{το}  στοιχειό Subst.  [stichio, stoixeio]

{das}    Subst.
(4)
{der}    Subst.
(0)
{der}    Subst.
(0)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu στοιχειό

στοιχειό mittelgriechisch στοιχεῖον (παρόμοια σημασία) mittelgriechisch στοιχεῖον


GriechischDeutsch
Τώρα αν τυπώσουμε το b θα δείτε ότι το πρώτο στοιχειό είναι 0Wenn wir jetzt "b" schreiben, sehen wir dass das erste Element 0 ist.

Übersetzung nicht bestätigt

Και αυτό που θα δείτε επίσης αν τυπώσετε το a είναι οτι το πρώτο στοιχειό θα είναι 0.Was wir auch sehen, ist, wenn wir "print a" schreiben, wird das erste Element 0 sein.

Übersetzung nicht bestätigt





Griechische Definition zu στοιχειό

στοιχείο το [stixío] : 1. καθένα από τα απλά μέρη ή από τα συστατι κά από τα οποία συντίθεται, συνίσταται, συγκροτείται ή συναποτελείται κτ.: Tα δομικά / τα αρχιτεκτονικά στοιχεία μιας κατασκευής. Tα λόγια στοιχεία της δημοτικής. Tα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτή ρα του. Δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχειό, κάτι που να αποτελεί περιουσία. Tα λαϊκά στοιχεία μιας μουσικής σύνθεσης. Tο έργο έχει πολλά κωμικά στοιχεία. || χαρακτηριστικό γνώρισμα: Στα λόγια του υπάρχει το στοιχειό της υπερβολής. α2. (συνήθ. πληθ.) δεδομένα, πληροφορίες: Tο δικαστήριο δεν είχε επαρκή στοιχεία για να τον καταδικάσει. Συγκέντρωση / προσκόμι ση στοιχείων που θα διαλευκάνουν την υπόθεση. H έρευνα έφερε στο φως άγνωστα στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα. || σύντομες ή κωδικοποιη μένες πληροφορίες: Στοιχεία αστυνομικής ταυτότητας / διαβατηρίου. Άτομο αγνώστων στοιχείων, ταυτότητας. Bιογραφικά στοιχεία. Hλεκτρονική επεξεργασία στοιχείων, δεδομένων. β1. στην αρχαία ελληνική (προσωκρατική) φιλοσοφία, καθένα από τα απλά μέρη (νερό, γη, αέρας, φωτιά) από τα οποία αποτελείται η ύλη. β2. Tα στοιχεία της φύσης, οι δυνάμεις της φύσης, φαινόμενα που δεν μπορούν να ελεγχθούν, όπως π.χ. οι κεραυνοί, οι θύελλες, οι τρικυμίες κτλ.: Mαίνονται τα στοιχεία της φύσης, για πολύ μεγάλη κακοκαιρία. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν εκτεθειμένος στη μανία των στοιχείων της φύσης. Tο υγρό στοιχειό, η θάλασσα, τα ποτάμια κτλ. γ. οι κατάλληλες συνθήκες, το κατάλληλο περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί κάποιος ή κτ., συνήθ. στην έκφραση είμαι / βρίσκομαι στο στοιχειό μου: Tο ψάρι στη στεριά είναι έξω από το στοιχειό του. || (επέκτ.) για κτ. με το οποίο είναι κάποιος πολύ εξοικειωμένος, που το κατέχει ή που του αρέσει: Όταν γίνεται συζήτηση για μουσική, αυτός έχει πάντα το λόγο γιατί είναι στο στοιχειό του. Άρχισε ο χορός, κι αυτή βρέθηκε στο στοιχειό της. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback