{η}  ντίζελ Subst.  [ntizel]

(469)

Etymologie zu ντίζελ

ντίζελ deutsch Diesel Rudolf Diesel


GriechischDeutsch
Μερίδιο ανανεώσιμης ενέργειας μεταφορές: τελική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές καταναλισκόμενη στις μεταφορές [βλέπε άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και άρθρο 5 παράγραφος 5 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ], διαιρούμενη δια της κατανάλωσης στις μεταφορές 1. βενζίνης· 2. πετρελαίου ντίζελ· 3. βιοκαυσίμων χρησιμοποιούμενων στις οδικές και στις σιδηροδρομικές μεταφορές και 4. ηλεκτρικής ενέργειας στις χερσαίες μεταφορές (όπως εκφράζεται στη σειρά 3 του πίνακα 1).Anteil der erneuerbaren Energien im Verkehrssektor: Endverbrauch von Energie aus erneuerbaren Quellen für den Verkehrssektor (s. Artikel 5 Absatz 1 Buchstabe c und Artikel 5 Absatz 5 der Richtlinie 2009/28/EG), geteilt durch den Verbrauch im Verkehrssektor von 1. Ottokraftstoff, 2. Dieselkraftstoff, 3. im Straßenund Schienenverkehr eingesetzten Biokraftstoffen und 4. im Landverkehr eingesetzter Elektrizität (s. Zeile 3 der Tabelle 1).

Übersetzung bestätigt

Αυτό σημαίνει ότι η κηροζίνη/το καύσιμο αεριωθουμένων που χρησιμοποιείται στην πολιτική αεροπορία και το βαρύ πετρέλαιο που χρησιμοποιείται στη ναυτιλία δεν καταλογίζονται (αν και το πετρέλαιο ντίζελ που χρησιμοποιείται από ορισμένες αμαξοστοιχίες και ορισμένα σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας καταλογίζεται),Kerosin und Flugturbinenkraftstoff (Luftverkehr) und Schweröl (Schifffahrt) zählen daher in diesem Zusammenhang nicht (während der Dieselkraftstoff, der bei einigen Zügen und Binnenschiffen verwendet wird, sehr wohl zählt);

Übersetzung bestätigt

από τα προϊόντα πετρελαίου, μόνο η βενζίνη και το πετρέλαιο ντίζελ καταλογίζονται στον παρονομαστή.Bei der Berechnung des Nenners zählen von den Erdölerzeugnissen nur Ottokraftstoff und Dieselkraftstoff.

Übersetzung bestätigt

Παρατηρήσεις: Ιδίως στην περίπτωση παράδοσης βενζίνης ή/και καυσίμων ντίζελ σε πρατήρια βενζίνης, το βυτιοφόρο επιστρέφει απευθείας στην αποθήκη πετρελαίου (για να ξαναφορτωθεί για περαιτέρω παραδόσεις), αμέσως μετά την παράδοση του τελευταίου φορτίου.Anmerkungen: Insbesondere bei der Belieferung von Tankstellen mit Benzin und/oder Dieselkraftstoff kehren die Tankfahrzeuge nach Auslieferung der letzten Ladung direkt in das Kraftstofflager (zur erneuten Beladung für weitere Lieferungen) zurück.

Übersetzung bestätigt

Ο κατωτέρω πίνακας εφαρμόζεται για το αργό πετρέλαιο, το LPG, τη βενζίνη, την κηροζίνη, το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης/ντίζελ, το μαζούτ και το συνολικό πετρέλαιο:Die folgende Tabelle gilt für Rohöl, LPG, Benzin, Kerosin, Dieselkraftstoff/Heizöl, schweres Heizöl und Öl insgesamt:

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Dieselkraftstoff
Diesel

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ντίζελ.



Griechische Definition zu ντίζελ

ντίζελ η [dízel] Ο (άκλ.) : μηχανή εσωτερικής καύσης που καίει πετρέλαιο με αυτανάφλεξη, χωρίς τη βοήθεια ηλεκτρικού μέσου. || (ως επίθ.): Mηχανή / κινητήρας / καυστήρας ντίζελ. Aμαξοστοιχία ντίζελ, με κινητήρα ντίζελ. Kαύσιμο ντίζελ, προϊόν απόσταξης πετρελαίου κατάλληλο για κινητήρα ντίζελ.

[λόγ. < γερμ. Diesel < ανθρωπων. Diesel (όν. Γερμανού μηχανικού και εφευρέτη) θηλ. κατά το μηχανή]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback