Griechische Wörter mit deutscher Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



Χιονάτη

Χιονάτη (Lehnbedeutung) deutsch Schneewittchen ή (Lehnbedeutung) französisch Blanche-Neige [1]


ευρετική

ευρετική substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ευρετικός ((Lehnübersetzung) deutsch heuristisch)


γρανάτης

γρανάτης deutsch Granat lateinisch granatum (ρόδι) granum proto-indogermanisch *ǵr̥h₂nóm ǵr̥h₂-nós *ǵerh₂- (μεγαλώνω, ωριμάζω)


ταχεία

ταχεία ουσιαστικοποίηση και απλοποίηση του όρου ταχεία αμαξοστοιχία (Lehnübersetzung) französisch train rapide ή την deutsch Schnellzug


Λειψία

Λειψία deutsch Leipzig slawisch Lipsk lipa (φλαμουριά)


ομώνυμος

ομώνυμος (λόγιο) altgriechisch ὁμώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ομ- + -ώνυμος για τη γραμματική (αντιδάνειο), (Lehnbedeutung) französisch homonyme (στον πληθυντικό homonymes lateinisch homonymus altgriechisch ὁμώνυμος για τα μαθηματικά (Lehnbedeutung) französisch dénominateur commun για τη φυσική (Lehnbedeutung) deutsch gleichmaniger Ρol


μούσλι

μούσλι deutsch Müsli (αλεμαννικά Müesli, υποκοριστικό του Mues) proto-deutsch mōsą (χυλός) indoeuropäisch (Wurzel) *meh₂d- (υγρός)


Λιχτενστάιν

Λιχτενστάιν deutsch Liechtenstein Liechten (φώτα) + Stein (πέτρα)


ωρομίσθιο

ωρομίσθιο ώρα + -ο- + μισθός + -ιο ((Lehnübersetzung) deutsch Stundenlohn)


ψυχοπάθεια

ψυχοπάθεια (entlehnt aus) deutsch Ρsychopathie ή μέσω του französisch psychopathie ψυχο- + πάθος


ψυχόδραμα

ψυχόδραμα (entlehnt aus) deutsch Psychodrama altgriechisch ψυχή + δρᾶμα. Αναλύεται ψυχό- + δράμα


ψυχογένεση

ψυχογένεση (entlehnt aus) deutsch Ρsychogenesis altgriechisch ψυχή + γένεσις


ψυχογένεια

ψυχογένεια (entlehnt aus) deutsch Ρsychogenie altgriechisch ψυχή + γίγνομαι


ψυχαναλυτής

ψυχαναλυτής ψυχή + αναλυτής (Lehnübersetzung) deutsch Ρsychoanalytiker


χωρόχρονος

χωρόχρονος χωρο- + χρόνος, Lehnübersetzung von deutsch Raumzeit[1]


χρωμόσωμα

χρωμόσωμα χρωμό- + σώμα (entlehnt aus) französisch chromosome ή deutsch Chromosom χρωμο- + σῶμα[1][2]


χριστιανοδημοκρατία

χριστιανοδημοκρατία χριστιανός + -ο- + δημοκρατία ((Lehnübersetzung) deutsch Christlich Demokratische Union)


χριστιανοδημοκράτης

χριστιανοδημοκράτης χροστιανός + -ο- + δημοκράτης ((Lehnübersetzung) deutsch Christdemokrat)


χρεόγραφο

χρεόγραφο χρέος + -ο- + γράφω (Lehnübersetzung) deutsch Wertpapier


χειροβομβίδα

χειροβομβίδα χειρο- + Katharevousa βομβίς > βομβίδα, (Lehnübersetzung) deutsch Handgranate[1]


χαρακτηρολογία

χαρακτηρολογία (entlehnt aus) deutsch Charakterologie αρχαία ελληνικά χαρακτηρ- + -ο- + -λογία


χάμπουργκερ

χάμπουργκερ englisch hamburger deutsch Hamburger (κάτοικος του Αμβούργου) Hamburg (Αμβούργο) +‎ -er


φωτορεπόρτερ

φωτορεπόρτερ französisch photoreporter ή deutsch Fotoreporter photo- (φωτο-) + reporter (ρεπόρτερ)


φράγκο

φράγκο italienisch franco französisch franc μέση französisch franc παλαιά französisch franc mittellateinisch Francus φραγκική *Frank proto-deutsch *frankô (δόρυ, ακόντιο) indoeuropäisch (Wurzel) *prAng- / *prAgn- ‎(στύλος, κοτσάνι)


φούτερ

φούτερ deutsch Futter (φόδρα) proto-deutsch *fōdrą indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂- (προστατεύω)


φιάσκο

φιάσκο italienisch fiasco spätlateinisch flasco (= φιάλη) φραγκική *flasko proto-deutsch *flaskǭ (=δοχείο, φιάλη) indoeuropäisch (Wurzel) *pleḱ- (πλέκω, υφαίνω)


φαινότυπος

φαινότυπος (entlehnt aus) απόδοση για τη deutsch Ρhänotypus altgriechisch φαίνω + τύπος


υποσυνείδητο

υποσυνείδητο υπο- + συνειδητό (Lehnübersetzung) deutsch Unterbewusstsein


υπνοδωμάτιο

υπνοδωμάτιο (Wort verwendet ab 1883) (Lehnübersetzung) deutsch Schlafzimmer


υπερεγώ

υπερεγώ (Lehnübersetzung) deutsch Über-Ich


τσιτάτο

τσιτάτο deutsch Zitat lateinisch citatus, μετοχή του citare· von ίδια ρίζα και τα αγγλικά cite, citation, το γαλλικό citation, το ρουμανικό, σλοβενικό και σουηδικό citat κ.ά.


τσίγκος

τσίγκος italienisch zinco französisch zinc deutsch Zink mittelhochdeutsch zinke althochdeutsch zinko proto-deutsch *tindaz (αιχμή, κορυφή) proto-indogermanisch *(e)dont- (δόντι, προεξοχή)


τραστ

τραστ englisch trust altnorwegisch traust proto-deutsch *traustą indoeuropäisch (Wurzel) *drowzdo (δυναμώνω, ισχυροποιώ)


τεκτονικός

τεκτονικός (λόγιο) altgriechisch τεκτονικός τέκτων proto-griechisch *téktōn proto-indogermanisch *tetḱō *tetḱ- (παράγω, δημιουργώ) μασονικός (Lehnübersetzung) italienisch massonico γεωλογικός όρος: (Lehnübersetzung) deutsch tektonisch[1]


ταχυβραστήρας

ταχυβραστήρας ταχύς + βραστήρας (Lehnübersetzung) deutsch Schnellkocher


ταξίμετρο

ταξίμετρο französisch taximètre deutsch Taxameter mittellateinisch taxa + altgriechisch μέτρον


ταξί

ταξί (entlehnt aus) französisch taxi taximètre deutsch Taxameter mittellateinisch taxa + altgriechisch μέτρον


τάλιρο

τάλιρο (ορθογραφικό δάνειο) venezianisch talaro (με α η ι) deutsch Taler / Thaler Joachimsthaler (νόμισμα του 16ου αιώνα) που παραγόταν στην Sankt Joachimsthal, την κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ Joachim + -s- + Tal + -er althochdeutsch tal proto-deutsch *dalą proto-indogermanisch *dʰol- / *dʰel- (τόξο, αψίδα, καμπυλότητα, κοιλότητα)[1][2]


τακτικός

τακτικός altgriechisch τακτικός τάσσω ((Lehnbedeutung) französisch ordinaire ή (Lehnbedeutung) deutsch ordentlich)


σχιζοφρένεια

σχιζοφρένεια (entlehnt aus) deutsch Schizophrenie altgriechisch σχίζω + φρήν (Τον όρο εισήγαγε ο Ελβετός ψυχολόγος Eugen Bleuler)


σχήμα

σχήμα altgriechisch σχῆμα ἔχω (σε κάποιες σημασίες (Lehnübersetzung) französisch forme ή (Lehnübersetzung) deutsch Format)


συνεδρίαση

συνεδρίαση mittelgriechisch συνεδρίασις συνεδριάζομαι Koine-Griechisch συνεδριάζω altgriechisch σύνεδρος σύν + ἕδρα ( (Lehnbedeutung) deutsch Sitzung)


συνάνθρωπος

συνάνθρωπος mittelgriechisch συνάνθρωπος (σε κείμενα του 15ου αιώνα)[1]. Επίσης, έχει χαρακτηρισθεί[2] ως Lehnübersetzung von deutsch Mitmensch. siehe auch τα αρχαία ελληνικά συνανθρωπέω, συνανθρωπεύομαι, συνανθρώπισις. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + ἀνθρωπος


σύμπλεγμα

σύμπλεγμα Koine-Griechisch σύμπλεγμα altgriechisch συμπλέκω σύν + πλέκω (Lehnübersetzung) englisch cluster (Lehnübersetzung) deutsch Komplex


συλλαβόγριφος

συλλαβόγριφος συλλαβή + -ο- + γρίφος (Lehnübersetzung) deutsch Silbenrätsel


στούκας

στούκας deutsch Stuka Sturzkampfflugzeug


στατιστική

στατιστική deutsch Statistik lateinisch status sto proto-italienisch *staēō proto-indogermanisch *sth₂éh₁yeti *steh₂- (ἵστημι) (από γερμανικό όρο του 1798 για ανάλυση δεδομένων για το κράτος)


σπουδαστήριο

σπουδαστήριο σπουδάζω + -τήριο ((Lehnübersetzung) deutsch Studierzimmer[1] [2] ή (Lehnübersetzung) französisch étude[2])


σοσιαλδημοκρατία

σοσιαλδημοκρατία deutsch Socialdemocratie


σοσιαλδημοκράτης

σοσιαλδημοκράτης deutsch Sozialdemokrat


σόμπα

σόμπα türkisch soba ουγγρική szoba (δωμάτιο) althochdeutsch stuba proto-deutsch *stubō (=δωμάτιο, καθιστικό, φούρνος)


σνίτσελ

σνίτσελ deutsch Schnitzel


σμάλτο

σμάλτο italienisch smalto spätlateinisch smaltum φραγκική *smalt proto-deutsch *smaltiją


σκορβούτο

σκορβούτο italienisch scorbuto mittellateinisch scorbutus mittelniederländisch scôrbut μέση κάτω deutsch schorbuk σουηδική skörbjug νορμανδική skyr-bjúr (skyr=πηγμένο γάλα για τυρί, bjúr=οίδημα)


σκιέρ

σκιέρ französisch skieur skier englisch ski norwegisch ski proto-deutsch *skīdą (ραβδί) indoeuropäisch (Wurzel) *skei- (κόβω, χωρίζω)


σκι

σκι französisch ski englisch ski norwegisch ski proto-deutsch *skīdą (ραβδί) indoeuropäisch (Wurzel) *skei- (κόβω, χωρίζω)


σημασιολογία

σημασιολογία (entlehnt aus) deutsch Semasiologie (βλ. και νεότερη deutsch λέξη Bedeutungslehre). Ο όρος «σημαντική» (όπως στη französisch sémantique ή την englisch semantics) δεν επικράτησε στα ελληνικά.[1]


σεμινάριο

σεμινάριο italienisch seminario lateinisch seminarium (φυτώριο) semen indoeuropäisch (Wurzel) *séh₁mn̥ (σπόρος) *seh₁- ‎(σπέρνω) +‎ *-mn̥ ((Lehnbedeutung) deutsch Seminar)


σελίνι

σελίνι italienisch scellini Mehrzahl von scellino französisch schelling englisch shilling proto-deutsch *skillingaz *skiljaną (κόβω, χωρίζω, διαιρώ) ( proto-indogermanisch *(s)kelH-) +‎ *-lingaz


σβίγκος

σβίγκος deutsch swinge


σβάστικα

σβάστικα deutsch Swastika sanskritisch स्वस्तिक (svastika: σύμβολο καλής τύχης, ειρήνης και ευημερίας) svasti (= ευτυχία) su (= καλώς) + asti (= είναι).


σαχ

σαχ deutsch Schach (σάχης) [1]


ρουφιάνος

ρουφιάνος italienisch ruffiano + -ς roffia (βρομιά) althochdeutsch hrŭf


πρωτόπλασμα

πρωτόπλασμα (entlehnt aus) deutsch Protoplasma altgriechisch πρῶτος + πλάσμα (ο όρος πρωτοπλάστηκε von Τσέχο ανατόμο και φυσιολόγο Γιαν Εβανγκελίστα Πούρκινιε - Jan Evangelista Purkyně)


πρωτεύουσα

πρωτεύουσα Femininum von πρωτεύων, της μετοχής ενεστώτα του πρωτεύω ((Lehnübersetzung) französisch capitale ή (Lehnübersetzung) deutsch Hauptstadt)


προφέσορας

προφέσορας deutsch Professor + -ας


προτσές

προτσές deutsch Prozess lateinisch processus μτχ. του ρ. procedo


προτεστάντης

προτεστάντης französisch protestant deutsch Protestant lateinisch protestans, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος protesto / protestor pro- + testor testis indoeuropäisch (Wurzel) *tristh₂s


πρόσημο

πρόσημο προ- + -σημο, (Lehnübersetzung) deutsch Vorzeichen


προσγράφω

προσγράφω altgriechisch προσγράφω πρός + γράφω ((Lehnbedeutung) deutsch zuschreiben)


πολύγραφος

πολύγραφος (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) deutsch Polygraph. Αναλύεται σε πολυ- + -γράφος


ποζιτιβισμός

ποζιτιβισμός französisch positivisme / englisch positivism / deutsch Positivismus


πλαίσιο

πλαίσιο altgriechisch πλαίσιον (3. (Lehnbedeutung) deutsch Rahmen)


πίφερο

πίφερο italienisch fiffaro (ή και piffero) deutsch Pfeife (πίπα) lateinisch pipare (κάνω οξύ, ψηλό ήχο, τιτιβίζω)


πινακοθήκη

πινακοθήκη Koine-Griechisch πινακοθήκη altgriechisch πίναξ + -θήκη ((Lehnbedeutung) deutsch Pinakothek)


πέτρωμα

πέτρωμα (λόγιο) Koine-Griechisch πέτρωμα (πέτρινη μάζα), αρχαία ελληνικά: (λιθοβολισμός) πετρόω / πετρῶ, (Lehnbedeutung) deutsch Gestein ή (απόδοση) französisch roche[1][2]


πετροδολάριο

πετροδολάριο (entlehnt aus) englisch petrodollar petroleum (altgriechisch πέτρα + lateinisch oleum altgriechisch ἔλαιον) +‎ dollar ( ολλανδική daler / daalder deutsch Taler / Thaler Sankt Joachimsthaler : von κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ Joachim + -s- + Tal + -er althochdeutsch tal proto-deutsch *dalą)


παρλαπίπα

παρλαπίπα deutsch Paperlapapp (=φλυαρία) Onomatopoetikum (με επίδραση των λέξεων πάρλα & πίπα)


παρενέργεια

παρενέργεια παρα- + ενέργεια (Lehnübersetzung) deutsch Nebenwirkung


παραφινέλαιο

παραφινέλαιο παραφίνη + έλαιο (Lehnübersetzung) deutsch Paraffinöl


παραπόταμος

παραπόταμος παρα- + ποταμός ((Lehnübersetzung) deutsch Nebenfluss)


παλάσκα

παλάσκα türkisch palaska αρχαία deutsch flaska


παγοδρόμος

παγοδρόμος πάγ(ος) + -ο- + -δρόμος, (Lehnübersetzung) deutsch Εisläufer


παγοδρομία

παγοδρομία πάγ(ος) + -ο- + -δρομία, (Lehnübersetzung) deutsch Εislauf


ουσάρος

ουσάρος deutsch Husar ουγγρική huszár (ιππέας)


οξύνοια

οξύνοια οξύνους + -νοια (Lehnübersetzung) deutsch Scharfsinn


ολισμός

ολισμός (entlehnt aus) deutsch Holismus altgriechisch ὅλος


οικολόγος

οικολόγος (entlehnt aus) französisch écologue ή deutsch Ökologe, οικο- + -λόγος[1]


οικολογία

οικολογία (entlehnt aus) französisch écologie (1910) deutsch Ökologie (1866) altgriechisch οἶκος + -λογία


οικοδιδάσκαλος

οικοδιδάσκαλος οικο- + διδάσκαλος, (Lehnübersetzung) deutsch Hauslehrer[1]


όζον

όζον (entlehnt aus) deutsch Οzon altgriechisch ὄζον, Maskulinum von ὄζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὄζω


οδόστρωμα

οδόστρωμα οδο- (οδός) + στρώμα (Lehnübersetzung) deutsch Strassenbelag


οδοντίατρος

οδοντίατρος οδοντ- + -ίατρος, (Lehnübersetzung) deutsch Zahnarzt[1]


οβίδα

οβίδα Katharevousa οβίς französisch obus deutsch Haubitze τσεχική houfnice houf proto-deutsch *haupaz *hauppaz indoeuropäisch (Wurzel) *kouHp-nó-


ντρεζίνα

ντρεζίνα italienisch dresina deutsch Draisine Καρλ φον Ντράις (Karl Friedrich Christian Ludwig Freiherr Drais von Sauerbronn)


ντίζελ

ντίζελ deutsch Diesel Rudolf Diesel


ντετερμινιστής

ντετερμινιστής deutsch Determinist Determinismus


ντετερμινισμός

ντετερμινισμός deutsch Determinismus lateinisch determino[1]


νικέλωση

νικέλωση νικελώνω + -ση νίκελ deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer + Nickel ( Nikolaus lateinisch Nicolaus altgriechisch Νικόλαος (αντιδάνειο) νίκη + λαός)


νικέλιο

νικέλιο deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer (χαλκός) + Nickel Nikolaus (Άγιος Νικόλαος)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback