εκτιμώ Verb (0) |
υπολογίζω Verb (0) |
προϋπολογίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Na denn, in welcher Höhe veranschlagen wir die erste Rate? | Ναι... Τι "ασφάλιστρο" διατίθεσαι να πληρώσεις; Πόσα θέλεις; Übersetzung nicht bestätigt |
Wie hoch würden Sie acht verlorene Jahre veranschlagen? | Πόσο υπολογίζεις ότι κάνουν οχτώ χαμένα χρόνια; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich würde da 13,5 Cent veranschlagen. | Θα το υπολόγιζα στα 13,50 σεντς. Übersetzung nicht bestätigt |
Hätte er das getan, hätten wir ihm mitgeteilt, dass aufgrund ihres Einkommens ein größerer Teil dieser Leistungen steuerlich zu veranschlagen war. | Οπότε, κι εμείς του είπαμε... πως κάποιο ποσό έπρεπε να επιστραφεί. Übersetzung nicht bestätigt |
Einschließlich der Altersvorsorge seiner Frau und seiner Rente... veranschlagen wir 240 Monate. | Μαζί με τα ένσημα της γυναίκας του και τη σύνταξή του... δεχόμαστε 240 μήνες. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
veranschlagen |
ansetzen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | veranschlage | ||
du | veranschlagst | |||
er, sie, es | veranschlagt | |||
Präteritum | ich | veranschlagte | ||
Konjunktiv II | ich | veranschlagte | ||
Imperativ | Singular | veranschlag! veranschlage! | ||
Plural | veranschlagt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
veranschlagt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:veranschlagen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκτιμάω, εκτιμώ | εκτιμάμε, εκτιμούμε | εκτιμώμαι | εκτιμόμαστε, εκτιμώμεθα |
εκτιμάς | εκτιμάτε | εκτιμάσαι | εκτιμάστε, εκτιμάσθε | ||
εκτιμάει, εκτιμά | εκτιμάν(ε), εκτιμούν(ε) | εκτιμάται | εκτιμώνται | ||
Imper fekt | εκτιμούσα | εκτιμούσαμε | |||
εκτιμούσες | εκτιμούσατε | ||||
εκτιμούσε | εκτιμούσαν(ε) | ||||
Aorist | εκτίμησα | εκτιμήσαμε | εκτιμήθηκα | εκτιμηθήκαμε | |
εκτίμησες | εκτιμήσατε | εκτιμήθηκες | εκτιμηθήκατε | ||
εκτίμησε | εκτίμησαν, εκτιμήσαν(ε) | εκτιμήθηκε | εκτιμήθηκαν, εκτιμηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκτιμάω, | θα εκτιμάμε, | θα εκτιμώμαι | θα εκτιμόμαστε, θα εκτιμώμεθα | |
θα εκτιμάς | θα εκτιμάτε | θα εκτιμάσαι | θα εκτιμάστε, | ||
θα εκτιμάει, | θα εκτιμάν(ε), | θα εκτιμάται | θα εκτιμώνται | ||
Fut ur | θα εκτιμήσω | θα εκτιμήσουμε, | θα εκτιμηθώ | θα εκτιμηθούμε | |
θα εκτιμήσεις | θα εκτιμήσετε | θα εκτιμηθείς | θα εκτιμηθείτε | ||
θα εκτιμήσει | θα εκτιμήσουν(ε) | θα εκτιμηθεί | θα εκτιμηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκτιμάω, | να εκτιμάμε, | να εκτιμώμαι | να εκτιμόμαστε, να εκτιμώμεθα |
να εκτιμάς | να εκτιμάτε | να εκτιμάσαι | να εκτιμάστε, | ||
να εκτιμάει, | να εκτιμάν(ε), | να εκτιμάται | να εκτιμώνται | ||
Aorist | να εκτιμήσω | να εκτιμήσουμε, | να εκτιμηθώ | να εκτιμηθούμε | |
να εκτιμήσεις | να εκτιμήσετε | να εκτιμηθείς | να εκτιμηθείτε | ||
να εκτιμήσει | να εκτιμήσουν(ε) | να εκτιμηθεί | να εκτιμηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | εκτίμα | εκτιμάτε | εκτιμάστε, εκτιμάσθε | |
Aorist | εκτίμησε, εκτίμα | εκτιμήστε | εκτιμήσου | εκτιμηθείτε | |
Part izip | Pres | εκτιμώντας | |||
Perf | έχοντας εκτιμήσει | εκτιμημένος, -η, -ο | εκτιμημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εκτιμήσει | εκτιμηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υπολογίζω | υπολογίζουμε, υπολογίζομε | υπολογίζομαι | υπολογιζόμαστε |
υπολογίζεις | υπολογίζετε | υπολογίζεσαι | υπολογίζεστε, υπολογιζόσαστε | ||
υπολογίζει | υπολογίζουν(ε) | υπολογίζεται | υπολογίζονται | ||
Imper fekt | υπολόγιζα | υπολογίζαμε | υπολογιζόμουν(α) | υπολογιζόμαστε, υπολογιζόμασταν | |
υπολόγιζες | υπολογίζατε | υπολογιζόσουν(α) | υπολογιζόσαστε, υπολογιζόσασταν | ||
υπολόγιζε | υπολόγιζαν, υπολογίζαν(ε) | υπολογιζόταν(ε) | υπολογίζονταν, υπολογιζόντανε, υπολογιζόντουσαν | ||
Aorist | υπολόγισα | υπολογίσαμε | υπολογίστηκα | υπολογιστήκαμε | |
υπολόγισες | υπολογίσατε | υπολογίστηκες | υπολογιστήκατε | ||
υπολόγισε | υπολόγισαν, υπολογίσαν(ε) | υπολογίστηκε | υπολογίστηκαν, υπολογιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω υπολογίσει έχω υπολογισμένο | έχουμε υπολογίσει έχουμε υπολογισμένο | έχω υπολογιστεί είμαι υπολογισμένος, -η | έχουμε υπολογιστεί είμαστε υπολογισμένοι, -ες | |
έχεις υπολογίσει έχεις υπολογισμένο | έχετε υπολογίσει έχετε υπολογισμένο | έχεις υπολογιστεί είσαι υπολογισμένος, -η | έχετε υπολογιστεί είστε υπολογισμένοι, -ες | ||
έχει υπολογίσει έχει υπολογισμένο | έχουν υπολογίσει έχουν υπολογισμένο | έχει υπολογιστεί είναι υπολογισμένος, -η, -ο | έχουν υπολογιστεί είναι υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα υπολογίσει είχα υπολογισμένο | είχαμε υπολογίσει είχαμε υπολογισμένο | είχα υπολογιστεί ήμουν υπολογισμένος, -η | είχαμε υπολογιστεί ήμαστε υπολογισμένοι, -ες | |
είχες υπολογίσει είχες υπολογισμένο | είχατε υπολογίσει είχατε υπολογισμένο | είχες υπολογιστεί ήσουν υπολογισμένος, -η | είχατε υπολογιστεί ήσαστε υπολογισμένοι, -ες | ||
είχε υπολογίσει είχε υπολογισμένο | είχαν υπολογίσει είχαν υπολογισμένο | είχε υπολογιστεί ήταν υπολογισμένος, -η, -ο | είχαν υπολογιστεί ήταν υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υπολογίζω | θα υπολογίζουμε, | θα υπολογίζομαι | θα υπολογιζόμαστε | |
θα υπολογίζεις | θα υπολογίζετε | θα υπολογίζεσαι | θα υπολογίζεστε, | ||
θα υπολογίζει | θα υπολογίζουν(ε) | θα υπολογίζεται | θα υπολογίζονται | ||
Fut ur | θα υπολογίσω | θα υπολογίσουμε, | θα υπολογιστώ | θα υπολογιστούμε | |
θα υπολογίσεις | θα υπολογίσετε | θα υπολογιστείς | θα υπολογιστείτε | ||
θα υπολογίσει | θα υπολογίσουν(ε) | θα υπολογιστεί | θα υπολογιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υπολογίζω | να υπολογίζουμε, | να υπολογίζομαι | να υπολογιζόμαστε |
να υπολογίζεις | να υπολογίζετε | να υπολογίζεσαι | να υπολογίζεστε, | ||
να υπολογίζει | να υπολογίζουν(ε) | να υπολογίζεται | να υπολογίζονται | ||
Aorist | να υπολογίσω | να υπολογίσουμε, | να υπολογιστώ | να υπολογιστούμε | |
να υπολογίσεις | να υπολογίσετε | να υπολογιστείς | να υπολογιστείτε | ||
να υπολογίσει | να υπολογίσουν(ε) | να υπολογιστεί | να υπολογιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω υπολογίσει | να έχουμε υπολογίσει | να έχω υπολογιστεί | να έχουμε υπολογιστεί | |
να έχεις υπολογίσει | να έχετε υπολογίσει | να έχεις υπολογιστεί | να έχετε υπολογιστεί | ||
να έχει υπολογίσει | να έχουν υπολογίσει | να έχει υπολογιστεί | να έχουν υπολογιστεί | ||
Imper ativ | Pres | υπολόγιζε | υπολογίζετε | υπολογίζεστε | |
Aorist | υπολόγισε | υπολογίστε | υπολογίσου | υπολογιστείτε | |
Part izip | Pres | υπολογίζοντας | υπολογιζόμενος | ||
Perf | έχοντας υπολογίσει, έχοντας υπολογισμένο | υπολογισμένος, -η, -ο | υπολογισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | υπολογίσει | υπολογιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.