διατάζω Verb  [diatazo, thiatazo, diatazw]

  Verb
(4)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu διατάζω

διατάζω altgriechisch διατάσσω


GriechischDeutsch
"Θα διατάζω το κάθε τι, είτε ψάρι είτε πουλερικό "Μ' ένα γάβγισμα, γάβγισμα κι ένα βασιλικό βρύχισμαIch würde allen befehlen, seien sie Fisch oder Vogel mit einem Wau einem Wau und einem königlichen Geknurr.

Übersetzung nicht bestätigt

Σας διατάζω να μας συνoδέψετε στoυς θαλάμoυς απoρρόφησης.Wir befehlen Ihnen, uns zu den Absorptionskammern zu begleiten.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν μπορώ να σε διατάζω πια, Γκάρετ.Ich kann nichts mehr befehlen, Garret.

Übersetzung nicht bestätigt

Τώρα σε διατάζω να μας ελευθερώσεις.Wir befehlen unsere Freilassung.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
προστάζω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διατάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διατάζω (diatasso">διατάσσω)διατάζουμε, διατάζομεδιατάζομαιδιαταζόμαστε
διατάζειςδιατάζετεδιατάζεσαιδιατάζεστε, διαταζόσαστε
διατάζειδιατάζουν(ε)διατάζεταιδιατάζονται
Imper
fekt
διέταζαδιατάζαμεδιαταζόμουν(α)διαταζόμαστε, διαταζόμασταν
διέταζεςδιατάζατεδιαταζόσουν(α)διαταζόσαστε, διαταζόσασταν
διέταζεδιέταζαν, διατάζαν(ε)διαταζόταν(ε)διατάζονταν, διαταζόντανε, διαταζόντουσαν
Aoristδιέταξαδιατάξαμεδιατάχτηκαδιαταχτήκαμε
διέταξεςδιατάξατεδιατάχτηκεςδιαταχτήκατε
διέταξεδιέταξαν, διατάξαν(ε)διατάχτηκεδιατάχτηκαν, διαταχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διατάξει
έχω διαταγμένο
έχουμε διατάξει
έχουμε διαταγμένο
έχω διαταχτεί
είμαι διαταγμένος, -η
έχουμε διαταχτεί
είμαστε διαταγμένοι, -ες
έχεις διατάξει
έχεις διαταγμένο
έχετε διατάξει
έχετε διαταγμένο
έχεις διαταχτεί
είσαι διαταγμένος, -η
έχετε διαταχτεί
είστε διαταγμένοι, -ες
έχει διατάξει
έχει διαταγμένο
έχουν διατάξει
έχουν διαταγμένο
έχει διαταχτεί
είναι διαταγμένος, -η, -ο
έχουν διαταχτεί
είναι διαταγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διατάξει
είχα διαταγμένο
είχαμε διατάξει
είχαμε διαταγμένο
είχα διαταχτεί
ήμουν διαταγμένος, -η
είχαμε διαταχτεί
ήμαστε διαταγμένοι, -ες
είχες διατάξει
είχες διαταγμένο
είχατε διατάξει
είχατε διαταγμένο
είχες διαταχτεί
ήσουν διαταγμένος, -η
είχατε διαταχτεί
ήσαστε διαταγμένοι, -ες
είχε διατάξει
είχε διαταγμένο
είχαν διατάξει
είχαν διαταγμένο
είχε διαταχτεί
ήταν διαταγμένος, -η, -ο
είχαν διαταχτεί
ήταν διαταγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διατάζωθα διατάζουμε, θα διατάζομεθα διατάζομαιθα διαταζόμαστε
θα διατάζειςθα διατάζετεθα διατάζεσαιθα διατάζεστε, θα διαταζόσαστε
θα διατάζειθα διατάζουν(ε)θα διατάζεταιθα διατάζονται
Fut
ur
θα διατάξωθα διατάξουμε, θα διατάξομεθα διαταχτώθα διαταχτούμε
θα διατάξειςθα διατάξετεθα διαταχτείςθα διαταχτείτε
θα διατάξειθα διατάξουν(ε)θα διαταχτείθα διαταχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διατάξει
θα έχω διαταγμένο
θα έχουμε διατάξει
θα έχουμε διαταγμένο
θα έχω διαταχτεί
θα είμαι διαταγμένος, -η
θα έχουμε διαταχτεί
θα είμαστε διαταγμένοι, -ες
θα έχεις διατάξει
θα έχεις διαταγμένο
θα έχετε διατάξει
θα έχετε διαταγμένο
θα έχεις διαταχτεί
θα είσαι διαταγμένος, -η
θα έχετε διαταχτεί
θα είστε διαταγμένοι, -ες
θα έχει διατάξει
θα έχει διαταγμένο
θα έχουν διατάξει
θα έχουν διαταγμένο
θα έχει διαταχτεί
θα είναι διαταγμένος, -η, -ο
θα έχουν διαταχτεί
θα είναι διαταγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διατάζωνα διατάζουμε, να διατάζομενα διατάζομαινα διαταζόμαστε
να διατάζειςνα διατάζετενα διατάζεσαινα διατάζεστε, να διαταζόσαστε
να διατάζεινα διατάζουν(ε)να διατάζεταινα διατάζονται
Aoristνα διατάξωνα διατάξουμε, να διατάξομενα διαταχτώνα διαταχτούμε
να διατάξειςνα διατάξετενα διαταχτείςνα διαταχτείτε
να διατάξεινα διατάξουν(ε)να διαταχτείνα διαταχτούν(ε)
Perf να έχω διατάξει
να έχω διαταγμένο
να έχουμε διατάξει
να έχουμε διαταγμένο
να έχω διαταχτεί
να είμαι διαταγμένος, -η
να έχουμε διαταχτεί
να είμαστε διαταγμένοι, -ες
να έχεις διατάξει
να έχεις διαταγμένο
να έχετε διατάξει
να έχετε διαταγμένο
να έχεις διαταχτεί
να είσαι διαταγμένος, -η
να έχετε διαταχτεί
να είστε διαταγμένοι, -ες
να έχει διατάξει
να έχει διαταγμένο
να έχουν διατάξει
να έχουν διαταγμένο
να έχει διαταχτεί
να είναι διαταγμένος, -η, -ο
να έχουν διαταχτεί
να είναι διαταγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιέταζεδιατάζετεδιατάζεστε
Aoristδιέταξεδιατάξτε, διατάχτεδιατάξουδιαταχτείτε
Part
izip
Presδιατάζοντας
Perfέχοντας διατάξει, έχοντας διαταγμένοδιαταγμένος, -η, -οδιαταγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιατάξειδιαταχτεί









Griechische Definition zu διατάζω

διατάζω [δiatázo] -ομαι Ρ αόρ. διέταξα, απαρέμφ. διατάξει, παθ. αόρ. διατάχτηκα, απαρέμφ. διαταχτεί : εκδηλώνω την επιθυμία μου: α. ως διαταγή: Σε διατάζω να σταθείς προσοχή. Ο λοχαγός διέταξε να επιτεθούμε. Διέταξε να θανατώσουν τους αιχμαλώτους. || Διατάξτε!, ως απάντηση ιδίως στρατιωτικού σε ονομαστική πρόσκλησή του από έναν ανώτερο. β. δίνοντας εντολή σε κπ. να κάνει κτ.: Ο γιατρός διέταξε για τον ασθενή ανάπαυση / αυστηρή δίαιτα. || Διατάχτηκε να φύγει για τη νέα του θέση.

[μσν. διατάζω < ελνστ. διατάσσω, αρχ. σημ.: `ορίζω την τάξη΄, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. διαταξ-]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback