Deutsch | Griechisch |
---|---|
Solange ich mein verfassungsmässiges Wahlrecht nicht ausüben kann, kann ich mein Leben nicht selbst lenken, mein Schicksal nicht selbst bestimmen. Es wird für mich bestimmt, von Menschen, die nicht wollen, dass ich etwas erreiche. | Όσο δε μπορώ να εξασκήσω το δικαίωμά μου, να ψηφίζω, δεν ορίζω τη ζωή μου, δεν καθορίζω το μέλλον μου εγώ, αλλά αυτοί που προτιμούν να με βλέπουν να υποφέρω παρά να επιτυγχάνω. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
bestimmend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bestimme | ||
du | bestimmst | |||
er, sie, es | bestimmt | |||
Präteritum | ich | bestimmte | ||
Konjunktiv II | ich | bestimmte | ||
Imperativ | Singular | bestimme! | ||
Plural | bestimmt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bestimmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bestimmen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ορίζω | ορίζουμε, ορίζομε | ορίζομαι | οριζόμαστε |
ορίζεις | ορίζετε | ορίζεσαι | ορίζεστε, οριζόσαστε | ||
ορίζει | ορίζουν(ε) | ορίζεται | ορίζονται | ||
Imper fekt | όριζα | ορίζαμε | οριζόμουν(α) | οριζόμαστε, οριζόμασταν | |
όριζες | ορίζατε | οριζόσουν(α) | οριζόσαστε, οριζόσασταν | ||
όριζε | όριζαν, ορίζαν(ε) | οριζόταν(ε) | ορίζονταν, οριζόντανε, οριζόντουσαν | ||
Aorist | όρισα | ορίσαμε | ορίστηκα | οριστήκαμε | |
όρισες | ορίσατε | ορίστηκες | οριστήκατε | ||
όρισε | όρισαν, ορίσαν(ε) | ορίστηκε | ορίστηκαν, οριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ορίσει έχω ορισμένο | έχουμε ορίσει έχουμε ορισμένο | έχω οριστεί είμαι ορισμένος, -η | έχουμε οριστεί είμαστε ορισμένοι, -ες | |
έχεις ορίσει έχεις ορισμένο | έχετε ορίσει έχετε ορισμένο | έχεις οριστεί είσαι ορισμένος, -η | έχετε οριστεί είστε ορισμένοι, -ες | ||
έχει ορίσει έχει ορισμένο | έχουν ορίσει έχουν ορισμένο | έχει οριστεί είναι ορισμένος, -η, -ο | έχουν οριστεί είναι ορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ορίσει είχα ορισμένο | είχαμε ορίσει είχαμε ορισμένο | είχα οριστεί ήμουν ορισμένος, -η | είχαμε οριστεί ήμαστε ορισμένοι, -ες | |
είχες ορίσει είχες ορισμένο | είχατε ορίσει είχατε ορισμένο | είχες οριστεί ήσουν ορισμένος, -η | είχατε οριστεί ήσαστε ορισμένοι, -ες | ||
είχε ορίσει είχε ορισμένο | είχαν ορίσει είχαν ορισμένο | είχε οριστεί ήταν ορισμένος, -η, -ο | είχαν οριστεί ήταν ορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ορίζω | θα ορίζουμε, | θα ορίζομαι | θα οριζόμαστε | |
θα ορίζεις | θα ορίζετε | θα ορίζεσαι | θα ορίζεστε, | ||
θα ορίζει | θα ορίζουν(ε) | θα ορίζεται | θα ορίζονται | ||
Fut ur | θα ορίσω | θα ορίσουμε, | θα οριστώ | θα οριστούμε | |
θα ορίσεις | θα ορίσετε | θα οριστείς | θα οριστείτε | ||
θα ορίσει | θα ορίσουν(ε) | θα οριστεί | θα οριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ορίζω | να ορίζουμε, | να ορίζομαι | να οριζόμαστε |
να ορίζεις | να ορίζετε | να ορίζεσαι | να ορίζεστε, | ||
να ορίζει | να ορίζουν(ε) | να ορίζεται | να ορίζονται | ||
Aorist | να ορίσω | να ορίσουμε, | να οριστώ | να οριστούμε | |
να ορίσεις | να ορίσετε | να οριστείς | να οριστείτε | ||
να ορίσει | να ορίσουν(ε) | να οριστεί | να οριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ορίσει | να έχουμε ορίσει | να έχω οριστεί | να έχουμε οριστεί | |
να έχεις ορίσει | να έχετε ορίσει | να έχεις οριστεί | να έχετε οριστεί | ||
να έχει ορίσει | να έχουν ορίσει | να έχει οριστεί | να έχουν οριστεί | ||
Imper ativ | Pres | όριζε | ορίζετε | ορίζεστε | |
Aorist | όρισε | ορίστε | ορίσου | οριστείτε | |
Part izip | Pres | ορίζοντας | οριζόμενος | ||
Perf | έχοντας ορίσει, έχοντας ορισμένο | ορισμένος, -η, -ο | ορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ορίσει | οριστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | καθορίζω | καθορίζουμε, καθορίζομε | καθορίζομαι | καθοριζόμαστε |
καθορίζεις | καθορίζετε | καθορίζεσαι | καθορίζεστε, καθοριζόσαστε | ||
καθορίζει | καθορίζουν(ε) | καθορίζεται | καθορίζονται | ||
Imper fekt | καθόριζα | καθορίζαμε | καθοριζόμουν(α) | καθοριζόμαστε, καθοριζόμασταν | |
καθόριζες | καθορίζατε | καθοριζόσουν(α) | καθοριζόσαστε, καθοριζόσασταν | ||
καθόριζε | καθόριζαν, καθορίζαν(ε) | καθοριζόταν(ε) | καθορίζονταν, καθοριζόντανε, καθοριζόντουσαν | ||
Aorist | καθόρισα | καθορίσαμε | καθορίστηκα | καθοριστήκαμε | |
καθόρισες | καθορίσατε | καθορίστηκες | καθοριστήκατε | ||
καθόρισε | καθόρισαν, καθορίσαν(ε) | καθορίστηκε | καθορίστηκαν, καθοριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω καθορίσει έχω καθορισμένο | έχουμε καθορίσει έχουμε καθορισμένο | έχω καθοριστεί είμαι καθορισμένος, -η | έχουμε καθοριστεί είμαστε καθορισμένοι, -ες | |
έχεις καθορίσει έχεις καθορισμένο | έχετε καθορίσει έχετε καθορισμένο | έχεις καθοριστεί είσαι καθορισμένος, -η | έχετε καθοριστεί είστε καθορισμένοι, -ες | ||
έχει καθορίσει έχει καθορισμένο | έχουν καθορίσει έχουν καθορισμένο | έχει καθοριστεί είναι καθορισμένος, -η, -ο | έχουν καθοριστεί είναι καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα καθορίσει είχα καθορισμένο | είχαμε καθορίσει είχαμε καθορισμένο | είχα καθοριστεί ήμουν καθορισμένος, -η | είχαμε καθοριστεί ήμαστε καθορισμένοι, -ες | |
είχες καθορίσει είχες καθορισμένο | είχατε καθορίσει είχατε καθορισμένο | είχες καθοριστεί ήσουν καθορισμένος, -η | είχατε καθοριστεί ήσαστε καθορισμένοι, -ες | ||
είχε καθορίσει είχε καθορισμένο | είχαν καθορίσει είχαν καθορισμένο | είχε καθοριστεί ήταν καθορισμένος, -η, -ο | είχαν καθοριστεί ήταν καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα καθορίζω | θα καθορίζουμε, | θα καθορίζομαι | θα καθοριζόμαστε | |
θα καθορίζεις | θα καθορίζετε | θα καθορίζεσαι | θα καθορίζεστε, | ||
θα καθορίζει | θα καθορίζουν(ε) | θα καθορίζεται | θα καθορίζονται | ||
Fut ur | θα καθορίσω | θα καθορίσουμε, | θα καθοριστώ | θα καθοριστούμε | |
θα καθορίσεις | θα καθορίσετε | θα καθοριστείς | θα καθοριστείτε | ||
θα καθορίσει | θα καθορίσουν(ε) | θα καθοριστεί | θα καθοριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να καθορίζω | να καθορίζουμε, | να καθορίζομαι | να καθοριζόμαστε |
να καθορίζεις | να καθορίζετε | να καθορίζεσαι | να καθορίζεστε, | ||
να καθορίζει | να καθορίζουν(ε) | να καθορίζεται | να καθορίζονται | ||
Aorist | να καθορίσω | να καθορίσουμε, | να καθοριστώ | να καθοριστούμε | |
να καθορίσεις | να καθορίσετε | να καθοριστείς | να καθοριστείτε | ||
να καθορίσει | να καθορίσουν(ε) | να καθοριστεί | να καθοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω καθορίσει | να έχουμε καθορίσει | να έχω καθοριστεί | να έχουμε καθοριστεί | |
να έχεις καθορίσει | να έχετε καθορίσει | να έχεις καθοριστεί | να έχετε καθοριστεί | ||
να έχει καθορίσει | να έχουν καθορίσει | να έχει καθοριστεί | να έχουν καθοριστεί | ||
Imper ativ | Pres | καθόριζε | καθορίζετε | καθορίζεστε | |
Aorist | καθόρισε | καθορίστε | καθορίσου | καθοριστείτε | |
Part izip | Pres | καθορίζοντας | καθοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας καθορίσει, έχοντας καθορισμένο | καθορισμένος, -η, -ο | καθορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | καθορίσει | καθοριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.