Griechische Definition zu ιδικός
ιδικός, επίθ.· δικός· εδικός· ουδ. εδικός το.
1) α) (Με την προσωπ. αντων.
μου,
σου, κλπ., ως κτητ. αντων.) δικός (μου, σου, κλπ.)· ιδιοκτησία κάπ.
: η οικία ένι εδική μου (Ασσίζ. 4227· Μαχ. 3809)·
β) που αφορά προσωπικά κάπ., προσωπικός
: Αυτός, καθού εφάνηκε το νίκος εδικόν του, επήρθηκεν, εθράσυνεν (Χρον. Τόκκων 1794)·
γ) που ανήκει στη δικαιοδοσία κάπ.
: όλη η Κύπρος είναι εδική μας (Μαχ. 40422· Αχιλλ. O 293).
2) (Προκ. για πρόσωπο στενά συνδεδεμένο με κάπ.) «δικός»· πιστός, αφοσιωμένος
: (Πτωχολ. P 63)·
επήγε διά να γυρέψει τον ίδιον εδικόν του αμπασσαδόρον (Σουμμ., Ρεμπελ. 176).
3) Φίλος, σύντροφος· ακόλουθος
: στους εδικούς του τίποτε δειλίαν μη γεννήσει (Αχέλ. 1122)·
Τον Γκίνη Σπάταν έπιασαν με όλους τους εδικούς του (Χρον. Τόκκων 797).
4) Συμπατριώτης· ομόφυλος
: σκλάβους αγοράζουσι … από τσι μουσουλμάνους τσι εδικούς μας (Λεηλ. Παροικ. 147).
5) Υποτελής, υπήκοος
: Ο δούκας πάλιν έστειλεν άρχοντες στον σουλτάνον να δίδει το χαράτσιν του, να έναι εδικός του (Χρον. Τόκκων 1965· Λίβ. Esc. 235).
6) Που ανήκει στη δικαιοδοσία κάπ.
: θέλουσι χαρείν οι δαίμονες να παίρνουν τους εδικούς τως μετ’ αυτών (Ρίμ. θαν. 126).
7) Οικείος, συγγενής
: (Λεηλ. Παροικ. 452)·
κάμε τρόπο, λυγερή, γέλα τους εδικούς σου (Ch. pop. 280).
8) Ιδιαίτερος, ξεχωριστός
: το καθένα χάριτας είχεν τας εδικάς του (Διγ. Z 110).
Το ουδ. ως ουσ. =
1) α) Περιουσία, βιος, «το έχει» κάπ.
: μηδέν τορμήσει τινάς να ζημιώσει τινάν, ουδέ εις το κορμίν του, ουδέ εις το δικόν του (Μαχ. 3163)·
β) χρήματα
: εάν κανείς δίδει απέ το εδικόν του ενού ετέρου πέρπυρα ρ´ (Ασσίζ. 4061)·
γ) εμπόρευμα
: ο πουλητής πουλεί το εδικόν του (Ασσίζ. 383).
2) α) Ό,τι ανήκει δικαιωματικά σε κάπ.
: ήλθες απάνω εις εμέν να επάρεις το δικό μου; (Χρον. Μορ. P 4115)·
β) προσωπικό αντικείμενο, κτήμα κάπ.
: Ό,τι εδικό μου ευρίσκεται στα μέσα του σπιτιού μας (Θυσ. 923).
3) (Στον πληθ.) τα «προσωπικά» κάπ.· έγνοιες, φροντίδες
: να σ’ εξηγηθώ και εγώ τα εδικά μου (Λίβ. Esc. 3140).
4) Οικογένεια· σπίτι πατρικό· πατρίδα
: Καβαλικεύει σύντομα, φθάνει εις τα δικά του, ευρίσκει τον πατέρα του (Φλώρ. 1069).
Εκφρ.
1) Από δικού (
μου, σου, του, κλπ.),
από εδικόν (
μου, σου, του, κλπ.) = από μόνος μου· από δική μου ιδέα, πρωτοβουλία
: (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 268), (Φαλιέρ., Ιστ. 611).
2) Για δικού (
μου, σου, του, κλπ.) = για λογαριασμό μου, για μένα
: (Φορτουν. Ε´ 257).
3) Εις το δικόν (
μου, σου, του, κλπ.) = στην περίπτωσή μου
: (Μαχ. 4365).
4) Κατ’ εδικόν, κατ’ εδικού (
μου, σου, του, κλπ.) = εναντίον μου
: (Λίβ. Esc. 2521).
[μτγν. επίθ. ιδικός. Ο τ. δικός και σήμ. Η λ. και ο τ. εδικός και σήμ. ιδιωμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr