begrenzen
 Verb

περιορίζω Verb
(2)
DeutschGriechisch
Die Ersetzung des Wortes "begrenzen" durch das Wort "verhindern" ist angezeigt, weil sich der erste Begriff auf den, wenn auch begrenzten, Kontakt des Menschen und der Umwelt bezieht, der letztere Begriff jedoch diesen ausschließt.Η αντικατάσταση της λέξης «περιορίζω» με την λέξη «προλαμβάνω» επιβάλλεται, διότι ενώ η πρώτη υποδηλώνει έκθεση του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, έστω και περιορισμένη, η δεύτερη το αποκλείει.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
begrenzen
definieren
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιορίζωπεριορίζουμε, περιορίζομεπεριορίζομαιπεριοριζόμαστε
περιορίζειςπεριορίζετεπεριορίζεσαιπεριορίζεστε, περιοριζόσαστε
περιορίζειπεριορίζουν(ε)περιορίζεταιπεριορίζονται
Imper
fekt
περιόριζαπεριορίζαμεπεριοριζόμουν(α)περιοριζόμαστε, περιοριζόμασταν
περιόριζεςπεριορίζατεπεριοριζόσουν(α)περιοριζόσαστε, περιοριζόσασταν
περιόριζεπεριόριζαν, περιορίζαν(ε)περιοριζόταν(ε)περιορίζονταν, περιοριζόντανε, περιοριζόντουσαν
Aoristπεριόρισαπεριορίσαμεπεριορίστηκαπεριοριστήκαμε
περιόρισεςπεριορίσατεπεριορίστηκεςπεριοριστήκατε
περιόρισεπεριόρισαν, περιορίσαν(ε)περιορίστηκεπεριορίστηκαν, περιοριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω περιορίσει
έχω περιορισμένο
έχουμε περιορίσει
έχουμε περιορισμένο
έχω περιοριστεί
είμαι περιορισμένος, -η
έχουμε περιοριστεί
είμαστε περιορισμένοι, -ες
έχεις περιορίσει
έχεις περιορισμένο
έχετε περιορίσει
έχετε περιορισμένο
έχεις περιοριστεί
είσαι περιορισμένος, -η
έχετε περιοριστεί
είστε περιορισμένοι, -ες
έχει περιορίσει
έχει περιορισμένο
έχουν περιορίσει
έχουν περιορισμένο
έχει περιοριστεί
είναι περιορισμένος, -η, -ο
έχουν περιοριστεί
είναι περιορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα περιορίσει
είχα περιορισμένο
είχαμε περιορίσει
είχαμε περιορισμένο
είχα περιοριστεί
ήμουν περιορισμένος, -η
είχαμε περιοριστεί
ήμαστε περιορισμένοι, -ες
είχες περιορίσει
είχες περιορισμένο
είχατε περιορίσει
είχατε περιορισμένο
είχες περιοριστεί
ήσουν περιορισμένος, -η
είχατε περιοριστεί
ήσαστε περιορισμένοι, -ες
είχε περιορίσει
είχε περιορισμένο
είχαν περιορίσει
είχαν περιορισμένο
είχε περιοριστεί
ήταν περιορισμένος, -η, -ο
είχαν περιοριστεί
ήταν περιορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιορίζωθα περιορίζουμε, θα περιορίζομεθα περιορίζομαιθα περιοριζόμαστε
θα περιορίζειςθα περιορίζετεθα περιορίζεσαιθα περιορίζεστε, θα περιοριζόσαστε
θα περιορίζειθα περιορίζουν(ε)θα περιορίζεταιθα περιορίζονται
Fut
ur
θα περιορίσωθα περιορίσουμε, θα περιορίζομεθα περιοριστώθα περιοριστούμε
θα περιορίσειςθα περιορίσετεθα περιοριστείςθα περιοριστείτε
θα περιορίσειθα περιορίσουν(ε)θα περιοριστείθα περιοριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιορίσει
θα έχω περιορισμένο
θα έχουμε περιορίσει
θα έχουμε περιορισμένο
θα έχω περιοριστεί
θα είμαι περιορισμένος, -η
θα έχουμε περιοριστεί
θα είμαστε περιορισμένοι, -ες
θα έχεις περιορίσει
θα έχεις περιορισμένο
θα έχετε περιορίσει
θα έχετε περιορισμένο
θα έχεις περιοριστεί
θα είσαι περιορισμένος, -η
θα έχετε περιοριστεί
θα είστε περιορισμένοι, -ες
θα έχει περιορίσει
θα έχει περιορισμένο
θα έχουν περιορίσει
θα έχουν περιορισμένο
θα έχει περιοριστεί
θα είναι περιορισμένος, -η, -ο
θα έχουν περιοριστεί
θα είναι περιορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιορίζωνα περιορίζουμε, να περιορίζομενα περιορίζομαινα περιοριζόμαστε
να περιορίζειςνα περιορίζετενα περιορίζεσαινα περιορίζεστε, να περιοριζόσαστε
να περιορίζεινα περιορίζουν(ε)να περιορίζεταινα περιορίζονται
Aoristνα περιορίσωνα περιορίσουμε, να περιορίσομενα περιοριστώνα περιοριστούμε
να περιορίσειςνα περιορίσετενα περιοριστείςνα περιοριστείτε
να περιορίσεινα περιορίσουν(ε)να περιοριστείνα περιοριστούν(ε)
Perfνα έχω περιορίσει
να έχω περιορισμένο
να έχουμε περιορίσει
να έχουμε περιορισμένο
να έχω περιοριστεί
να είμαι περιορισμένος, -η
να έχουμε περιοριστεί
να είμαστε περιορισμένοι, -ες
να έχεις περιορίσει
να έχεις περιορισμένο
να έχετε περιορίσει
να έχετε περιορισμένο
να έχεις περιοριστεί
να είσαι περιορισμένος, -η
να έχετε περιοριστεί
να είστε περιορισμένοι, -ες
να έχει περιορίσει
να έχει περιορισμένο
να έχουν περιορίσει
να έχουν περιορισμένο
να έχει περιοριστεί
να είναι περιορισμένος, -η, -ο
να έχουν περιοριστεί
να είναι περιορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπεριόριζεπεριορίζετεπεριορίζεστε
Aoristπεριόρισεπεριορίστεπεριορίσουπεριοριστείτε
Part
izip
Presπεριορίζονταςπεριοριζόμενος
Perfέχοντας περιορίσει, έχοντας περιορισμένοπεριορισμένος, -η, -οπεριορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεριορίσειπεριοριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback