ορίζω Verb  [orizo, orizw]

  Verb
(2)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ορίζω

ορίζω altgriechisch ὁρίζω ὃρος


GriechischDeutsch
Είπα ότι δεν θα πρέπει να τα ορίζω μόνη μου και ότι δεν θα άξιζε να πράξω κάτι τέτοιο· ειδεμή, δεν θα μπορούσαν να έχουν εμβέλεια πέρα από το κατώφλι του σπιτιού μου, καθώς το νόημα είναι ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν ήδη οριστεί και ότι οι χώρες έχουν δεσμευτεί να τα σέβονται.Ich habe geantwortet, dass ich sie nicht eigenmächtig definieren würde und dass es auch nicht förderlich sei, dies zu tun; andernfalls würden sie nicht über meinen eigenen Horizont hinausgehen. Die Idee ist, dass Menschenrechte bereits definiert wurden und dass die Länder verpflichtet sind, sie zu achten.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
ορίζων

Grammatik

Grammatik zu ορίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ορίζωορίζουμε, ορίζομεορίζομαιοριζόμαστε
ορίζειςορίζετεορίζεσαιορίζεστε, οριζόσαστε
ορίζειορίζουν(ε)ορίζεταιορίζονται
Imper
fekt
όριζαορίζαμεοριζόμουν(α)οριζόμαστε, οριζόμασταν
όριζεςορίζατεοριζόσουν(α)οριζόσαστε, οριζόσασταν
όριζεόριζαν, ορίζαν(ε)οριζόταν(ε)ορίζονταν, οριζόντανε, οριζόντουσαν
Aoristόρισαορίσαμεορίστηκαοριστήκαμε
όρισεςορίσατεορίστηκεςοριστήκατε
όρισεόρισαν, ορίσαν(ε)ορίστηκεορίστηκαν, οριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ορίσει
έχω ορισμένο
έχουμε ορίσει
έχουμε ορισμένο
έχω οριστεί
είμαι ορισμένος, -η
έχουμε οριστεί
είμαστε ορισμένοι, -ες
έχεις ορίσει
έχεις ορισμένο
έχετε ορίσει
έχετε ορισμένο
έχεις οριστεί
είσαι ορισμένος, -η
έχετε οριστεί
είστε ορισμένοι, -ες
έχει ορίσει
έχει ορισμένο
έχουν ορίσει
έχουν ορισμένο
έχει οριστεί
είναι ορισμένος, -η, -ο
έχουν οριστεί
είναι ορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ορίσει
είχα ορισμένο
είχαμε ορίσει
είχαμε ορισμένο
είχα οριστεί
ήμουν ορισμένος, -η
είχαμε οριστεί
ήμαστε ορισμένοι, -ες
είχες ορίσει
είχες ορισμένο
είχατε ορίσει
είχατε ορισμένο
είχες οριστεί
ήσουν ορισμένος, -η
είχατε οριστεί
ήσαστε ορισμένοι, -ες
είχε ορίσει
είχε ορισμένο
είχαν ορίσει
είχαν ορισμένο
είχε οριστεί
ήταν ορισμένος, -η, -ο
είχαν οριστεί
ήταν ορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ορίζωθα ορίζουμε, θα ορίζομεθα ορίζομαιθα οριζόμαστε
θα ορίζειςθα ορίζετεθα ορίζεσαιθα ορίζεστε, θα οριζόσαστε
θα ορίζειθα ορίζουν(ε)θα ορίζεταιθα ορίζονται
Fut
ur
θα ορίσωθα ορίσουμε, θα ορίζομεθα οριστώθα οριστούμε
θα ορίσειςθα ορίσετεθα οριστείςθα οριστείτε
θα ορίσειθα ορίσουν(ε)θα οριστείθα οριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ορίσει
θα έχω ορισμένο
θα έχουμε ορίσει
θα έχουμε ορισμένο
θα έχω οριστεί
θα είμαι ορισμένος, -η
θα έχουμε οριστεί
θα είμαστε ορισμένοι, -ες
θα έχεις ορίσει
θα έχεις ορισμένο
θα έχετε ορίσει
θα έχετε ορισμένο
θα έχεις οριστεί
θα είσαι ορισμένος, -η
θα έχετε οριστεί
θα είστε ορισμένοι, -ες
θα έχει ορίσει
θα έχει ορισμένο
θα έχουν ορίσει
θα έχουν ορισμένο
θα έχει οριστεί
θα είναι ορισμένος, -η, -ο
θα έχουν οριστεί
θα είναι ορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ορίζωνα ορίζουμε, να ορίζομενα ορίζομαινα οριζόμαστε
να ορίζειςνα ορίζετενα ορίζεσαινα ορίζεστε, να οριζόσαστε
να ορίζεινα ορίζουν(ε)να ορίζεταινα ορίζονται
Aoristνα ορίσωνα ορίσουμε, να ορίσομενα οριστώνα οριστούμε
να ορίσειςνα ορίσετενα οριστείςνα οριστείτε
να ορίσεινα ορίσουν(ε)να οριστείνα οριστούν(ε)
Perfνα έχω ορίσει
να έχω ορισμένο
να έχουμε ορίσει
να έχουμε ορισμένο
να έχω οριστεί
να είμαι ορισμένος, -η
να έχουμε οριστεί
να είμαστε ορισμένοι, -ες
να έχεις ορίσει
να έχεις ορισμένο
να έχετε ορίσει
να έχετε ορισμένο
να έχεις οριστεί
να είσαι ορισμένος, -η
να έχετε οριστεί
να είστε ορισμένοι, -ες
να έχει ορίσει
να έχει ορισμένο
να έχουν ορίσει
να έχουν ορισμένο
να έχει οριστεί
να είναι ορισμένος, -η, -ο
να έχουν οριστεί
να είναι ορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presόριζεορίζετεορίζεστε
Aoristόρισεορίστεορίσουοριστείτε
Part
izip
Presορίζονταςοριζόμενος
Perfέχοντας ορίσει, έχοντας ορισμένοορισμένος, -η, -οορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristορίσειοριστεί















Griechische Definition zu ορίζω

ορίζω [orízo] -ομαι μππ. ορισμένος* : I1. αναφέρω, περιγράφω τα κύρια χαρακτηριστικά. α. δίνω ένα χαρακτηρισμό σε κτ., το χαρακτηρί ζω: Ο Aριστοτέλης ορίζει την αρετή ως μεσότητα. Ο μονισμός και ο δυϊσμός ορίζονται ως έννοιες αντίθετες. β. διατυπώνω τον ορισμό μιας λέξης ή έννοιας: Mπορείς να μου ορίσεις την έννοια έθνος; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback