Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?
Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!
καθηλώνω Koine-Griechisch καθηλῶ κατά (καθ-) + ἧλος (καρφώνω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Noch keine Grammatik zu καθηλώνω.
καθηλώνω [kaθilóno] -ομαι : 1α. αναγκάζω κπ. να μείνει ακίνητος στη θέση του ή περιορίζω τις κινήσεις του σε έναν πολύ περιορισμένο χώρο· ακινητοποιώ: H αρρώστια τον έχει καθηλώσει στο κρεβάτι. Όλο το βράδυ έμεινε καθηλωμένος στη θέση του, δε σηκώθηκε να χορέψει. Έχανε το χρόνο του καθηλωμένος μπροστά στην τηλεόραση. H σφοδρή επίθεση του εχθρού έχει καθηλώσει μονάδες του στρατού μας. β. για κτ. που ασκεί τόσο έντονη επίδραση σε κπ., ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει: Ο λόγος του συναρπάζει και καθηλώνει το ακροατήριο. Tο βλέμμα του ψυχρό και αυστηρό σε καθηλώνει. Kαθηλώνεσαι μπροστά στην ομορφιά της φύσης. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.