διατάζω altgriechisch διατάσσω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
"Θα διατάζω το κάθε τι, είτε ψάρι είτε πουλερικό "Μ' ένα γάβγισμα, γάβγισμα κι ένα βασιλικό βρύχισμα | Ich würde allen befehlen, seien sie Fisch oder Vogel mit einem Wau einem Wau und einem königlichen Geknurr. Übersetzung nicht bestätigt |
Σας διατάζω να μας συνoδέψετε στoυς θαλάμoυς απoρρόφησης. | Wir befehlen Ihnen, uns zu den Absorptionskammern zu begleiten. Übersetzung nicht bestätigt |
Δεν μπορώ να σε διατάζω πια, Γκάρετ. | Ich kann nichts mehr befehlen, Garret. Übersetzung nicht bestätigt |
Τώρα σε διατάζω να μας ελευθερώσεις. | Wir befehlen unsere Freilassung. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
προστάζω |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διατάζω (diatasso">διατάσσω) | διατάζουμε, διατάζομε | διατάζομαι | διαταζόμαστε |
διατάζεις | διατάζετε | διατάζεσαι | διατάζεστε, διαταζόσαστε | ||
διατάζει | διατάζουν(ε) | διατάζεται | διατάζονται | ||
Imper fekt | διέταζα | διατάζαμε | διαταζόμουν(α) | διαταζόμαστε, διαταζόμασταν | |
διέταζες | διατάζατε | διαταζόσουν(α) | διαταζόσαστε, διαταζόσασταν | ||
διέταζε | διέταζαν, διατάζαν(ε) | διαταζόταν(ε) | διατάζονταν, διαταζόντανε, διαταζόντουσαν | ||
Aorist | διέταξα | διατάξαμε | διατάχτηκα | διαταχτήκαμε | |
διέταξες | διατάξατε | διατάχτηκες | διαταχτήκατε | ||
διέταξε | διέταξαν, διατάξαν(ε) | διατάχτηκε | διατάχτηκαν, διαταχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διατάξει | έχουμε διατάξει | έχω διαταχτεί | έχουμε διαταχτεί | |
έχεις διατάξει έχεις διαταγμένο | έχετε διατάξει έχετε διαταγμένο | έχεις διαταχτεί είσαι διαταγμένος, -η | έχετε διαταχτεί είστε διαταγμένοι, -ες | ||
έχει διατάξει | έχουν διατάξει | έχει διαταχτεί | έχουν διαταχτεί | ||
Plu per fekt | είχα διατάξει | είχαμε διατάξει | είχα διαταχτεί | είχαμε διαταχτεί | |
είχες διατάξει είχες διαταγμένο | είχατε διατάξει είχατε διαταγμένο | είχες διαταχτεί ήσουν διαταγμένος, -η | είχατε διαταχτεί ήσαστε διαταγμένοι, -ες | ||
είχε διατάξει είχε διαταγμένο | είχαν διατάξει είχαν διαταγμένο | είχε διαταχτεί ήταν διαταγμένος, -η, -ο | είχαν διαταχτεί ήταν διαταγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διατάζω | θα διατάζουμε, θα διατάζομε | θα διατάζομαι | θα διαταζόμαστε | |
θα διατάζεις | θα διατάζετε | θα διατάζεσαι | θα διατάζεστε, | ||
θα διατάζει | θα διατάζουν(ε) | θα διατάζεται | θα διατάζονται | ||
Fut ur | θα διατάξω | θα διατάξουμε, | θα διαταχτώ | θα διαταχτούμε | |
θα διατάξεις | θα διατάξετε | θα διαταχτείς | θα διαταχτείτε | ||
θα διατάξει | θα διατάξουν(ε) | θα διαταχτεί | θα διαταχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διατάξει | θα έχουμε διατάξει | θα έχω διαταχτεί | θα έχουμε διαταχτεί | |
θα έχεις διατάξει θα έχεις διαταγμένο | θα έχετε διατάξει θα έχετε διαταγμένο | θα έχεις διαταχτεί θα είσαι διαταγμένος, -η | θα έχετε διαταχτεί θα είστε διαταγμένοι, -ες | ||
θα έχει διατάξει θα έχει διαταγμένο | θα έχουν διατάξει θα έχουν διαταγμένο | θα έχει διαταχτεί θα είναι διαταγμένος, -η, -ο | θα έχουν διαταχτεί θα είναι διαταγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διατάζω | να διατάζουμε, | να διατάζομαι | να διαταζόμαστε |
να διατάζεις | να διατάζετε | να διατάζεσαι | να διατάζεστε, | ||
να διατάζει | να διατάζουν(ε) | να διατάζεται | να διατάζονται | ||
Aorist | να διατάξω | να διατάξουμε, | να διαταχτώ | να διαταχτούμε | |
να διατάξεις | να διατάξετε | να διαταχτείς | να διαταχτείτε | ||
να διατάξει | να διατάξουν(ε) | να διαταχτεί | να διαταχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω διατάξει | να έχουμε διατάξει | να έχω διαταχτεί | να έχουμε διαταχτεί | |
να έχεις διατάξει | να έχετε διατάξει | να έχεις διαταχτεί | να έχετε διαταχτεί | ||
να έχει διατάξει | να έχουν διατάξει | να έχει διαταχτεί | να έχουν διαταχτεί | ||
Imper ativ | Pres | διέταζε | διατάζετε | διατάζεστε | |
Aorist | διέταξε | διατάξτε, διατάχτε | διατάξου | διαταχτείτε | |
Part izip | Pres | διατάζοντας | |||
Perf | έχοντας διατάξει, έχοντας διαταγμένο | διαταγμένος, -η, -ο | διαταγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διατάξει | διαταχτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | befehle | ||
du | befiehlst | |||
er, sie, es | befiehlt | |||
Präteritum | ich | befahl | ||
Konjunktiv II | ich | befähle beföhle | ||
Imperativ | Singular | befiehl! | ||
Plural | befehlt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
befohlen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:befehlen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ordne an | ||
du | ordnest an | |||
er, sie, es | ordnet an | |||
Präteritum | ich | ordnete an | ||
Konjunktiv II | ich | ordnete an | ||
Imperativ | Singular | ordne an! | ||
Plural | ordnet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angeordnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anordnen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verordne | ||
du | verordnest | |||
er, sie, es | verordnet | |||
Präteritum | ich | verordnete | ||
Konjunktiv II | ich | verordnete | ||
Imperativ | Singular | verordne! | ||
Plural | verordnet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verordnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verordnen |
διατάζω [δiatázo] -ομαι Ρ αόρ. διέταξα, απαρέμφ. διατάξει, παθ. αόρ. διατάχτηκα, απαρέμφ. διαταχτεί : εκδηλώνω την επιθυμία μου: α. ως διαταγή: Σε διατάζω να σταθείς προσοχή. Ο λοχαγός διέταξε να επιτεθούμε. Διέταξε να θανατώσουν τους αιχμαλώτους. || Διατάξτε!, ως απάντηση ιδίως στρατιωτικού σε ονομαστική πρόσκλησή του από έναν ανώτερο. β. δίνοντας εντολή σε κπ. να κάνει κτ.: Ο γιατρός διέταξε για τον ασθενή ανάπαυση / αυστηρή δίαιτα. || Διατάχτηκε να φύγει για τη νέα του θέση.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.