διατάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Lassen Sie es sich verordnen. Sie muss es nach jeder Mahlzeit nehmen. | Να έχεις την συνταγή συμπληρωμένη και να βεβαιωθείς ότι θα την παίρνει έπειτα από κάθε γεύμα. Übersetzung nicht bestätigt |
Haben wir dafür so lange auf Sie gewartet? Nur damit Sie ihr Pillen geben und Bettruhe verordnen? | Περιμέναμε τόση ώρα για να έρθεις να της δώσεις χάπια και να της πεις να μείνει στο κρεβάτι; Übersetzung nicht bestätigt |
Sie alle kennen Dr. Baker. Er würde nie einen Viertel Liter Medizin verordnen! | Δεν έχω ακούσει ποτέ τον γιατρό Baker να συμβουλεύει τους ασθενείς του να πίνουν για να μείνουν υγιείς. Übersetzung nicht bestätigt |
"Wir, Gaius Caligula Cäsar, verordnen einen Monat öffentliche Trauer für unsere geliebte Schwester Drusilla. | Ο Γάιος Kαίσαρας Kαλιγούλας θέσπισε διάταγμα δημόσιου πένθους επί ένα μήνα για την αγαπημένη μας αδελφή Δρουσίλα. Übersetzung nicht bestätigt |
Was verordnen Sie? | -Τι συστήνετε; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
anweisen |
diktieren |
veranlassen |
verordnen |
verfügen |
das letzte Wort haben |
(über etwas) befinden |
(jdm. etwas) verpassen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verordne | ||
du | verordnest | |||
er, sie, es | verordnet | |||
Präteritum | ich | verordnete | ||
Konjunktiv II | ich | verordnete | ||
Imperativ | Singular | verordne! | ||
Plural | verordnet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verordnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verordnen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διατάζω (diatasso">διατάσσω) | διατάζουμε, διατάζομε | διατάζομαι | διαταζόμαστε |
διατάζεις | διατάζετε | διατάζεσαι | διατάζεστε, διαταζόσαστε | ||
διατάζει | διατάζουν(ε) | διατάζεται | διατάζονται | ||
Imper fekt | διέταζα | διατάζαμε | διαταζόμουν(α) | διαταζόμαστε, διαταζόμασταν | |
διέταζες | διατάζατε | διαταζόσουν(α) | διαταζόσαστε, διαταζόσασταν | ||
διέταζε | διέταζαν, διατάζαν(ε) | διαταζόταν(ε) | διατάζονταν, διαταζόντανε, διαταζόντουσαν | ||
Aorist | διέταξα | διατάξαμε | διατάχτηκα | διαταχτήκαμε | |
διέταξες | διατάξατε | διατάχτηκες | διαταχτήκατε | ||
διέταξε | διέταξαν, διατάξαν(ε) | διατάχτηκε | διατάχτηκαν, διαταχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διατάξει | έχουμε διατάξει | έχω διαταχτεί | έχουμε διαταχτεί | |
έχεις διατάξει έχεις διαταγμένο | έχετε διατάξει έχετε διαταγμένο | έχεις διαταχτεί είσαι διαταγμένος, -η | έχετε διαταχτεί είστε διαταγμένοι, -ες | ||
έχει διατάξει | έχουν διατάξει | έχει διαταχτεί | έχουν διαταχτεί | ||
Plu per fekt | είχα διατάξει | είχαμε διατάξει | είχα διαταχτεί | είχαμε διαταχτεί | |
είχες διατάξει είχες διαταγμένο | είχατε διατάξει είχατε διαταγμένο | είχες διαταχτεί ήσουν διαταγμένος, -η | είχατε διαταχτεί ήσαστε διαταγμένοι, -ες | ||
είχε διατάξει είχε διαταγμένο | είχαν διατάξει είχαν διαταγμένο | είχε διαταχτεί ήταν διαταγμένος, -η, -ο | είχαν διαταχτεί ήταν διαταγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διατάζω | θα διατάζουμε, θα διατάζομε | θα διατάζομαι | θα διαταζόμαστε | |
θα διατάζεις | θα διατάζετε | θα διατάζεσαι | θα διατάζεστε, | ||
θα διατάζει | θα διατάζουν(ε) | θα διατάζεται | θα διατάζονται | ||
Fut ur | θα διατάξω | θα διατάξουμε, | θα διαταχτώ | θα διαταχτούμε | |
θα διατάξεις | θα διατάξετε | θα διαταχτείς | θα διαταχτείτε | ||
θα διατάξει | θα διατάξουν(ε) | θα διαταχτεί | θα διαταχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διατάξει | θα έχουμε διατάξει | θα έχω διαταχτεί | θα έχουμε διαταχτεί | |
θα έχεις διατάξει θα έχεις διαταγμένο | θα έχετε διατάξει θα έχετε διαταγμένο | θα έχεις διαταχτεί θα είσαι διαταγμένος, -η | θα έχετε διαταχτεί θα είστε διαταγμένοι, -ες | ||
θα έχει διατάξει θα έχει διαταγμένο | θα έχουν διατάξει θα έχουν διαταγμένο | θα έχει διαταχτεί θα είναι διαταγμένος, -η, -ο | θα έχουν διαταχτεί θα είναι διαταγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διατάζω | να διατάζουμε, | να διατάζομαι | να διαταζόμαστε |
να διατάζεις | να διατάζετε | να διατάζεσαι | να διατάζεστε, | ||
να διατάζει | να διατάζουν(ε) | να διατάζεται | να διατάζονται | ||
Aorist | να διατάξω | να διατάξουμε, | να διαταχτώ | να διαταχτούμε | |
να διατάξεις | να διατάξετε | να διαταχτείς | να διαταχτείτε | ||
να διατάξει | να διατάξουν(ε) | να διαταχτεί | να διαταχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω διατάξει | να έχουμε διατάξει | να έχω διαταχτεί | να έχουμε διαταχτεί | |
να έχεις διατάξει | να έχετε διατάξει | να έχεις διαταχτεί | να έχετε διαταχτεί | ||
να έχει διατάξει | να έχουν διατάξει | να έχει διαταχτεί | να έχουν διαταχτεί | ||
Imper ativ | Pres | διέταζε | διατάζετε | διατάζεστε | |
Aorist | διέταξε | διατάξτε, διατάχτε | διατάξου | διαταχτείτε | |
Part izip | Pres | διατάζοντας | |||
Perf | έχοντας διατάξει, έχοντας διαταγμένο | διαταγμένος, -η, -ο | διαταγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διατάξει | διαταχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.