veranlassen
 Verb

οδηγώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wir sollten veranlassen, sofort einige Boten zu kriegen.Να φροντισουμε τοτε να ειδοποιησουμε αχθοφορους.

Übersetzung nicht bestätigt

Und er kann veranlassen, dass Boten uns zurückbringen?Μπορει να φερει τους αχθοφορους να μας πανε πισω;

Übersetzung nicht bestätigt

Kannst du sie zum Warten veranlassen?Γιατι δεν τους λες να μας περιμενουν;

Übersetzung nicht bestätigt

Der Senat und das Repräsentantenhaus soll veranlassen, dass ein ausreichend großes Darlehen bewilligt wird um ein nationales Pfadfinderlager zu errichten. Das Darlehen wird von amerikanischen Jungen an die Vereinigten Staaten zurückgezahlt.Αιτούμαι έγκρισης από τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπωv... vα δοθεi χρηματικό ποσό ως δάνειο, το οποίο θα επαρκεi... για τηv κατασκευή εθvικής κατασκήνωσης και θα πληρωθεi στο υπουργείο οικονομικών από τις συvεισφορές των αγοριώv.

Übersetzung nicht bestätigt

Schön, ich werde das Nötige veranlassen.Θα κάνω ότι είναι απαραίτητο.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
οδηγώ, odigao">οδηγάωοδηγούμεοδηγούμαιοδηγούμαστε
οδηγείςοδηγείτεοδηγείσαιοδηγείστε
οδηγείοδηγούν(ε)οδηγείταιοδηγούνται
Imper
fekt
οδηγούσαοδηγούσαμεοδηγούμουνοδηγούμαστε
οδηγούσεςοδηγούσατε
οδηγούσεοδηγούσαν(ε)οδηγούνταν, οδηγείτοοδηγούνταν, οδηγούντο
Aoristοδήγησαοδηγήσαμεοδηγήθηκαοδηγηθήκαμε
οδήγησεςοδηγήσατεοδηγήθηκεςοδηγηθήκατε
οδήγησεοδήγησαν, οδηγήσαν(ε)οδηγήθηκεοδηγήθηκαν, οδηγηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω οδηγήσει
έχω οδηγημένο
έχουμε οδηγήσει
έχουμε οδηγημένο
έχω οδηγηθεί
είμαι οδηγημένος, -η
έχουμε οδηγηθεί
είμαστε οδηγημένοι, -ες
έχεις οδηγήσει
έχεις οδηγημένο
έχετε οδηγήσει
έχετε οδηγημένο
έχεις οδηγηθεί
είσαι οδηγημένος, -η
έχετε οδηγηθεί
είστε οδηγημένοι, -ες
έχει οδηγήσει
έχει οδηγημένο
έχουν οδηγήσει
έχουν οδηγημένο
έχει οδηγηθεί
είναι οδηγημένος, -η, -ο
έχουν οδηγηθεί
είναι οδηγημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα οδηγήσει
είχα οδηγημένο
είχαμε οδηγήσει
είχαμε οδηγημένο
είχα οδηγηθεί
ήμουν οδηγημένος, -η
είχαμε οδηγηθεί
ήμαστε οδηγημένοι, -ες
είχες οδηγήσει
είχες οδηγημένο
είχατε οδηγήσει
είχατε οδηγημένο
είχες οδηγηθεί
ήσουν οδηγημένος, -η
είχατε οδηγηθεί
ήσαστε οδηγημένοι, -ες
είχε οδηγήσει
είχε οδηγημένο
είχαν οδηγήσει
είχαν οδηγημένο
είχε οδηγηθεί
ήταν οδηγημένος, -η, -ο
είχαν οδηγηθεί
ήταν οδηγημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα οδηγώθα οδηγούμεθα οδηγούμαιθα οδηγούμαστε
θα οδηγείςθα οδηγείτεθα οδηγείσαιθα οδηγείστε
θα οδηγείθα οδηγούν(ε)θα οδηγείταιθα οδηγούνται
Fut
ur
θα οδηγήσωθα οδηγήσουμεθα οδηγηθώθα οδηγηθούμε
θα οδηγήσειςθα οδηγήσετεθα οδηγηθείςθα οδηγηθείτε
θα οδηγήσειθα οδηγήσουν(ε)θα οδηγηθείθα οδηγηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω οδηγήσει
θα έχω οδηγημένο
θα έχουμε οδηγήσει
θα έχουμε οδηγημένο
θα έχω οδηγηθεί
θα είμαι οδηγημένος, -η
θα έχουμε οδηγηθεί
θα είμαστε οδηγημένοι, -ες
θα έχεις οδηγήσει
θα έχεις οδηγημένο
θα έχετε οδηγήσει
θα έχετε οδηγημένο
θα έχεις οδηγηθεί
θα είσαι οδηγημένος, -η
θα έχετε οδηγηθεί
θα είστε οδηγημένοι, -η
θα έχει οδηγήσει
θα έχει οδηγημένο
θα έχουν οδηγήσει
θα έχουν οδηγημένο
θα έχει οδηγηθεί
θα είναι οδηγημένος, -η, -ο
θα έχουν οδηγηθεί
θα είναι οδηγημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να οδηγώνα οδηγούμενα οδηγούμαινα οδηγούμαστε
να οδηγείςνα οδηγείτενα οδηγείσαινα οδηγείστε
να οδηγείνα οδηγούν(ε)να οδηγείταινα οδηγούνται
Aoristνα οδηγήσωνα οδηγήσουμε, να οδηγήσομενα οδηγηθώνα οδηγηθούμε
να οδηγήσειςνα οδηγήσετενα οδηγηθείςνα οδηγηθείτε
να οδηγήσεινα οδηγήσουν(ε)να οδηγηθείνα οδηγηθούν(ε)
Perfνα έχω οδηγήσει
να έχω οδηγημένο
να έχουμε οδηγήσει
να έχουμε οδηγημένο
να έχω οδηγηθεί
να είμαι οδηγημένος, -η
να έχουμε οδηγηθεί
να είμαστε οδηγημένοι, -ες
να έχεις οδηγήσει
να έχεις οδηγημένο
να έχετε οδηγήσει
να έχετε οδηγημένο
να έχεις οδηγηθεί
να είσαι οδηγημένος, -η
να έχετε οδηγηθεί
να είστε οδηγημένοι, -ες
να έχει οδηγήσει
να έχει οδηγημένο
να έχουν οδηγήσει
να έχουν οδηγημένο
να έχει οδηγηθεί
να είναι οδηγημένος, -η, -ο
να έχουν οδηγηθεί
να είναι οδηγημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presοδηγείτεοδηγείστε
Aoristοδήγησεοδηγήστε, οδηγήσετεοδηγήσουοδηγηθείτε
Part
izip
Presοδηγώντας
Perfέχοντας οδηγήσει
έχοντας οδηγημένο
οδηγημένος, -η, -οοδηγημένοι, -ες, -α
InfinAoristοδηγήσειοδηγηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback