σκάω Verb  [skao, skaw]

  Verb
(1)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
blechen (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu σκάω

σκάω mittelgriechisch σκάζω altgriechisch σχάζω


GriechischDeutsch
Καθώς μετακινώ το χέρι μου, μπορώ να σκάω τα μπαλόνια ή να μετακινώ το έντομο.Und wenn ich meine Hand bewege, kann ich die Ballons zerplatzen lassen oder ich kann den Käfer bewegen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σκάω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκάω, skazo">σκάζωσκάμε
σκαςσκάτε
σκάεισκάνε, σκαν
Imper
fekt
έσκαγασκάγαμε
έσκαγεςσκάγατε
έσκαγεέσκαγαν, σκάγαν(ε)
Aoristέσκασασκάσαμε
έσκασεςσκάσατε
έσκασεέσκασαν, σκάσαν(ε)
Per
fekt
έχω σκάσει
έχω σκασμένο
έχουμε σκάσει
έχουμε σκασμένο
έχεις σκάσει
έχεις σκασμένο
έχετε σκάσει
έχετε σκασμένο
έχει σκάσει
έχει σκασμένο
έχουν σκάσει
έχουν σκασμένο
Plu
per
fekt
είχα σκάσει
είχα σκασμένο
είχαμε σκάσει
είχαμε αγορσμένο
είχες σκάσει
είχες σκασμένο
είχατε σκάσει
είχατε σκασμένο
είχε σκάσει
είχε σκασμένο
είχαν σκάσει
είχαν σκασμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκάωθα σκάμε
θα σκαςθα σκάτε
θα σκάειθα σκάνε, θα σκαν
Fut
ur
θα σκάσωθα σκάσουμε, θα σκάζομε
θα σκάσειςθα σκάσετε
θα σκάσειθα σκάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκάσει
θα έχω σκασμένο
θα έχουμε σκάσει
θα έχουμε σκασμένο
θα έχεις σκάσει
θα έχεις σκασμένο
θα έχετε σκάσει
θα έχετε σκασμένο
θα έχει σκάσει
θα έχει σκασμένο
θα έχουν σκάσει
θα έχουν σκασμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκάωνα σκάμε
να σκαςνα σκάτε
να σκάεινα σκάνε, να σκαν
Aoristνα σκάσωνα σκάσουμε, να σκάσομε
να σκάσειςνα σκάσετε
να σκάσεινα σκάσουν(ε)
Perfνα έχω σκάσει
να έχω σκασμένο
να έχουμε σκάσει
να έχουμε σκασμένο
να έχεις σκάσει
να έχεις σκασμένο
να έχετε σκάσει
να έχετε σκασμένο
να έχει σκάσει
να έχει σκασμένο
να έχουν σκάσει
να έχουν σκασμένο
Imper
ativ
Presσκάτε
Aoristσκάσεσκάστε
Part
izip
Pres
Perfέχοντας σκάσει, έχοντας σκασμένο
InfinAoristσκάσει











Griechische Definition zu σκάω

σκάω [skáo] .1α μππ. σκασμένος : 1α. για κτ. του οποίου λύνεται απότομα και με δυνατό θόρυβο η συνέχεια της εξωτερικής επιφάνειας, λόγω κυρίως εσωτερικής πίεσης: Έσκασε το μπαλόνι. Έσκασε ο λέβητας. Έσκαγαν γύρω οι οβίδες. Όταν έσκασε η βόμβα… Tο αυτοκίνητο είχε ένα σκασμένο λάστιχο. ΦΡ έσκασε η βόμβα*. σκάει κανόνι*. (έκφρ.) μας (το) έσκασε το μυστικό, μας το είπε. σκάω σε κπ. το παραμύθι*. || Έσκασε το ξύλο / ο τοίχος, σχηματίστηκε ρωγμή. Tα χείλια μου / τα χέρια μου είναι σκασμένα από το κρύο. β. για κτ. το οποίο προβάλλει σιγά σιγά, βγαίνει στην επιφάνεια: Σκάει ο ήλιος μέσα από τη θάλασ σα. Έσκασαν τα πρώτα δοντάκια. Σκάνε τα μπουμπούκια. || Mας έσκασε ένα γλυκό χαμόγελο. ΦΡ δε σκάει χείλι*. σκάω μύτη, εμφανίζομαι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback