στοιχειοθετώ Verb  [stichiotheto, stoixeiothetw]

  Verb
(0)

Etymologie zu στοιχειοθετώ

στοιχειοθετώ (τυπογραφικό) στοιχείο + θέτω (τοποθετώ)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
θεμελιώνω
συνθέτω
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu στοιχειοθετώ.





Griechische Definition zu στοιχειοθετώ

στοιχειοθετώ [stixioθetó] -ούμαι : I. τοποθετώντας τυπογραφικά στοιχεία στη σειρά, συνθέτω τις λέξεις και τους στίχους κειμένου που προορίζεται για εκτύπωση. || στοιχειοθετώ με μονοτυπική ή λινοτυπική μηχανή· χτυπώ4. II. συντελώ στο σχηματισμό, στη διαμόρφωση ή στη στήριξη μιας κατάστασης, μιας άποψης κτλ.: Δεν μπορείς να στοιχειοθετήσεις / δε στοιχειοθετείται δικαίωμα αποζημίωσης, αν δε συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, δεν μπορείς να θεμελιώσεις / δε θεμελιώνεται. Mε βά ση τον (τάδε) νόμο στοιχειοθετείται το (τάδε) αδίκημα.

[λόγ. στοιχεί(ον) -ο- + -θετώ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback