entrichten
 Verb

πληρώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Über 30 Völker entrichten uns Tribut: in Form von old, Seide, Elfenbein und Weihrauch.30 λαοί μας στέλνουν φόρο υποτέλειας:

Übersetzung nicht bestätigt

Wir entrichten den Betrag in metallischen Vergütungsstücken.Θα αμείβουν με μεταλλικά προσφορά δίσκοι.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn der Judenrat das gesamte Bußgeld entrichten möchte, 230.000 Zloty, müssen Sie dafür sorgen, dass dies bis morgen Abend 6 Uhr geschieht.Αν το Συμβούλιο επιθυμεί να πληρώσει 230.000 ζλοτς να το κάνει ως τις 6 αύριο.

Übersetzung nicht bestätigt

Laut Polizeigesetz Paragraf 14 muss die Person eine Geldbuße entrichten. Sie kann auch zu einer Haftstrafe von 3 Monaten verurteilt werden.Αν νόμος δεν υπαγορεύει μια αυστηρότερη ποινή... πρέπει να επιβληθεί πρόστιμο ή φυλάκιση τριών μηνών ως αυστηρότερη ποινή.

Übersetzung nicht bestätigt

Man wird hohen Tribut an uns entrichten. Danach die Römer.Μετά από αυτό, η ρωμαϊκή φυλή.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληρώνωπληρώνουμε, πληρώνομεπληρώνομαιπληρωνόμαστε
πληρώνειςπληρώνετεπληρώνεσαιπληρώνεστε, πληρωνόσαστε
πληρώνειπληρώνουν(ε)πληρώνεταιπληρώνονται
Imper
fekt
πλήρωναπληρώναμεπληρωνόμουν(α)πληρωνόμαστε, πληρωνόμασταν
πλήρωνεςπληρώνατεπληρωνόσουν(α)πληρωνόσαστε, πληρωνόσασταν
πλήρωνεπλήρωναν, πληρώναν(ε)πληρωνόταν(ε)πληρώνονταν, πληρωνόντανε, πληρωνόντουσαν
Aoristπλήρωσαπληρώσαμεπληρώθηκαπληρωθήκαμε
πλήρωσεςπληρώσατεπληρώθηκεςπληρωθήκατε
πλήρωσεπλήρωσαν, πληρώσαν(ε)πληρώθηκεπληρώθηκαν, πληρωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πληρώσει
έχω πληρωμένο
έχουμε πληρώσει
έχουμε πληρωμένο
έχω πληρωθεί
είμαι πληρωμένος, -η
έχουμε πληρωθεί
είμαστε πληρωμένοι, -ες
έχεις πληρώσει
έχεις πληρωμένο
έχετε πληρώσει
έχετε πληρωμένο
έχεις πληρωθεί
είσαι πληρωμένος, -η
έχετε πληρωθεί
είστε πληρωμένοι, -ες
έχει πληρώσει
έχει πληρωμένο
έχουν πληρώσει
έχουν πληρωμένο
έχει πληρωθεί
είναι πληρωμένος, -η, -ο
έχουν πληρωθεί
είναι πληρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πληρώσει
είχα πληρωμένο
είχαμε πληρώσει
είχαμε πληρωμένο
είχα πληρωθεί
ήμουν πληρωμένος, -η
είχαμε πληρωθεί
ήμαστε πληρωμένοι, -ες
είχες πληρώσει
είχες πληρωμένο
είχατε πληρώσει
είχατε πληρωμένο
είχες πληρωθεί
ήσουν πληρωμένος, -η
είχατε πληρωθεί
ήσαστε πληρωμένοι, -ες
είχε πληρώσει
είχε πληρωμένο
είχαν πληρώσει
είχαν πληρωμένο
είχε πληρωθεί
ήταν πληρωμένος, -η, -ο
είχαν πληρωθεί
ήταν πληρωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληρώνωθα πληρώνουμε, θα πληρώνομεθα πληρώνομαιθα πληρωνόμαστε
θα πληρώνειςθα πληρώνετεθα πληρώνεσαιθα πληρώνεστε, θα πληρωνόσαστε
θα πληρώνειθα πληρώνουν(ε)θα πληρώνεταιθα πληρώνονται
Fut
ur
θα πληρώσωθα πληρώσουμε, θα πληρώσομεθα πληρωθώθα πληρωθούμε
θα πληρώσειςθα πληρώσετεθα πληρωθείςθα πληρωθείτε
θα πληρώσειθα πληρώσουνθα πληρωθείθα πληρωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληρώσει
θα έχω πληρωμένο
θα έχουμε πληρώσει
θα έχουμε πληρωμένο
θα έχω πληρωθεί
θα είμαι πληρωμένος, -η
θα έχουμε πληρωθεί
θα είμαστε πληρωμένοι, -ες
θα έχεις πληρώσει
θα έχεις πληρωμένο
θα έχετε πληρώσει
θα έχετε πληρωμένο
θα έχεις πληρωθεί
θα είσαι πληρωμένος, -η
θα έχετε πληρωθεί
θα είστε πληρωμένοι, -ες
θα έχει πληρώσει
θα έχει πληρωμένο
θα έχουν πληρώσει
θα έχουν πληρωμένο
θα έχει πληρωθεί
θα είναι πληρωμένος, -η, -ο
θα έχουν πληρωθεί
θα είναι πληρωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληρώνωνα πληρώνουμε, να πληρώνομενα πληρώνομαινα πληρωνόμαστε
να πληρώνειςνα πληρώνετενα πληρώνεσαινα πληρώνεστε, να πληρωνόσαστε
να πληρώνεινα πληρώνουν(ε)να πληρώνεταινα πληρώνονται
Aoristνα πληρώσωνα πληρώσουμε, να πληρώσομενα πληρωθώνα πληρωθούμε
να πληρώσειςνα πληρώσετενα πληρωθείςνα πληρωθείτε
να πληρώσεινα πληρώσουν(ε)να πληρωθείνα πληρωθούν(ε)
Perfνα έχω πληρώσει
να έχω πληρωμένο
να έχουμε πληρώσει
να έχουμε πληρωμένο
να έχω πληρωθεί
να είμαι πληρωμένος, -η
να έχουμε πληρωθεί
να είμαστε πληρωμένοι, -ες
να έχεις πληρώσει
να έχεις πληρωμένο
να έχετε πληρώσει
να έχετε πληρωμένο
να έχεις πληρωθεί
να είσαι πληρωμένος, -η
να έχετε πληρωθεί
να είστε πληρωμένοι, -ες
να έχει πληρώσει
να έχει πληρωμένο
να έχουν πληρώσει
να έχουν πληρωμένο
να έχει πληρωθεί
να είναι πληρωμένος, -η, -ο
να έχουν πληρωθεί
να είναι πληρωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλήρωνεπληρώνετεπληρώνεστε
Aoristπλήρωσεπληρώσετε, πληρώστεπληρώσουπληρωθείτε
Part
izip
Presπληρώνοντας
Perfέχοντας πληρώσει, έχοντας πληρωμένοπληρωμένος, -η, -οπληρωμένοι, -ες, -α
InfinAoristπληρώσειπληρωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback