ansetzen
 Verb

ορίζω Verb
(0)
προσθέτω Verb
(0)
βάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie müssen eine Ihrer famosen Bowlen ansetzen. Klarer Fall, das muss doch anständig begossen werden, oder?Φράισλερ, φτιάξε μας ένα απ' τα φημισμένα σου ποτά με χυμό για να γιορτάσουμε τη 12η κατάρριψή μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Hähne ansetzen.Ξεκινείστε.

Übersetzung nicht bestätigt

Und ich werde jedes Kanonenboot in der Kriegsmarine auf Nemo ansetzen.Και όλα τα κανόνια του στόλου θα χτυπάνε τον Νέμο.

Übersetzung nicht bestätigt

Was den Vater des Mädchens angeht, ich könnte die Hagana darauf ansetzen.Εννοεις εδω στην Παλαιστινη; Ηταν φωτορεπορτερ.

Übersetzung nicht bestätigt

Nein, aber ich kann alle darauf ansetzen.Όχι ακόμα, αλλά μπορώ να βάλω όλο το γραφείο να δουλέψει.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
veranschlagen
ansetzen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ορίζωορίζουμε, ορίζομεορίζομαιοριζόμαστε
ορίζειςορίζετεορίζεσαιορίζεστε, οριζόσαστε
ορίζειορίζουν(ε)ορίζεταιορίζονται
Imper
fekt
όριζαορίζαμεοριζόμουν(α)οριζόμαστε, οριζόμασταν
όριζεςορίζατεοριζόσουν(α)οριζόσαστε, οριζόσασταν
όριζεόριζαν, ορίζαν(ε)οριζόταν(ε)ορίζονταν, οριζόντανε, οριζόντουσαν
Aoristόρισαορίσαμεορίστηκαοριστήκαμε
όρισεςορίσατεορίστηκεςοριστήκατε
όρισεόρισαν, ορίσαν(ε)ορίστηκεορίστηκαν, οριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ορίσει
έχω ορισμένο
έχουμε ορίσει
έχουμε ορισμένο
έχω οριστεί
είμαι ορισμένος, -η
έχουμε οριστεί
είμαστε ορισμένοι, -ες
έχεις ορίσει
έχεις ορισμένο
έχετε ορίσει
έχετε ορισμένο
έχεις οριστεί
είσαι ορισμένος, -η
έχετε οριστεί
είστε ορισμένοι, -ες
έχει ορίσει
έχει ορισμένο
έχουν ορίσει
έχουν ορισμένο
έχει οριστεί
είναι ορισμένος, -η, -ο
έχουν οριστεί
είναι ορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ορίσει
είχα ορισμένο
είχαμε ορίσει
είχαμε ορισμένο
είχα οριστεί
ήμουν ορισμένος, -η
είχαμε οριστεί
ήμαστε ορισμένοι, -ες
είχες ορίσει
είχες ορισμένο
είχατε ορίσει
είχατε ορισμένο
είχες οριστεί
ήσουν ορισμένος, -η
είχατε οριστεί
ήσαστε ορισμένοι, -ες
είχε ορίσει
είχε ορισμένο
είχαν ορίσει
είχαν ορισμένο
είχε οριστεί
ήταν ορισμένος, -η, -ο
είχαν οριστεί
ήταν ορισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ορίζωθα ορίζουμε, θα ορίζομεθα ορίζομαιθα οριζόμαστε
θα ορίζειςθα ορίζετεθα ορίζεσαιθα ορίζεστε, θα οριζόσαστε
θα ορίζειθα ορίζουν(ε)θα ορίζεταιθα ορίζονται
Fut
ur
θα ορίσωθα ορίσουμε, θα ορίζομεθα οριστώθα οριστούμε
θα ορίσειςθα ορίσετεθα οριστείςθα οριστείτε
θα ορίσειθα ορίσουν(ε)θα οριστείθα οριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ορίσει
θα έχω ορισμένο
θα έχουμε ορίσει
θα έχουμε ορισμένο
θα έχω οριστεί
θα είμαι ορισμένος, -η
θα έχουμε οριστεί
θα είμαστε ορισμένοι, -ες
θα έχεις ορίσει
θα έχεις ορισμένο
θα έχετε ορίσει
θα έχετε ορισμένο
θα έχεις οριστεί
θα είσαι ορισμένος, -η
θα έχετε οριστεί
θα είστε ορισμένοι, -ες
θα έχει ορίσει
θα έχει ορισμένο
θα έχουν ορίσει
θα έχουν ορισμένο
θα έχει οριστεί
θα είναι ορισμένος, -η, -ο
θα έχουν οριστεί
θα είναι ορισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ορίζωνα ορίζουμε, να ορίζομενα ορίζομαινα οριζόμαστε
να ορίζειςνα ορίζετενα ορίζεσαινα ορίζεστε, να οριζόσαστε
να ορίζεινα ορίζουν(ε)να ορίζεταινα ορίζονται
Aoristνα ορίσωνα ορίσουμε, να ορίσομενα οριστώνα οριστούμε
να ορίσειςνα ορίσετενα οριστείςνα οριστείτε
να ορίσεινα ορίσουν(ε)να οριστείνα οριστούν(ε)
Perfνα έχω ορίσει
να έχω ορισμένο
να έχουμε ορίσει
να έχουμε ορισμένο
να έχω οριστεί
να είμαι ορισμένος, -η
να έχουμε οριστεί
να είμαστε ορισμένοι, -ες
να έχεις ορίσει
να έχεις ορισμένο
να έχετε ορίσει
να έχετε ορισμένο
να έχεις οριστεί
να είσαι ορισμένος, -η
να έχετε οριστεί
να είστε ορισμένοι, -ες
να έχει ορίσει
να έχει ορισμένο
να έχουν ορίσει
να έχουν ορισμένο
να έχει οριστεί
να είναι ορισμένος, -η, -ο
να έχουν οριστεί
να είναι ορισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presόριζεορίζετεορίζεστε
Aoristόρισεορίστεορίσουοριστείτε
Part
izip
Presορίζονταςοριζόμενος
Perfέχοντας ορίσει, έχοντας ορισμένοορισμένος, -η, -οορισμένοι, -ες, -α
InfinAoristορίσειοριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσθέτωπροσθέτουμε, προσθέτομεπροστίθεμαιπροστιθέμεθα
προσθέτειςπροσθέτετεπροστίθεσαιπροστίθεσθε
προσθέτειπροσθέτουν(ε)προστίθεταιπροστίθενται
Imper
fekt
πρόσθεταπροσθέταμε
πρόσθετεςπροσθέτατε
πρόσθετεπρόσθεταν, προσθέταν(ε)προστίθετοπροστίθεντο
Aoristπρόσθεσαπροσθέσαμεπροστέθηκαπροστεθήκαμε
πρόσθεσεςπροσθέσατεπροστέθηκεςπροστεθήκατε
πρόσθεσεπρόσθεσαν, προσθέσαν(ε)προστέθηκεπροστέθηκαν, προστεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω προσθέσειέχουμε προσθέσειέχω προστεθείέχουμε προστεθεί
έχεις προσθέσειέχετε προσθέσειέχεις προστεθείέχετε προστεθεί
έχει προσθέσειέχουν προσθέσειέχει προστεθείέχουν προστεθεί
Plu
per
fekt
είχα προσθέσειείχαμε προσθέσειείχα προστεθείείχαμε προστεθεί
είχες προσθέσειείχατε προσθέσειείχες προστεθείείχατε προστεθεί
είχε προσθέσειείχαν προσθέσειείχε προστεθείείχαν προστεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσθέτωθα προσθέτουμε, θα προσθέτομεθα προστίθεμαιθα προστιθέμεθα
θα προσθέτειςθα προσθέτετεθα προστίθεσαιθα προστίθεσθε
θα προσθέτειθα προσθέτουν(ε)θα προστίθεταιθα προστίθενται
Fut
ur
θα προσθέσωθα προσθέσουμε, θα προσθέσομεθα προστεθώθα προστεθούμε
θα προσθέσειςθα προσθέσετεθα προστεθείςθα προστεθείτε
θα προσθέσειθα προσθέσουν(ε)θα προστεθείθα προστεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προσθέσειθα έχουμε προσθέσειθα έχω προστεθείθα έχουμε προστεθεί
θα έχεις προσθέσειθα έχετε προσθέσειθα έχεις προστεθείθα έχετε προστεθεί
θα έχει προσθέσειθα έχουν προσθέσειθα έχει προστεθείθα έχουν προστεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προσθέτωνα προσθέτουμε, να προσθέτομενα προστίθεμαινα προστιθέμεθα
να προσθέτειςνα προσθέτετενα προστίθεσαινα προστίθεσθε
να προσθέτεινα προσθέτουν(ε)να προστίθεταινα προστίθενται
Aoristνα προσθέσωνα προσθέσουμε, να προσθέσομενα προστεθώνα προστεθούμε
να προσθέσειςνα προσθέσετενα προστεθείςνα προστεθείτε
να προσθέσεινα προσθέσουν(ε)να προστεθείνα προστεθούν(ε)
Perfνα έχω προσθέσεινα έχουμε προσθέσεινα έχω προστεθείνα έχουμε προστεθεί
να έχεις προσθέσεινα έχετε προσθέσεινα έχεις προστεθείνα έχετε προστεθεί
να έχει προσθέσεινα έχουν προσθέσεινα έχει προστεθείνα έχουν προστεθεί
Imper
ativ
Presπρόσθετεπροσθέτετεπροστίθεσθε
Aoristπρόσθεσεπροσθέσετε, προσθέστεπροσθέσουπροστεθείτε
Part
izip
Presπροσθέτοντας
Perfέχοντας προσθέσει
InfinAoristπροσθέσειπροστεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάζωβάζουμε, βάζομεβάζομαιβαζόμαστε
βάζειςβάζετεβάζεσαιβάζεστε, βαζόσαστε
βάζειβάζουν(ε)βάζεταιβάζονται
Imper
fekt
έβαζαβάζαμεβαζόμουν(α)βαζόμαστε, βαζόμασταν
έβαζεςβάζατεβαζόσουν(α)βαζόσαστε, βαζόσασταν
έβαζεέβαζαν, βάζαν(ε)βαζόταν(ε)βάζονταν, βαζόντανε, βαζόντουσαν
Aoristέβαλαβάλαμεβάλθηκαβαλθήκαμε
έβαλεςβάλατεβάλθηκεςβαλθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βάλθηκεβάλθηκαν, βαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλει
έχω βαλμένο
έχουμε βάλει
έχουμε βαλμένο
έχω βαλθεί
είμαι βαλμένος, -η
έχουμε βαλθεί
είμαστε βαλμένοι, -ες
έχεις βάλει
έχεις βαλμένο
έχετε βάλει
έχετε βαλμένο
έχεις βαλθεί
είσαι βαλμένος, -η
έχετε βαλθεί
είστε βαλμένοι, -ες
έχει βάλει
έχει βαλμένο
έχουν βάλει
έχουν βαλμένο
έχει βαλθεί
είναι βαλμένος, -η, -ο
έχουν βαλθεί
είναι βαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλει
είχα βαλμένο
είχαμε βάλει
είχαμε βαλμένο
είχα βαλθεί
ήμουν βαλμένος, -η
είχαμε βαλθεί
ήμαστε βαλμένοι, -ες
είχες βάλει
είχες βαλμένο
είχατε βάλει
είχατε βαλμένο
είχες βαλθεί
ήσουν βαλμένος, -η
είχατε βαλθεί
ήσαστε βαλμένοι, -ες
είχε βάλει
είχε βαλμένο
είχαν βάλει
είχαν βαλμένο
είχε βαλθεί
ήταν βαλμένος, -η, -ο
είχαν βαλθεί
ήταν βαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάζωθα βάζουμε, θα βάζομεθα βάζομαιθα βαζόμαστε
θα βάζειςθα βάζετεθα βάζεσαιθα βάζεστε, θα βαζόσαστε
θα βάζειθα βάζουν(ε)θα βάζεταιθα βάζονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βαλθώθα βαλθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βαλθείςθα βαλθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βαλθείθα βαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλει
θα έχω βαλμένο
θα έχουμε βάλει
θα έχουμε βαλμένο
θα έχω βαλθεί
θα είμαι βαλμένος, -η
θα έχουμε βαλθεί
θα είμαστε βαλμένοι, -ες
θα έχεις βάλει
θα έχεις βαλμένο
θα έχετε βάλει
θα έχετε βαλμένο
θα έχεις βαλθεί
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βαλμένοι, -ες
θα έχει βάλει
θα έχει βαλμένο
θα έχουν βάλει
θα έχουν βαλμένο
θα έχει βαλθεί
θα είναι βαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βαλθεί
θα είναι βαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάζωνα βάζουμε, να βάζομενα βάζομαινα βαζόμαστε
να βάζειςνα βάζετενα βάζεσαινα βάζεστε, να βαζόσαστε
να βάζεινα βάζουν(ε)να βάζεταινα βάζονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βαλθώνα βαλθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βαλθείςνα βαλθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βαλθείνα βαλθούν(ε)
Perfνα έχω βάλει
να έχω βαλμένο
να έχουμε βάλει
να έχουμε βαλμένο
να έχω βαλθεί
να είμαι βαλμένος, -η
να έχουμε βαλθεί
να είμαστε βαλμένοι, -ες
να έχεις βάλει
να έχεις βαλμένο
να έχετε βάλει
να έχετε βαλμένο
να έχεις βαλθεί
να είσαι βαλμένος, -η
να έχετε βαλθεί
να είστε βαλμένοι, -ες
να έχει βάλει
να έχει βαλμένο
να έχουν βάλει
να έχουν βαλμένο
να έχει βαλθεί
να είναι βαλμένος, -η, -ο
να έχουν βαλθεί
να είναι βαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάζεβάζετεβάζεστε
Aoristβάλεβάλτεβαλθείτε
Part
izip
Presβάζοντας
Perfέχοντας βάλει, έχοντας βαλμένοβαλμένος, -η, -οβαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβαλθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback