Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κατώι

κατώι mittelgriechisch κατώγι(ν) κατώγαιον Koine-Griechisch κατώγαιος


κατρακυλώ

κατρακυλώ Koine-Griechisch κατακυλίω κατά + κυλίω


κατοχυρώνω

κατοχυρώνω Koine-Griechisch κατοχυρόω / κατοχυρῶ κατά + altgriechisch ὀχυρόω / ὀχυρῶ ὀχυρός


κάτοχος

κάτοχος (λόγιο) Koine-Griechisch κάτοχος (αρχαία σημασία: κατεχόμενος)


κατοπτρίζω

κατοπτρίζω Koine-Griechisch κατοπτρίζω altgriechisch κάτοπτρον


κατόπτευση

κατόπτευση Koine-Griechisch κατόπτευσις altgriechisch κατοπτεύω κατά + ὀπτεύω ὀπτός ὁράω


κατολίσθηση

κατολίσθηση Koine-Griechisch κατολίσθησις κατολισθάνω κατά + altgriechisch ὀλισθάνω


κατολισθαίνω

κατολισθαίνω Koine-Griechisch κατολισθάνω κατά + altgriechisch ὀλισθάνω


κατοικία

κατοικία Koine-Griechisch κατοικία altgriechisch κατοικία (τρόπος διαμονής)


κατήχηση

κατήχηση (λόγιο) Koine-Griechisch κατήχη(σις) + -ση[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε κατ- + -ηχη + -ση altgriechisch ἠχέω, ἠχῶ


κατηγόρηση

κατηγόρηση Koine-Griechisch κατηγόρησις


κατευοδώνω

κατευοδώνω Koine-Griechisch κατευοδόω κατά + εὖ + ὁδός


κατευνασμός

κατευνασμός Koine-Griechisch κατευνασμός κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω


κατευνάζω

κατευνάζω Koine-Griechisch κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω (αρχική σημασία: βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο)


κατευθείαν

κατευθείαν φράση Koine-Griechisch κατ' εὐθεῖαν (εννοείται: γραμμήν) "σε ευθεία γραμμή".


κατεργασία

κατεργασία Koine-Griechisch κατεργασία


κατεξοχήν

κατεξοχήν Koine-Griechisch


κατεβασιά

κατεβασιά Koine-Griechisch καταβασία altgriechisch κατάβασις καταβαίνω κατά + βαίνω


καταχωρώ

καταχωρώ Koine-Griechisch καταχωρέω / καταχωρῶ (η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται παλιότερα με την εσφαλμένη έννοια καταχωρίζω, λόγω του κοινού τους θέματος "καταχωρισ-")


κατατεμαχισμός

κατατεμαχισμός κατατεμαχίζω + -μός mittelgriechisch κατατεμαχίζω κατα- + Koine-Griechisch τεμαχίζω altgriechisch τέμαχος τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)


κατατεμαχίζω

κατατεμαχίζω mittelgriechisch κατατεμαχίζω κατα- + Koine-Griechisch τεμαχίζω altgriechisch τέμαχος τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)


κατάταξη

κατάταξη Koine-Griechisch κατάταξις altgriechisch κατατάσσω κατά + τάσσω


κατάστρωση

κατάστρωση Koine-Griechisch κατάστρωσις altgriechisch καταστρώννυμι


καταστροφή

καταστροφή Koine-Griechisch καταστροφή "ξέκαμα" altgriechisch καταστροφή


καταστρατηγώ

καταστρατηγώ Koine-Griechisch καταστρατηγέω - καταστρατηγῶ


κατασταλάζω

κατασταλάζω Koine-Griechisch κατασταλάζω κατά + σταλάζω σταλάσσω


κατασκόπευση

κατασκόπευση Koine-Griechisch κατασκόπευσις κατασκοπεύω


κατασκήνωση

κατασκήνωση Koine-Griechisch κατασκήνωσις


κατάσβεση

κατάσβεση Koine-Griechisch κατάσβεσις altgriechisch κατασβέννυμι κατά + σβέννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)


κατάρτιση

κατάρτιση Koine-Griechisch κατάρτισις altgriechisch καταρτίζω ἀρτίζω ἄρτι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er-


κατάρτι

κατάρτι Koine-Griechisch κατάρτιον


κατάρριψη

κατάρριψη Koine-Griechisch κατάρριψις altgriechisch καταρρίπτω κατά + ῥίπτω


κατάργηση

κατάργηση Koine-Griechisch κατάργησις altgriechisch καταργέω / καταργῶ ἀργέω / ἀργῶ ἀργός ἀεργός ἀ- +‎ ἔργον proto-griechisch *wérgon indoeuropäisch (Wurzel) *wérǵom *werǵ-


κατάπτωση

κατάπτωση Koine-Griechisch κατάπτωσις κατά + πτώσις


καταπράυνση

καταπράυνση Koine-Griechisch καταπραΰνσις


καταπονώ

καταπονώ Koine-Griechisch καταπονέω / καταπονῶ κατά + altgriechisch πονέω /πονῶ πόνος ((φυσική) (Lehnübersetzung) französisch fatiguer)


καταπόνηση

καταπόνηση Koine-Griechisch καταπόνησις καταπονέω / καταπονῶ κατά + altgriechisch πονέω /πονῶ πόνος ((φυσική) (Lehnübersetzung) französisch fatigue)


καταπίστευμα

καταπίστευμα Koine-Griechisch καταπιστεύω (: εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον, έχω πίστη, πεποίθηση σε κάποιον) + -μα ≤ neulateinisch fideicommissum (: αυτό που εμπιστεύθηκε με διαθήκη) Wort verwendet ab 1840


καταπικραίνω

καταπικραίνω mittelgriechisch καταπικραίνω Koine-Griechisch κατάπικρος altgriechisch κατα- + πικρός


καταπιέζω

καταπιέζω Koine-Griechisch καταπιέζω κατά + altgriechisch πιέζω proto-indogermanisch *pisd- (πιέζω) ((Lehnübersetzung) französisch opprimer)


καταπέτασμα

καταπέτασμα Koine-Griechisch altgriechisch καταπετάννυμι


καταπάτηση

καταπάτηση Koine-Griechisch καταπάτησις altgriechisch καταπατέω / καταπατῶ κατά + πατέω / πατῶ


κατανάλωση

κατανάλωση Koine-Griechisch κατανάλωσις ((Lehnbedeutung) französisch consommation)


καταμέτρηση

καταμέτρηση Koine-Griechisch καταμέτρησις


καταμερισμός

καταμερισμός Koine-Griechisch καταμερισμός altgriechisch καταμερίζω κατά + μερίζω μέρος


κατάμαυρος

κατάμαυρος mittelgriechisch κατάμαυρος κατα- + μαύρος Koine-Griechisch μαῦρος / μαυρός altgriechisch ἀμαυρός proto-indogermanisch *mau-ro- (ανήλιαγος, μαύρος, σκοτεινός)


καταλογισμός

καταλογισμός Koine-Griechisch καταλογισμός altgriechisch καταλογίζομαι κατά + λογίζομαι λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-


καταληπτικός

καταληπτικός Koine-Griechisch καταληπτικός καταλαμβάνω λαμβάνω


κατάκριση

κατάκριση mittelgriechisch κατάκρισις (παρόμοια σημασία) Koine-Griechisch κατάκρισις altgriechisch κατακρίνω κατά + κρίνω


κατακραυγή

κατακραυγή mittelgriechisch κατακραυγή Koine-Griechisch κατακραυγάζω κατά + κραυγάζω altgriechisch κραυγή ((Lehnbedeutung) französisch clameur[1])


κατακόκκινος

κατακόκκινος mittelgriechisch κατακόκκινος ολο- + κόκκινος Koine-Griechisch κόκκινος altgriechisch κόκκος vorhellenistisch


κατακεραυνώνω

κατακεραυνώνω Koine-Griechisch κατακεραυνόω / κατακεραυνῶ (2.(Lehnübersetzung) französisch foudroyer)


καταιονισμός

καταιονισμός Koine-Griechisch καταιόνησις + κατάληξη -μος καταιονάω / καταιονῶ altgriechisch κατά + αἰονάω / αἰονῶ


κατάθλιψη

κατάθλιψη Koine-Griechisch κατάθλιψις καταθλίβω θλίβω ((Lehnbedeutung) französisch oppression)


καταγωγή

καταγωγή (λόγιο) Koine-Griechisch καταγωγή altgriechisch καταγωγή (αποβίβαση)[1] κατάγω κατά + ἄγω, ἀγωγή


κατάγω

κατάγω Koine-Griechisch κατάγω κατά + altgriechisch ἄγω


καταγραφή

καταγραφή Koine-Griechisch καταγραφή altgriechisch καταγράφω κατά + γράφω


καταγγελία

καταγγελία Koine-Griechisch καταγγελία altgriechisch καταγγέλλω


κάστανο

κάστανο Koine-Griechisch κάστανον


καρωτίδα

καρωτίδα Koine-Griechisch καρωτίς


καρυοφύλλι

καρυοφύλλι Koine-Griechisch καρυόφυλλον altgriechisch κάρυον + φύλλον


καρύκευση

καρύκευση καρυκεύω + -ση Koine-Griechisch καρυκεύω καρύκη


καρύκευμα

καρύκευμα Koine-Griechisch καρύκευμα καρυκεύω καρύκη


καρποφορία

καρποφορία Koine-Griechisch καρποφορία altgriechisch καρποφόρος καρπός + φέρω


καρότο

καρότο italienisch carota lateinisch carota Koine-Griechisch καρωτόν (αντιδάνειο) altgriechisch κάρα


καροτίνη

καροτίνη französisch carotène λατινικά carota Koine-Griechisch καρωτόν altgriechisch κάρα


καρμίρης

καρμίρης κάρμοιρος (Το Λεξικό Μπαμπινιώτη[1] υποθέτει Koine-Griechisch καρίμοιρος (που έχει την μοίρα του Καρός, και γι' αυτό ορθογραφεί με -οι-. Έχει προταθεί επίσης αρμενικά կարմիր παλαιοαρμενικά կարմիր indoeuropäisch (Wurzel) *kʷr̥mis: ζεστός)


καριοφίλι

καριοφίλι türkisch karanfil [1] (γαρίφαλο, λόγω του σχήματος της κάννης ή των διακοσμητικών μοτίβων που έφερε) osmanisch türkisch قرنفل (karanfil) arabisch قَرَنْفِل (qaranfil) Koine-Griechisch καρυόφυλλον


καράτι

καράτι italienisch carato mittellateinisch caratus arabisch قيراط (qīrāṭ) Koine-Griechisch κεράτιον altgriechisch κεράτιον, υποκοριστικό του κέρας (αντιδάνειο)


καράβι

καράβι mittelgriechisch καράβι(ν) Koine-Griechisch καράβιον (ελαφρύ πλοίο),[1] υποκοριστικό του altgriechisch κάραβος (αστακός, καραβίδα)[2]


κάρα

κάρα Koine-Griechisch κάρα (Femininum) altgriechisch κάρα (Neutrum)


καπόνι

καπόνι mittelgriechisch καπόνιν, υποκοριστικό του Koine-Griechisch κάπων lateinisch capo (τα 1. & 3. venezianisch capon λατινικά capo)


καπνοδόχος

καπνοδόχος (Maskulinum) Koine-Griechisch καπνοδόχος


κάπνισμα

κάπνισμα (καπνίζω) καπνισ- + -μα. siehe auch Koine-Griechisch κάπνισμα (θυμίαμα) καπνίζω[1]


καπάρο

καπάρο italienisch caparra (λέξη που θεωρήθηκε ως πληθυντικός) capo e arra lateinisch caput + arra/arrha (arrhabo Koine-Griechisch ἀρραβών hebräisch ערבון)


κανονικός

κανονικός Koine-Griechisch κανονικός κανών


κανονάρχης

κανονάρχης Koine-Griechisch κανονάρχης (πρωτοψάλτης)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κανόν(ας) + -άρχης. siehe auch κανόναρχος


καννάβι

καννάβι mittelgriechisch καννάβι(ν) Koine-Griechisch καννάβιον, υποκοριστικό του (altgriechisch ) κάνναβις


κανάλι

κανάλι mittelgriechisch κανάλι(ν) Koine-Griechisch κανάλιον lateinisch canalis canna altgriechisch κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο)


καμπανίτης

καμπανίτης Καμπανία + -ίτης Koine-Griechisch Καμπανία lateinisch Campania campus indoeuropäisch (Wurzel) *kamp- ((Lehnbedeutung) französisch champagne)


καμίνι

καμίνι mittelgriechisch καμίνι(ν) Koine-Griechisch καμίνιον, υποκοριστικό του altgriechisch κάμινος


καμινευτής

καμινευτής Koine-Griechisch καμινευτής καμινεύω altgriechisch κάμινος


καμινευτήρας

καμινευτήρας Koine-Griechisch καμινευτήρ altgriechisch κάμινος


καμινάρης

καμινάρης mittelgriechisch καμινάρης καμίνι Koine-Griechisch καμίνιον altgriechisch κάμινος


καμινάδα

καμινάδα venezianisch caminada lateinisch caminata[1], Femininum von caminatus, Passiv Perfekt von camino caminus Koine-Griechisch κάμινος (αντιδάνειο)


καλούπι

καλούπι türkisch kalıp arabisch قَالِب (qālib) Koine-Griechisch καλόπους / altgriechisch καλάπους (αντιδάνειο) κᾶλον + πούς


καλούμπα

καλούμπα venezianisch caloma / caluma spätlateinisch *calauma *chalagma Koine-Griechisch χάλασμα (=χαλάρωμα) χαλάω / χαλῶ (αντιδάνειο)


καλοκαίρι

καλοκαίρι mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός (πβ. Koine-Griechisch καλόκαιρος)


καλοήθης

καλοήθης Koine-Griechisch καλοήθης καλός + ἦθος


καλόγηρος

καλόγηρος Koine-Griechisch καλόγηρος


καλόγερος

καλόγερος mittelgriechisch καλόγερος Koine-Griechisch καλόγηρος altgriechisch καλός + γῆρας


καλλιφωνία

καλλιφωνία Koine-Griechisch καλλιφωνία κάλλος + φωνή


καλλιτεχνία

καλλιτεχνία Koine-Griechisch καλλιτεχνία


καλλιτέχνης

καλλιτέχνης Koine-Griechisch καλλιτέχνης altgriechisch κάλλος ( καλός) + τέχνη ((Lehnbedeutung) französisch artiste)


καλλιλογία

καλλιλογία (λόγιο) Koine-Griechisch καλλιλογία[1] Συγχρονικά αναλύεται σε καλλι- + -λογία


καλλιεργώ

καλλιεργώ Koine-Griechisch καλλιεργέω / καλλιεργῶ altgriechisch κάλλος + ἔργον ((Lehnbedeutung) französisch cultiver)


καλλιέργεια

καλλιέργεια Koine-Griechisch καλλιεργία καλλιεργέω, (Lehnbedeutung) französisch culture


καλλιέπεια

καλλιέπεια Koine-Griechisch καλλιέπεια altgriechisch καλλιεπής κάλλος + ἔπος


καλλιγράφος

καλλιγράφος Koine-Griechisch καλλιγράφος altgriechisch καλλιγραφέω / καλλιγραφῶ καλλι- + -γράφος


καλλιγραφία

καλλιγραφία Koine-Griechisch καλλιγραφία altgriechisch καλλιγραφέω καλλι- + γράφω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback