anordnen
 Verb

παραγγέλλω Verb
(0)
διατάζω Verb
(0)
διατάσσω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Großbritanniens und Irlands anordnen.Της Μεγαλης Βρετανιας και της Ιρλανδιας.

Übersetzung nicht bestätigt

Und es wird auch ein König sein, der Eure Hinrichtung wegen Hochverrats in exakt 48 Stunden anordnen wird.Και θα ειναι ο Βασιλιας που θα διαταξει την εκτελεση σου για εσχατη προδοσια σε 48 ωρες ακριβως, απο τωρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde es anordnen.Θα το διατάξω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde gleich die vorläufige Behandlung anordnen.Έρχομαι αμέσως να επιβάλω την εισαγωγική θεραπεία.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir mussten die Vollstreckung anordnen.Αναγκαστηκαμε να εκδωσουμε ενταλμα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραγγέλλωπαραγγέλλουμε, παραγγέλλομεπαραγγέλλομαιπαραγγελλόμαστε
παραγγέλλειςπαραγγέλλετεπαραγγέλλεσαιπαραγγέλλεστε, παραγγελλόσαστε
παραγγέλλειπαραγγέλλουν(ε)παραγγέλλεταιπαραγγέλλονται
Imper
fekt
παράγγελλα, παρήγγελλαπαραγγέλλαμεπαραγγελλόμουν(α)παραγγελλόμαστε, παραγγελλόμασταν
παράγγελλες, παρήγγελλεςπαραγγέλλατεπαραγγελλόσουν(α)παραγγελλόσαστε, παραγγελλόσασταν
παράγγελλε, παρήγγελλεπαράγγελλαν, παραγγέλλαν(ε), παρήγγελλανπαραγγελλόταν(ε)παραγγέλλονταν, παραγγελλόντανε, παραγγελλόντουσπαρ
Aoristπαράγγειλα, παρήγγειλαπαραγγείλαμεπαραγγέλθηκαπαραγγελθήκαμε
παράγγειλες, παρήγγειλεςπαραγγείλατεπαραγγέλθηκεςπαραγγελθήκατε
παράγγειλε, παρήγγειλεπαράγγειλαν, παραγγείλαν(ε), παρήγγειλανπαραγγέλθηκεπαραγγέλθηκαν, παραγγελθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραγγείλει
έχω παραγγελεμένο
έχουμε παραγγείλει
έχουμε παραγγελεμένο
έχω παραγγελθεί
είμαι παραγγελεμένος, -η
έχουμε παραγγελθεί
είμαστε παραγγελεμένοι, -ες
έχεις παραγγείλει
έχεις παραγγελεμένο
έχετε παραγγείλει
έχεις παραγγελεμένο
έχεις παραγγελθεί
είσαι παραγγελεμένος, -η
έχετε παραγγελθεί
είστε παραγγελεμένοι, -ες
έχει παραγγείλει
έχει παραγγελεμένο
έχουν παραγγείλει
έχουν παραγγελεμένο
έχει παραγγελθεί
είναι παραγγελεμένος, -η, -ο
έχουν παραγγελθεί
είναι παραγγελεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα παραγγείλει
είχα παραγγελεμένο
είχαμε παραγγείλει
είχαμε παραγγελεμένο
είχα παραγγελθεί
ήμουν παραγγελεμένος, -η
είχαμε παραγγελθεί
ήμαστε παραγγελεμένοι, -ες
είχες παραγγείλει
είχες παραγγελεμένο
είχατε παραγγείλει
είχατε παραγγελεμένο
είχες παραγγελθεί
ήσουν παραγγελεμένος, -η
είχατε παραγγελθεί
ήσαστε παραγγελεμένοι, -ες
είχε παραγγείλει
είχε παραγγελεμένο
είχαν παραγγείλει
είχαν παραγγελεμένο
είχε παραγγελθεί
ήταν παραγγελεμένος, -η, -ο
είχαν παραγγελθεί
ήταν παραγγελεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραγγέλλωθα παραγγέλλουμε, θα παραγγέλλομεθα παραγγέλλομαιθα παραγγελλόμαστε
θα παραγγέλλειςθα παραγγέλλετεθα παραγγέλλεσαιθα παραγγέλλεστε, θα παραγγελλόσαστε
θα παραγγέλλειθα παραγγέλλουν(ε)θα παραγγέλλεταιθα παραγγέλλονται
Fut
ur
θα παραγγείλωθα παραγγείλουμε, θα παραγγείλομεθα παραγγελθώθα παραγγελθούμε
θα παραγγείλειςθα παραγγείλετεθα παραγγελθείςθα παραγγελθείτε
θα παραγγείλειθα παραγγείλουν(ε)θα παραγγελθείθα παραγγελθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραγγείλει
θα έχω παραγγελεμένο
θα έχουμε παραγγείλει
θα έχουμε παραγγελεμένο
θα έχω παραγγελθεί
θα είμαι παραγγελεμένος, -η
θα έχουμε παραγγελθεί
θα είμαστε παραγγελεμένοι, -ες
θα έχεις παραγγείλει
θα έχεις παραγγελεμένο
θα έχετε παραγγείλει
θα έχετε παραγγελεμένο
θα έχεις παραγγελθεί
θα είσαι παραγγελεμένος, -η
θα έχετε παραγγελθεί
θα είστε παραγγελεμένοι, -ες
θα έχει παραγγείλει
θα έχει παραγγελεμένο
θα έχουν παραγγείλει
θα έχουν παραγγελεμένο
θα έχει παραγγελθεί
θα είναι παραγγελεμένος, -η, -ο
θα έχουν παραγγελθεί
θα είναι παραγγελεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραγγέλλωνα παραγγέλλουμε, να παραγγέλλομενα παραγγέλλομαινα παραγγελλόμαστε
να παραγγέλλειςνα παραγγέλλετενα παραγγέλλεσαινα παραγγέλλεστε, να παραγγελλόσαστε
να παραγγέλλεινα παραγγέλλουν(ε)να παραγγέλλεταινα παραγγέλλονται
Aoristνα παραγγείλωνα παραγγείλουμε, να παραγγείλομενα παραγγελθώνα παραγγελθούμε
να παραγγείλειςνα παραγγείλετενα παραγγελθείςνα παραγγελθείτε
να παραγγείλεινα παραγγείλουν(ε)να παραγγελθείνα παραγγελθούν(ε)
Perfνα έχω παραγγείλει
να έχω παραγγελεμένο
να έχουμε παραγγείλει
να έχουμε παραγγελεμένο
να έχω παραγγελθεί
να είμαι παραγγελεμένος, -η
να έχουμε παραγγελθεί
να είμαστε παραγγελεμένοι, -ες
να έχεις παραγγείλει
να έχεις παραγγελεμένο
να έχετε παραγγείλει
να έχετε παραγγελεμένο
να έχεις παραγγελθεί
να είσαι παραγγελεμένος, -η
να έχετε παραγγελθεί
να είστε παραγγελεμένοι, -ες
να έχει παραγγείλει
να έχει παραγγελεμένο
να έχουν παραγγείλει
να έχουν παραγγελεμένο
να έχει παραγγελθεί
να είναι παραγγελεμένος, -η, -ο
να έχουν παραγγελθεί
να είναι παραγγελεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπαράγγελλεπαραγγέλλετεπαραγγέλλεστε
Aoristπαράγγειλεπαραγγείλετε, παραγγείλτεπαραγγελθείτε
Part
izip
Presπαραγγέλλοντας
Perfέχοντας παραγγείλει, έχοντας παραγγελεμένοπαραγγελεμένος, -η, -οπαραγγελεμένοι, -ες, -α
InfinAoristπαραγγείλειπαραγγελθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διατάζω (diatasso">διατάσσω)διατάζουμε, διατάζομεδιατάζομαιδιαταζόμαστε
διατάζειςδιατάζετεδιατάζεσαιδιατάζεστε, διαταζόσαστε
διατάζειδιατάζουν(ε)διατάζεταιδιατάζονται
Imper
fekt
διέταζαδιατάζαμεδιαταζόμουν(α)διαταζόμαστε, διαταζόμασταν
διέταζεςδιατάζατεδιαταζόσουν(α)διαταζόσαστε, διαταζόσασταν
διέταζεδιέταζαν, διατάζαν(ε)διαταζόταν(ε)διατάζονταν, διαταζόντανε, διαταζόντουσαν
Aoristδιέταξαδιατάξαμεδιατάχτηκαδιαταχτήκαμε
διέταξεςδιατάξατεδιατάχτηκεςδιαταχτήκατε
διέταξεδιέταξαν, διατάξαν(ε)διατάχτηκεδιατάχτηκαν, διαταχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διατάξει
έχω διαταγμένο
έχουμε διατάξει
έχουμε διαταγμένο
έχω διαταχτεί
είμαι διαταγμένος, -η
έχουμε διαταχτεί
είμαστε διαταγμένοι, -ες
έχεις διατάξει
έχεις διαταγμένο
έχετε διατάξει
έχετε διαταγμένο
έχεις διαταχτεί
είσαι διαταγμένος, -η
έχετε διαταχτεί
είστε διαταγμένοι, -ες
έχει διατάξει
έχει διαταγμένο
έχουν διατάξει
έχουν διαταγμένο
έχει διαταχτεί
είναι διαταγμένος, -η, -ο
έχουν διαταχτεί
είναι διαταγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διατάξει
είχα διαταγμένο
είχαμε διατάξει
είχαμε διαταγμένο
είχα διαταχτεί
ήμουν διαταγμένος, -η
είχαμε διαταχτεί
ήμαστε διαταγμένοι, -ες
είχες διατάξει
είχες διαταγμένο
είχατε διατάξει
είχατε διαταγμένο
είχες διαταχτεί
ήσουν διαταγμένος, -η
είχατε διαταχτεί
ήσαστε διαταγμένοι, -ες
είχε διατάξει
είχε διαταγμένο
είχαν διατάξει
είχαν διαταγμένο
είχε διαταχτεί
ήταν διαταγμένος, -η, -ο
είχαν διαταχτεί
ήταν διαταγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διατάζωθα διατάζουμε, θα διατάζομεθα διατάζομαιθα διαταζόμαστε
θα διατάζειςθα διατάζετεθα διατάζεσαιθα διατάζεστε, θα διαταζόσαστε
θα διατάζειθα διατάζουν(ε)θα διατάζεταιθα διατάζονται
Fut
ur
θα διατάξωθα διατάξουμε, θα διατάξομεθα διαταχτώθα διαταχτούμε
θα διατάξειςθα διατάξετεθα διαταχτείςθα διαταχτείτε
θα διατάξειθα διατάξουν(ε)θα διαταχτείθα διαταχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διατάξει
θα έχω διαταγμένο
θα έχουμε διατάξει
θα έχουμε διαταγμένο
θα έχω διαταχτεί
θα είμαι διαταγμένος, -η
θα έχουμε διαταχτεί
θα είμαστε διαταγμένοι, -ες
θα έχεις διατάξει
θα έχεις διαταγμένο
θα έχετε διατάξει
θα έχετε διαταγμένο
θα έχεις διαταχτεί
θα είσαι διαταγμένος, -η
θα έχετε διαταχτεί
θα είστε διαταγμένοι, -ες
θα έχει διατάξει
θα έχει διαταγμένο
θα έχουν διατάξει
θα έχουν διαταγμένο
θα έχει διαταχτεί
θα είναι διαταγμένος, -η, -ο
θα έχουν διαταχτεί
θα είναι διαταγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διατάζωνα διατάζουμε, να διατάζομενα διατάζομαινα διαταζόμαστε
να διατάζειςνα διατάζετενα διατάζεσαινα διατάζεστε, να διαταζόσαστε
να διατάζεινα διατάζουν(ε)να διατάζεταινα διατάζονται
Aoristνα διατάξωνα διατάξουμε, να διατάξομενα διαταχτώνα διαταχτούμε
να διατάξειςνα διατάξετενα διαταχτείςνα διαταχτείτε
να διατάξεινα διατάξουν(ε)να διαταχτείνα διαταχτούν(ε)
Perf να έχω διατάξει
να έχω διαταγμένο
να έχουμε διατάξει
να έχουμε διαταγμένο
να έχω διαταχτεί
να είμαι διαταγμένος, -η
να έχουμε διαταχτεί
να είμαστε διαταγμένοι, -ες
να έχεις διατάξει
να έχεις διαταγμένο
να έχετε διατάξει
να έχετε διαταγμένο
να έχεις διαταχτεί
να είσαι διαταγμένος, -η
να έχετε διαταχτεί
να είστε διαταγμένοι, -ες
να έχει διατάξει
να έχει διαταγμένο
να έχουν διατάξει
να έχουν διαταγμένο
να έχει διαταχτεί
να είναι διαταγμένος, -η, -ο
να έχουν διαταχτεί
να είναι διαταγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιέταζεδιατάζετεδιατάζεστε
Aoristδιέταξεδιατάξτε, διατάχτεδιατάξουδιαταχτείτε
Part
izip
Presδιατάζοντας
Perfέχοντας διατάξει, έχοντας διαταγμένοδιαταγμένος, -η, -οδιαταγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιατάξειδιαταχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διατάσσω (diatazo">διατάζω)διατάσσουμε, διατάσσομεδιατάσσομαιδιατασσόμαστε
διατάσσειςδιατάσσετεδιατάσσεσαιδιατάσσεστε, διατασσόσαστε
διατάσσειδιατάσσουν(ε)διατάσσεταιδιατάσσονται
Imper
fekt
διέτασσαδιατάσσαμεδιατασσόμουν(α)διατασσόμαστε, διατασσόμασταν
διέτασσεςδιατάσσατεδιατασσόσουν(α)διατασσόσαστε, διατασσόσασταν
διέτασσεδιέτασσαν, διατάσσαν(ε)διατασσόταν(ε)διατάσσονταν, διατασσόντανε, διατασσόντουσαν
Aoristδιέταξαδιατάξαμεδιατάχθηκα, διατάχτηκαδιαταχθήκαμε, διαταχτήκαμε
διέταξεςδιατάξατεδιατάχθηκες, διατάχτηκεςδιαταχθήκατε, διαταχτήκατε
διέταξεδιέταξαν, διατάξαν(ε)διατάχθηκε, διατάχτηκεδιατάχθηκαν, διαταχθήκαν(ε)
διατάχτηκαν, διαταχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διατάξειέχουμε διατάξειέχω διαταχθεί
έχω διαταχτεί
έχουμε διαταχθεί
έχουμε διαταχτεί
έχεις διατάξειέχετε διατάξειέχεις διαταχθεί
έχεις διαταχτεί
έχετε διαταχθεί
έχετε διαταχτεί
έχει διατάξειέχουν διατάξειέχει διαταχθεί
έχει διαταχτεί
έχουν διαταχθεί
έχουν διαταχτεί
Plu
per
fekt
είχα διατάξειείχαμε διατάξειείχα διαταχθεί
είχα διαταχτεί
είχαμε διαταχθεί
είχαμε διαταχτεί
είχες διατάξειείχατε διατάξειείχες διαταχθεί
είχες διαταχτεί
είχατε διαταχθεί
είχατε διαταχτεί
είχε διατάξειείχαν διατάξειείχε διαταχθεί
είχε διαταχτεί
είχαν διαταχθεί
είχαν διαταχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διατάσσωθα διατάσσουμε, θα διατάσσομεθα διατάσσομαιθα διατασσόμαστε
θα διατάσσειςθα διατάσσετεθα διατάσσεσαιθα διατάσσεστε, θα διατασσόσαστε
θα διατάσσειθα διατάσσουν(ε)θα διατάσσεταιθα διατάσσονται
Fut
ur
θα διατάξωθα διατάξουμε, θα διατάξομεθα διαταχθώ, θα διαταχτώθα διαταχθούμε, θα διαταχτούμε
θα διατάξειςθα διατάξετεθα διαταχθείς, θα διαταχτείςθα διαταχθείτε, θα διαταχτείτε
θα διατάξειθα διατάξουν(ε)θα διαταχθεί, θα διαταχτείθα διαταχθούν(ε), θα διαταχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διατάξειθα έχουμε διατάξειθα έχω διαταχθεί
θα έχω διαταχτεί
θα έχουμε διαταχθεί
θα έχουμε διαταχτεί
θα έχεις διατάξειθα έχετε διατάξειθα έχεις διαταχθεί
θα έχεις διαταχτεί
θα έχετε διαταχθεί
θα έχετε διαταχτεί
θα έχει διατάξειθα έχουν διατάξειθα έχει διαταχθεί
θα έχει διαταχτεί
θα έχουν διαταχθεί
θα έχουν διαταχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διατάσσωνα διατάσσουμε, να διατάσσομενα διατάσσομαινα διατασσόμαστε
να διατάσσειςνα διατάσσετενα διατάσσεσαινα διατάσσεστε, να διατασσόσαστε
να διατάσσεινα διατάσσουν(ε)να διατάσσεταινα διατάσσονται
Aoristνα διατάξωνα διατάξουμε, να διατάξομενα διαταχθώ, να διαταχτώνα διαταχθούμε, να διαταχτούμε
να διατάξειςνα διατάξετενα διαταχθείς, να διαταχτείςνα διαταχθείτε, να διαταχτείτε
να διατάξεινα διατάξουν(ε)να διαταχθεί, να διαταχτείνα διαταχθούν(ε), να διαταχτούν(ε)
Perfνα έχω διατάξεινα έχουμε διατάξεινα έχω διαταχθεί
να έχω διαταχτεί
να έχουμε διαταχθεί
να έχουμε διαταχτεί
να έχεις διατάξεινα έχετε διατάξεινα έχεις διαταχθεί
να έχεις διαταχτεί
να έχετε διαταχθεί
να έχετε διαταχτεί
να έχει διατάξεινα έχουν διατάξεινα έχει διαταχθεί
να έχει διαταχτεί
να έχουν διαταχθεί
να έχουν διαταχτεί
Imper
ativ
Presδιέτασσεδιατάσσετεδιατάσσεστε
Aoristδιέταξεδιατάξτε, διατάξετεδιατάξουδιαταχθείτε, διαταχτείτε
Part
izip
Presδιατάσσονταςδιατασσόμενος
Perfέχοντας διατάξειδιαταγμένος, -η, -οδιαταγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιατάξειδιαταχθεί, διαταχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback