ορίζω Verb (2) |
προσδιορίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich habe geantwortet, dass ich sie nicht eigenmächtig definieren würde und dass es auch nicht förderlich sei, dies zu tun; andernfalls würden sie nicht über meinen eigenen Horizont hinausgehen. Die Idee ist, dass Menschenrechte bereits definiert wurden und dass die Länder verpflichtet sind, sie zu achten. | Είπα ότι δεν θα πρέπει να τα ορίζω μόνη μου και ότι δεν θα άξιζε να πράξω κάτι τέτοιο· ειδεμή, δεν θα μπορούσαν να έχουν εμβέλεια πέρα από το κατώφλι του σπιτιού μου, καθώς το νόημα είναι ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν ήδη οριστεί και ότι οι χώρες έχουν δεσμευτεί να τα σέβονται. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
begrenzen |
definieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | definiere | ||
du | definierst | |||
er, sie, es | definiert | |||
Präteritum | ich | definierte | ||
Konjunktiv II | ich | definierte | ||
Imperativ | Singular | definiere! definier! | ||
Plural | definiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
definiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:definieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ορίζω | ορίζουμε, ορίζομε | ορίζομαι | οριζόμαστε |
ορίζεις | ορίζετε | ορίζεσαι | ορίζεστε, οριζόσαστε | ||
ορίζει | ορίζουν(ε) | ορίζεται | ορίζονται | ||
Imper fekt | όριζα | ορίζαμε | οριζόμουν(α) | οριζόμαστε, οριζόμασταν | |
όριζες | ορίζατε | οριζόσουν(α) | οριζόσαστε, οριζόσασταν | ||
όριζε | όριζαν, ορίζαν(ε) | οριζόταν(ε) | ορίζονταν, οριζόντανε, οριζόντουσαν | ||
Aorist | όρισα | ορίσαμε | ορίστηκα | οριστήκαμε | |
όρισες | ορίσατε | ορίστηκες | οριστήκατε | ||
όρισε | όρισαν, ορίσαν(ε) | ορίστηκε | ορίστηκαν, οριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ορίσει έχω ορισμένο | έχουμε ορίσει έχουμε ορισμένο | έχω οριστεί είμαι ορισμένος, -η | έχουμε οριστεί είμαστε ορισμένοι, -ες | |
έχεις ορίσει έχεις ορισμένο | έχετε ορίσει έχετε ορισμένο | έχεις οριστεί είσαι ορισμένος, -η | έχετε οριστεί είστε ορισμένοι, -ες | ||
έχει ορίσει έχει ορισμένο | έχουν ορίσει έχουν ορισμένο | έχει οριστεί είναι ορισμένος, -η, -ο | έχουν οριστεί είναι ορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ορίσει είχα ορισμένο | είχαμε ορίσει είχαμε ορισμένο | είχα οριστεί ήμουν ορισμένος, -η | είχαμε οριστεί ήμαστε ορισμένοι, -ες | |
είχες ορίσει είχες ορισμένο | είχατε ορίσει είχατε ορισμένο | είχες οριστεί ήσουν ορισμένος, -η | είχατε οριστεί ήσαστε ορισμένοι, -ες | ||
είχε ορίσει είχε ορισμένο | είχαν ορίσει είχαν ορισμένο | είχε οριστεί ήταν ορισμένος, -η, -ο | είχαν οριστεί ήταν ορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ορίζω | θα ορίζουμε, | θα ορίζομαι | θα οριζόμαστε | |
θα ορίζεις | θα ορίζετε | θα ορίζεσαι | θα ορίζεστε, | ||
θα ορίζει | θα ορίζουν(ε) | θα ορίζεται | θα ορίζονται | ||
Fut ur | θα ορίσω | θα ορίσουμε, | θα οριστώ | θα οριστούμε | |
θα ορίσεις | θα ορίσετε | θα οριστείς | θα οριστείτε | ||
θα ορίσει | θα ορίσουν(ε) | θα οριστεί | θα οριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ορίζω | να ορίζουμε, | να ορίζομαι | να οριζόμαστε |
να ορίζεις | να ορίζετε | να ορίζεσαι | να ορίζεστε, | ||
να ορίζει | να ορίζουν(ε) | να ορίζεται | να ορίζονται | ||
Aorist | να ορίσω | να ορίσουμε, | να οριστώ | να οριστούμε | |
να ορίσεις | να ορίσετε | να οριστείς | να οριστείτε | ||
να ορίσει | να ορίσουν(ε) | να οριστεί | να οριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ορίσει | να έχουμε ορίσει | να έχω οριστεί | να έχουμε οριστεί | |
να έχεις ορίσει | να έχετε ορίσει | να έχεις οριστεί | να έχετε οριστεί | ||
να έχει ορίσει | να έχουν ορίσει | να έχει οριστεί | να έχουν οριστεί | ||
Imper ativ | Pres | όριζε | ορίζετε | ορίζεστε | |
Aorist | όρισε | ορίστε | ορίσου | οριστείτε | |
Part izip | Pres | ορίζοντας | οριζόμενος | ||
Perf | έχοντας ορίσει, έχοντας ορισμένο | ορισμένος, -η, -ο | ορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ορίσει | οριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.