διατάσσω altgriechisch διατάσσω διά + τάσσω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διατάσσω (diatazo">διατάζω) | διατάσσουμε, διατάσσομε | διατάσσομαι | διατασσόμαστε |
διατάσσεις | διατάσσετε | διατάσσεσαι | διατάσσεστε, διατασσόσαστε | ||
διατάσσει | διατάσσουν(ε) | διατάσσεται | διατάσσονται | ||
Imper fekt | διέτασσα | διατάσσαμε | διατασσόμουν(α) | διατασσόμαστε, διατασσόμασταν | |
διέτασσες | διατάσσατε | διατασσόσουν(α) | διατασσόσαστε, διατασσόσασταν | ||
διέτασσε | διέτασσαν, διατάσσαν(ε) | διατασσόταν(ε) | διατάσσονταν, διατασσόντανε, διατασσόντουσαν | ||
Aorist | διέταξα | διατάξαμε | διατάχθηκα, διατάχτηκα | διαταχθήκαμε, διαταχτήκαμε | |
διέταξες | διατάξατε | διατάχθηκες, διατάχτηκες | διαταχθήκατε, διαταχτήκατε | ||
διέταξε | διέταξαν, διατάξαν(ε) | διατάχθηκε, διατάχτηκε | διατάχθηκαν, διαταχθήκαν(ε) διατάχτηκαν, διαταχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διατάσσω | θα διατάσσουμε, | θα διατάσσομαι | θα διατασσόμαστε | |
θα διατάσσεις | θα διατάσσετε | θα διατάσσεσαι | θα διατάσσεστε, | ||
θα διατάσσει | θα διατάσσουν(ε) | θα διατάσσεται | θα διατάσσονται | ||
Fut ur | θα διατάξω | θα διατάξουμε, | θα διαταχθώ, θα διαταχτώ | θα διαταχθούμε, θα διαταχτούμε | |
θα διατάξεις | θα διατάξετε | θα διαταχθείς, θα διαταχτείς | θα διαταχθείτε, θα διαταχτείτε | ||
θα διατάξει | θα διατάξουν(ε) | θα διαταχθεί, θα διαταχτεί | θα διαταχθούν(ε), θα διαταχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διατάσσω | να διατάσσουμε, | να διατάσσομαι | να διατασσόμαστε |
να διατάσσεις | να διατάσσετε | να διατάσσεσαι | να διατάσσεστε, | ||
να διατάσσει | να διατάσσουν(ε) | να διατάσσεται | να διατάσσονται | ||
Aorist | να διατάξω | να διατάξουμε, | να διαταχθώ, να διαταχτώ | να διαταχθούμε, να διαταχτούμε | |
να διατάξεις | να διατάξετε | να διαταχθείς, να διαταχτείς | να διαταχθείτε, να διαταχτείτε | ||
να διατάξει | να διατάξουν(ε) | να διαταχθεί, να διαταχτεί | να διαταχθούν(ε), να διαταχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διέτασσε | διατάσσετε | διατάσσεστε | |
Aorist | διέταξε | διατάξτε, διατάξετε | διατάξου | διαταχθείτε, διαταχτείτε | |
Part izip | Pres | διατάσσοντας | διατασσόμενος | ||
Perf | έχοντας διατάξει | διαταγμένος, -η, -ο | διαταγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διατάξει | διαταχθεί, διαταχτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ordne an | ||
du | ordnest an | |||
er, sie, es | ordnet an | |||
Präteritum | ich | ordnete an | ||
Konjunktiv II | ich | ordnete an | ||
Imperativ | Singular | ordne an! | ||
Plural | ordnet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angeordnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anordnen |
διατάσσω ‑ττω· διατάζω· μτχ. παρκ. διαταμένος· διεταγμένος.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.