Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischστραγάλι mittelgriechisch στραγάλιν altgriechisch άστραγάλιον, υποκοριστικό του άστράγαλος
στουρνάρι mittelgriechisch στουρνάριον altgriechisch στορύνη
στουπί mittelgriechisch στουπί Koine-Griechisch στουππίον altgriechisch στυππεῖον
στοιχειό mittelgriechisch στοιχεῖον (παρόμοια σημασία) mittelgriechisch στοιχεῖον
στιχουργώ mittelgriechisch στιχουργώ στιχουργός
στιχουργός mittelgriechisch στιχουργός altgriechisch στίχος + ἔργον
στιχουργία mittelgriechisch στιχουργία στιχουργός
στιχούργημα mittelgriechisch στιχούργημα στιχουργός
στιχοπλόκος mittelgriechisch στιχοπλόκος altgriechisch στίχ(ος) + -ο- + -πλόκος (πλέκω) κατά το δολοπλόκος
στεφάνωση mittelgriechisch στεφάνωσις altgriechisch στεφανόω / στεφανῶ
στέρνα mittelgriechisch στέρνα κιστέρνα lateinisch cisterna cista altgriechisch κίστη (αντιδάνειο)
στεριά mittelgriechisch στεριά στερεά
στέλνω mittelgriechisch στέλνω altgriechisch στέλλω proto-griechisch *stéľľō proto-indogermanisch *stel- (θέτω, βάζω)
στέκω mittelgriechisch στέκω Koine-Griechisch στήκω altgriechisch ἕστηκα (παρακείμενος του ἵστημι) [1]
στειλιάρι mittelgriechisch στειλειάριον, υποκοριστικό του Koine-Griechisch στειλειός altgriechisch στειλεός
στάχωση mittelgriechisch στάχωσις σταχώνω στάχυς
σταχώνω mittelgriechisch σταχώνω στάχυ
στάχτη mittelgriechisch στάκτη Koine-Griechisch στακτή (κονία) altgriechisch στακτός στάζω proto-indogermanisch *stag- (στάζω)
σταφύλι mittelgriechisch σταφύλιον altgriechisch σταφυλή + (κατάληξη υποκοριστικού) -ιον
σταφίδα mittelgriechisch σταφίδα Koine-Griechisch σταφίς altgriechisch ἀσταφίς
σταυρωτής mittelgriechisch σταυρωτής altgriechisch σταυρόω σταυρός
σταράτος (σημασία λόγια) πιθανόν αστεράτος mittelgriechisch ἀστεράτος[1][2]. Συγχρονικά αναλύεται σε αστέρι + -άτος
στανιό mittelgriechisch στανιό (άγνωστης ετυμολογίας). Οι υποθέσεις περιλαμβάνουν
στάνη mittelgriechisch στάνη slawisch стан πρωτοslawisch *stanъ (κατάλυμα) indoeuropäisch (Wurzel) *steh₂- (ἵστημι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
στάμπα mittelgriechisch italienisch stampa
σταμνί mittelgriechisch σταμνίν altgriechisch σταμνίον στάμνος + -ιον
σταματώ mittelgriechisch στάμα (κάθισμα) ἵσταμαι
σπρώχνω mittelgriechisch σπρώχνω altgriechisch προωθῶ
σπολλάτη mittelgriechisch εἰς + πολλά + ἔτη
σπλήνα mittelgriechisch σπλήνα (Femininum) altgriechisch σπλήν (Maskulinum) indoeuropäisch (Wurzel) *spelgh- (σπλήνα)
σπίτι mittelgriechisch σπίτιν ὁσπίτιν Koine-Griechisch ὁσπίτιον lateinisch hospitium hospes
σπέρνω mittelgriechisch σπέρνω altgriechisch σπείρω proto-griechisch *spéřřō proto-indogermanisch *sper-[1] (σπέρνω, διασπείρω, σκορπίζω)
σπανάκι mittelgriechisch σπανάκι mittellateinisch spinachii Mehrzahl von spinachium [1] persisch سپاناخ (sepanakh)
σπαθί mittelgriechisch σπαθίν Koine-Griechisch σπαθίον altgriechisch σπάθη[1] proto-indogermanisch *(s)peh₂- + *dʰeh₁-
σπάζω mittelgriechisch σπάζω altgriechisch ἔσπασα σπάω
σούφρα mittelgriechisch σούφρα spätlateinisch *sup(p)la β μηχανικός εμπορικού ναυτικού (γονυκλισία) lateinisch supplicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος supplico (εκλιπαρώ, ικετεύω) sub + plico (διπλώνω, κάμπτω) proto-indogermanisch *pleḱ-
σουσουράδα mittelgriechisch σουσουράδα σείω + ουρά
σούρνω mittelgriechisch σέρνω altgriechisch σύρω
σουρβιά mittelgriechisch σουρβία lateinisch sorbus indoeuropäisch (Wurzel) *sor / *ser (“κόκκινο, καφεκόκκινο”)
σουραύλι mittelgriechisch σουραύλιον altgriechisch σῦριγξ + αὐλός
σούρα mittelgriechisch σούρα σουρ(ώνω) + -α
σουβλίζω mittelgriechisch σούβλα + -ίζω
σουβλατζίδικο σουβλατζής + -ίδικο σουβλάκι mittelgriechisch σουβλάκι σούβλα lateinisch subula indoeuropäisch (Wurzel) *sūdʰlā *sū- + *-dʰlā'
σουβλάκι mittelgriechisch σουβλάκι σούβλα + κατάληξη υποκοριστικού -άκι lateinisch subula indoeuropäisch (Wurzel) *sūdʰlā *sū- + *-dʰlā
σολέα mittelgriechisch σολέα lateinisch solea solum proto-indogermanisch *swol- (σόλα)
σόδιασμα σοδιάζω + -μα mittelgriechisch σοδιάζω ἐσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός
σοδιάζω mittelgriechisch σοδιάζω ἐσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός
σοδειά mittelgriechisch σοδεία ἐσοδεία Koine-Griechisch εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός
σμάρι mittelgriechisch σμάρι altgriechisch ἑσμός ἕζομαι
σκυλιάζω mittelgriechisch σκυλιάζω σκύλος
σκυλί mittelgriechisch σκυλί σκυλίον υποκοριστικό του σκύλος
σκύβω mittelgriechisch σκύβω σκύπτω altgriechisch κύπτω proto-indogermanisch *keu(b)- (στρέφω, κάμπτω, σκύβω)
σκούφος σκουφί + -ος mittelgriechisch σκούφια / σκουφία italienisch scuffia cuffia lateinisch cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) φραγκικά *kuf(f)ja (κόμμωση) πρωτογερμανικά *kupjō (κουκούλα, σκούφος)
σκούφια mittelgriechisch σκούφια / σκουφία italienisch scuffia cuffia lateinisch cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) φραγκικά *kuf(f)ja (κόμμωση) πρωτογερμανικά *kupjō (κουκούλα, σκούφος)
σκουτί mittelgriechisch σκυτίον υποκοριστικό του σκῦτος
σκουντώ mittelgriechisch σκουντώ ασκοντώ / κουντώ ἀκοντίζω altgriechisch ἀκοντίζω ἄκων (Genitiv: ἄκοντος) ἀκή (ή altgriechisch κοντός: κοντάρι)
σκουμπρί mittelgriechisch σκουμπρίον *σκομβρίον, υποκοριστικό για την altgriechisch σκόμβρος[1]
σκοτούρα mittelgriechisch σκοτούρα σκότος + -ούρα
σκόρος mittelgriechisch σκόρος altgriechisch κόρις indoeuropäisch (Wurzel) *koris
σκορδαλιά σκόρδο + αλιάδα ( mittelgriechisch αλιάδα italienisch agliata (πβ. βενετικά agiada) spätlateinisch aliatum lateinisch allium: σκόρδο)
σκοπευτήριο mittelgriechisch σκοπευτήριον σκοπευτής altgriechisch σκοπεύω σκοπός
σκόνη mittelgriechisch σκόνη altgriechisch κόνις
σκλάβος mittelgriechisch σκλᾶβος Σκλᾶβος πρωτοslawisch *Slověninъ (το εθνικό όνομα απέκτησε τη σημασία του δούλου, επειδή ίσως πολλά άτομα slawischς καταγωγής πωλούνταν ως δούλοι)[1]
σκλαβιά mittelgriechisch σκλαβιά σκλάβος + -ιά[1] Σκλαβηνός απώτατης slawischς αρχής[2]
σκήτη mittelgriechisch σκήτη Koine-Griechisch Σκῆτις/Σκίτις (αιγυπτιακό τοπωνύμιο)
σκευοφυλάκιο mittelgriechisch σκευοφυλάκιον Koine-Griechisch σκευοφυλάκιον σκεῦος + φυλάττω
σκέπη mittelgriechisch σκέπη
σκελίδα mittelgriechisch σκελίδα Koine-Griechisch σκελίς altgriechisch σχελίς
σκάω mittelgriechisch σκάζω altgriechisch σχάζω
σκατό mittelgriechisch σκατόν altgriechisch σκῶρ (Genitiv: του σκατός)
σκαμπάζω mittelgriechisch σκαμβάζω Koine-Griechisch καμβός
σκαλωσιά mittelgriechisch σκαλωσία σκαλώνω σκάλα lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend-
σκαλώνω mittelgriechisch *σκαλώνω Koine-Griechisch σκάλα lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend- (πηδώ)
σκάλωμα σκαλώνω + -μα mittelgriechisch σκάλα lateinisch scala
σκαλιστήρι mittelgriechisch σκαλιστήριον σκαλίζω + -τήριον
σκαθάρι mittelgriechisch σκανθάριον σκάνθαρος altgriechisch κάνθαρος κάνθος
σιρόπι mittelgriechisch σιρόπιον italienisch sciroppi, Mehrzahl von sciroppo mittellateinisch siruppus / syrupus arabisch شراب (šarāb, ποτό) شرب (šáriba, πίνω)
σιμώνω mittelgriechisch σιμώνω altgriechisch σιμός + -ώνω
σίκαλη mittelgriechisch σίκαλις
σίδερο mittelgriechisch σίδερον altgriechisch σίδηρος
σιγουρεύω σίγουρος + -εύω mittelgriechisch σιγούρος σεγούρος βενετικά seguro λατινικά securus se- (στερητικό) + cura (: έγνοια, φροντίδα)
σιγίλιο mittelgriechisch σιγίλλιον lateinisch sigillium sigillum, υποκοριστικό του signum indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω) ή *sekʷ- (ακολουθώ)
σιάζω mittelgriechisch σιάζω ή ἰσιάζω ἴσ(ιος) + -άζω altgriechisch ἰσάζω[1][2]
σημάδι mittelgriechisch σημάδιον (υποκοριστικό des altgriechischen ελληνικού σῆμα)
σηκώνω mittelgriechisch σηκώνω altgriechisch σηκῶ (ζυγίζω σε ζυγαριά βάζοντας και βγάζοντας βαρίδια έτσι ώστε να σηκωθεί το ένα μέρος και να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με το άλλο)
σέρνω mittelgriechisch σέρνω σύρνω altgriechisch σύρω proto-indogermanisch *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)
σεντούκι mittelgriechisch σεντούκιν arabisch صُنْدُوْق (ʂundūq, κουτί) [1] (βλέπε και τουρκικό sandık, σερβοκροατικό sanduk)
σε mittelgriechisch σέ[1] siehe auch altgriechisch εἰς
σβήνω mittelgriechisch σβήνω altgriechisch σβέννυμι. (Από τον αόριστο ἔσβην (γ' πληθυντικό: ἔσβησαν) σχηματίστηκε ο νέος αόριστος έσβησα και από αυτόν ο νέος ενεστώτας σβήνω.)
σβάρνα mittelgriechisch σβάρνα slawisch barna (με προσθήκη, μπροστά, του τελικού σίγμα von άρθρο: της βάρνας) πρωτοslawisch borna indoeuropäisch (Wurzel) *bʰorh₃neh₂ *bʰerh₃- (χτυπώ με κάτι αιχμηρό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
σαυρίδι mittelgriechisch σαυρίδιον σαυρίς (υποκοριστικό του σαῦρος)
σαρώνω mittelgriechisch σαρώνω Koine-Griechisch σαρόω / σαρῶ altgriechisch σαίρω σάρον
σαρανταλείτουργο mittelgriechisch σαρανταλείτουργο σαράντα + λειτουργία
σαράντα mittelgriechisch σαράκοντα altgriechisch τεσσαράκοντα (Με αποκοπή της πρώτης συλλαβής, η οποία το Μεσαίωνα θεωρήθηκε άρθρο: τές σαράκοντα, ενώ η αποβολή της συλλαβής -κο- απαντά σε πολλά αριθμητικά, λ.χ. τριάκοντα - τριάντα, ἑξήκοντα - ἑξῆντα κτλ.)
σαράι mittelgriechisch σαράι türkisch saray persisch سرای (sarây)
σαπίλα σάπιος + -ίλα mittelgriechisch σάπιος σαπίζω altgriechisch σήπομαι
σαπίζω mittelgriechisch σαπίζω altgriechisch σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), Passiv von σήπω
σαν mittelgriechisch σάν ὡσάν altgriechisch φράση ὡς ἄν
σαμιαμίδι mittelgriechisch σαμαμίθιον, υποκοριστικό του σαμιάμινθος hebräisch שממית (smamít)
σαμάρι mittelgriechisch σαμάρι(ν) σαγμάριον, υποκοριστικό για την altgriechisch λέξη σάγμα σάττω
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.