Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



θωράκιο

θωράκιο Koine-Griechisch θωράκιον altgriechisch θώραξ


θωμισμός

θωμισμός entlehnt aus thomisme Thomas (Thomas d’Aquin) Koine-Griechisch Θωμᾶς + -ισμός [1]


θύτης

θύτης Koine-Griechisch θύτης altgriechisch θύω


θύμος

θύμος Koine-Griechisch θύμος


θυμελικός

θυμελικός Koine-Griechisch θυμελικός altgriechisch θυμέλη


θύλακας

θύλακας Koine-Griechisch θύλαξ altgriechisch θύλακος


θρούμπα

θρούμπα mittelgriechisch δρούπα Koine-Griechisch δρύππα altgriechisch δρυπεπής (ἐλαία) (με παρετυμολογική επίδραση της λέξης θρούμπι)


θρονί

θρονί mittelgriechisch θρονί(ν) θρονίον Koine-Griechisch θρόνιον altgriechisch θρόνος


θρίαμβος

θρίαμβος (λόγιο) Koine-Griechisch θρίαμβος (αρχική σημασία: ύμνος στο θεό Διόνυσο)[1]


θριαμβευτής

θριαμβευτής Koine-Griechisch θριαμβευτής θριαμβεύω θρίαμβος ((Lehnübersetzung) lateinisch triumphator)


θρηνολογία

θρηνολογία mittelgriechisch θρηνολογία Koine-Griechisch θρηνολογέω


θρέψη

θρέψη Koine-Griechisch θρέψις altgriechisch τρέφω


θρεφτάρι

θρεφτάρι Koine-Griechisch θρεπτάριον altgriechisch τρέφω (με ανομοίωση)


θράκα

θράκα αθράκα αθράκι Koine-Griechisch ἀνθράκιον altgriechisch ἄνθραξ


θλιπτικός

θλιπτικός Koine-Griechisch θλιπτικός


θησαυροφυλάκιο

θησαυροφυλάκιο Koine-Griechisch θησαυροφυλάκιον altgriechisch θησαυρός + φυλάσσω


θηριοτροφείο

θηριοτροφείο Koine-Griechisch θηριοτροφεῖον altgriechisch θηρίον + τρέφω


θηριομαχία

θηριομαχία Koine-Griechisch θηριομαχία θηριομάχος


θημωνιάζω

θημωνιάζω mittelgriechisch θημωνιάζω θημωνιά + -άζω Koine-Griechisch θημωνιά altgriechisch θημών τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁-


θημωνιά

θημωνιά Koine-Griechisch θημωνιά altgriechisch θημών τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁-


θηλυμανία

θηλυμανία θηλυμανής + -ία Koine-Griechisch θηλυμανής


θηλασμός

θηλασμός Koine-Griechisch altgriechisch θηλάζω


θεωρείο

θεωρείο, λόγια λέξη Koine-Griechisch θεωρεῖον


θεσμοθετώ

θεσμοθετώ Koine-Griechisch θεσμοθετέω, -ῶ θεσμοθέτης θεσμός + τίθημι


θεσμοθέτηση

θεσμοθέτηση Koine-Griechisch θεσμοθέτησις


θερμάστρα

θερμάστρα Koine-Griechisch θερμάστρα


θερμαντήρας

θερμαντήρας Koine-Griechisch θερμαντήρ altgriechisch θερμαντός θερμαίνω θερμός ( θέρω) proto-indogermanisch *gʷʰer-mo-[1] *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)


θεριακλής

θεριακλής türkisch tiryaki persisch تریاکی (tiryākī, οπιομανής) تریاك (tiryāk, όπιο) Koine-Griechisch θηριακή, Femininum von θηριακός θηρίον (αντιδάνειο) + -λής[1][2]


θεοτικός

θεοτικός mittelgriechisch θεοτικός Koine-Griechisch θεότης altgriechisch θεός


θεότητα

θεότητα Koine-Griechisch θεότης altgriechisch θεός proto-griechisch *tʰehós proto-indogermanisch *dʰéh₁s *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s


θεόσοφος

θεόσοφος Koine-Griechisch θεόσοφος altgriechisch θεός + σοφός


θεοσοφισμός

θεοσοφισμός (entlehnt aus) englisch theosophism theosophy Koine-Griechisch θεοσοφία altgriechisch θεός + σοφία


θεοσοφία

θεοσοφία (entlehnt aus) englisch theosophy Koine-Griechisch θεοσοφία altgriechisch θεός + σοφία


θεομηνία

θεομηνία Koine-Griechisch θεός + μῆνις (οργή του θεού)


θεολογείο

θεολογείο Koine-Griechisch θεολογεῖον


θεοκρατία

θεοκρατία Koine-Griechisch θεοκρατία altgriechisch θεός + κρατέω / κρατῶ


θεογνωσία

θεογνωσία Koine-Griechisch θεογνωσία θεο- + -γνωσία


θειαφιστήρι

θειαφιστήρι θειαφίζω + -τήρι θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον


θειάφι

θειάφι mittelgriechisch θειάφι(ν) Koine-Griechisch θειάφιον altgriechisch θεῖον


θεατρώνης

θεατρώνης Koine-Griechisch θέατρον και ὠνέομαι


θέαση

θέαση Koine-Griechisch θέασις altgriechisch θεάομαι / θεῶμαι θέα


θαυματουργία

θαυματουργία Koine-Griechisch θαυματουργός altgriechisch θαῦμα + ἔργον


θαυμασμός

θαυμασμός Koine-Griechisch θαυμασμός altgriechisch θαυμάζω θαῦμα θάομαι


θαμπώνω

θαμπώνω mittelgriechisch θαμπώνω Koine-Griechisch θαμβόω θαμβόομαι altgriechisch θαμβέω / θαμβῶ θάμβος τέθηπα


θαλασσοκρατία

θαλασσοκρατία (λόγιο) Koine-Griechisch θαλασσοκρατία[1] altgriechisch θαλασσοκρατέω. Συγχρονικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κρατία


θαλαμηπόλος

θαλαμηπόλος Koine-Griechisch ὁ θαλαμηπόλος (ευνούχος καμαριέρης), altgriechisch ἡ θαλαμηπόλος (η υπηρέτρια της οικοδέσποινας)[1] θάλαμος + πέλω


θαλαμηγός

θαλαμηγός Koine-Griechisch


θα

θα mittelgriechisch θα θένα θέλει ἵνα Koine-Griechisch θέλω ἵνα


ησυχαστής

ησυχαστής mittelgriechisch ησυχαστής (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἡσυχαστής (ερημίτης) altgriechisch ἡσυχάζω ἥσυχος


ηπιότητα

ηπιότητα Katharevousa ηπιότης Koine-Griechisch ἠπιότης ἤπιος + -ότης (>-ότητα)


ηπατικός

ηπατικός Koine-Griechisch ἡπατικός


ημικρανία

ημικρανία Koine-Griechisch ἡμικρανία


ημίγυμνος

ημίγυμνος Koine-Griechisch ἡμίγυμνος. Συγχρονικά αναλύεται σε ημί- + γυμνός


ημερονύκτιο

ημερονύκτιο Koine-Griechisch ἡμερονύκτιον


ηλιόμορφος

ηλιόμορφος Koine-Griechisch ἡλιόμορφος


ηλιθιώδης

ηλιθιώδης Koine-Griechisch ἠλιθιώδης altgriechisch ἠλίθιος ἤλιθα


ηλίαση

ηλίαση Koine-Griechisch ἡλίασις


ηλιακός

ηλιακός (λόγιο) Koine-Griechisch ἡλιακός ἥλιος


ηθοποιία

ηθοποιία Koine-Griechisch ἠθοποιία altgriechisch ἠθοποιός


ηθολόγος

ηθολόγος Koine-Griechisch ἠθολογία, (Lehnbedeutung) französisch éthologue ήθ(ος) + -ο- + -λόγος


ηθολογία

ηθολογία Koine-Griechisch ἠθολογία (Lehnbedeutung) französisch éthologie)


ηθογραφώ

ηθογραφώ Koine-Griechisch ἠθογραφέω, -ῶ


ηθική

ηθική Koine-Griechisch ἠθική altgriechisch ἠθικός ἦθος


ηγουμένη

ηγουμένη mittelgriechisch ἡγουμένη Koine-Griechisch ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι


ηγεσία

ηγεσία Koine-Griechisch ἡγεσία ἡγέομαι/ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-


ζωύφιο

ζωύφιο Koine-Griechisch ζῳύφιον


ζωτικότητα

ζωτικότητα Katharevousa ζωτικότης, λόγια λέξη von Koine-Griechisch ζωτικός


ζωοφόρος

ζωοφόρος (λόγιο) Koine-Griechisch ζῳοφόρος (πίναξ) (που παριστάνει ζώα)[1] -ζῳοφόρος (που παρέχει ζωή)-. siehe auch ζωφόρος


ζωοτροφείο

ζωοτροφείο Koine-Griechisch ζῳοτροφεῖον altgriechisch ζῷον + τρέφω


ζωοποιώ

ζωοποιώ Koine-Griechisch ζωοποιέω


ζωοποιός

ζωοποιός Koine-Griechisch ζωοποιός ζωή + -ποιός ( ποιῶ


ζωοδότης

ζωοδότης Koine-Griechisch ζωή + -δότης ( δίδωμι)


ζωηφόρος

ζωηφόρος (λόγιο) Koine-Griechisch ζωηφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε ζωή + -φόρος.


ζωηρότητα

ζωηρότητα: λόγια λέξη Katharevousa ζωηρότης Koine-Griechisch ζωηρός


ζυμώνω

ζυμώνω Koine-Griechisch ζυμόω / ζυμῶ ζέω proto-indogermanisch *yes- (βράζω, αφρίζω)


ζύθος

ζύθος Koine-Griechisch ζῦθος (μπύρα αιγυπτιακή με κριθάρι και ίσως ζῦτος η μπύρα των βόρειων λαών) ζέω (θερμαίνω, βράζω)


ζυγώνω

ζυγώνω Koine-Griechisch altgriechisch ζυγῶ


ζυγιάζω

ζυγιάζω Koine-Griechisch ζυγιάζω altgriechisch ζυγός indoeuropäisch (Wurzel) *yugóm (ζυγός) *yewg- (ενώνω, ζεύω)


ζοχαδιάζω

ζοχαδιάζω ζοχάδα + -ιάζω mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω


ζοχάδα

ζοχάδα mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω


ζούδι

ζούδι mittelgriechisch ζούδιον Koine-Griechisch ζῴδιον


ζιζάνιο

ζιζάνιο Koine-Griechisch


ζέχνω

ζέχνω mittelgriechisch ζένω Koine-Griechisch ὤζεσα, αόριστος του altgriechisch ὄζω


ζεστός

ζεστός Koine-Griechisch ζεστός altgriechisch ζέω


ζέστη

ζέστη mittelgriechisch ζέστη Koine-Griechisch ζεστός altgriechisch ζέω


ζείδωρος

ζείδωρος Koine-Griechisch ζείδωρος altgriechisch ζείδωρος


ζαχαρομύκητας

ζαχαρομύκητας (entlehnt aus) englisch saccharo- + myces Koine-Griechisch σάκχαρον + μύκης


ζάχαρις

ζάχαρις Koine-Griechisch σάκχαρις arabisch سكر (súkkar) persisch شکر (šakar) χίντι शर्करा (śarkarā) sanskritisch शर्करा (śarkarā) indoeuropäisch (Wurzel) *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)


ζάχαρη

ζάχαρη mittelgriechisch ζάχαρις Koine-Griechisch σάκχαρις arabisch سكر (súkkar) persisch شکر (šakar) χίντι शर्करा (śarkarā) sanskritisch शर्करा (śarkarā) proto-indogermanisch *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)


ζαφείρι

ζαφείρι mittelgriechisch ζαφείρι(ν) ζάφειρος Koine-Griechisch σάπφειρος σημιτική


εχεμύθεια

εχεμύθεια Koine-Griechisch ἐχεμυθία + -εια (το -εια τίθεται λανθασμένα) ἔχω + μῦθος


εφόσον

εφόσον Koine-Griechisch, ἐφ' ὅσον


εφοδιασμός

εφοδιασμός Koine-Griechisch ἐφοδιασμός


εφίππιο

εφίππιο Koine-Griechisch ἐφίππιον altgriechisch ἐφίππιος ἵππος


εφίδρωση

εφίδρωση Koine-Griechisch ἐφίδρωσις ἐφιδρόω / ἐφιδρῶ ἐπί + ἱδρόω / ἱδρῶ ἱδρώς


εφησυχάζω

εφησυχάζω Koine-Griechisch ἐφησυχάζω


εφημερίδα

εφημερίδα αιτιατική -ίδα von Koine-Griechisch ἐφημερίς (στρατιωτικό ημερολόγιο, λογιστικό βιβλίο) ἐπί + ἡμέρα, (Lehnbedeutung) französisch journal[1]


εφημερία

εφημερία Koine-Griechisch ἐφημερία ἐπί + ἡμέρα


εφημερεύω

εφημερεύω Koine-Griechisch ἐφημερεύω altgriechisch ἐφήμερος ἐπί + ἡμέρα


εφηβεία

εφηβεία Koine-Griechisch ἐφηβεία altgriechisch ἔφηβος ἐπί + ἥβη



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback