα έχει καθορισμένο
θα έχουν καθορίσει
θα έχουν καθορισμένο
θα έχει καθοριστεί
θα είναι καθορισμένος, -η, -ο
θα έχουν καθοριστεί
θα είναι καθορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθορίζωνα καθορίζουμε, να καθορίζομενα καθορίζομαινα καθοριζόμαστε
να καθορίζειςνα καθορίζετενα καθορίζεσαινα καθορίζεστε, να καθοριζόσαστε
να καθορίζεινα καθορίζουν(ε)να καθορίζεταινα καθορίζονται
Aoristνα καθορίσωνα καθορίσουμε, να καθορίσομενα καθοριστώνα καθοριστούμε
να καθορίσειςνα καθορίσετενα καθοριστείςνα καθοριστείτε
να καθορίσεινα καθορίσουν(ε)να καθοριστείνα καθοριστούν(ε)
Perfνα έχω καθορίσει
να έχω καθορισμένο
να έχουμε καθορίσει
να έχουμε καθορισμένο
να έχω καθοριστεί
να είμαι καθορισμένος, -η
να έχουμε καθοριστεί
να είμαστε καθορισμένοι, -ες
να έχεις καθορίσει
να έχεις καθορισμένο
να έχετε καθορίσει
να έχετε καθορισμένο
να έχεις καθοριστεί
να είσαι καθορισμένος, -η
να έχετε καθοριστεί
να είστε καθορισμένοι, -ες
να έχει καθορίσει
να έχει καθορισμένο
να έχουν καθορίσει
να έχουν καθορισμένο
να έχει καθοριστεί
να είναι καθορισμένος, -η, -ο
να έχουν καθοριστεί
να είναι καθορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαθόριζεκαθορίζετεκαθορίζεστε
Aoristκαθόρισεκαθορίστεκαθορίσουκαθοριστείτε
Part
izip
Presκαθορίζονταςκαθοριζόμενος
Perfέχοντας καθορίσει, έχοντας καθορισμένοκαθορισμένος, -η, -οκαθορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαθορίσεικαθοριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback