σκλάβος mittelgriechisch σκλᾶβος Σκλᾶβος πρωτοslawisch *Slověninъ (το εθνικό όνομα απέκτησε τη σημασία του δούλου, επειδή ίσως πολλά άτομα slawischς καταγωγής πωλούνταν ως δούλοι)[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Επιπλέον, οι συνθήκες στο χώρο εργασίας είναι συχνά επισφαλείς και τα ίδια τα παιδιά μπορούν να εργάζονται ως σκλάβοι ή να είναι θύματα εμπορίας κατά παράβαση των συμβάσεων της ΔΟΕ 29 για την καταναγκαστική εργασία και 182 για τις χειρότερες μορφές παιδικής εργασίας. | Darüber hinaus herrschen am Arbeitsplatz häufig gefährliche Bedingungen und die Kinder arbeiten manchmal als Sklaven oder sind Opfer des Menschenhandels, was gegen die ILO-Übereinkommen 29 und 182 über Zwangsarbeit bzw. über die schlimmsten Formen der Kinderarbeit verstößt. Übersetzung bestätigt |
Με την ευκαιρία της Διεθνούς Ημέρας κατά της Χρησιμοποίησης Παιδιών ως Στρατιωτών, η Ευρωπαϊκή Ένωση τονίζει ότι είναι σκόπιμο να ενταθούν οι προσπάθειες σε όλα τα επίπεδα για την προστασία των παιδιών από τις συνέπειες του πολέμου, ιδίως όταν απάγονται για να χρησιμοποιηθούν ως πολεμιστές, σεξουαλικοί σκλάβοι ή υπηρέτες. | Anlässlich des Internationalen Tages gegen den Einsatz von Kindersoldaten betont die Europäische Union, dass die Bemühungen auf allen Ebenen verstärkt werden müssen, um Kinder vor den Auswirkungen des Krieges zu schützen, insbesondere wenn sie zwangsrekrutiert werden, um als Kämpfer eingesetzt oder als sexuelle Sklaven bzw. Übersetzung bestätigt |
Στην πραγματικότητα, τούτο καταλήγει, με την πρόφαση ότι το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο σε αυτές τις χώρες είναι διαφορετικό και ότι στις χώρες αυτές δεν είναι σπάνιο να εργάζεται κανείς από την ηλικία των 5 ετών σαν ένας μικρός σκλάβος, στην αποδοχή του φαινομένου του παιδεραστικού σεξουαλικού τουρισμού. | Praktisch läuft das darauf hinaus, unter dem Vorwand, daß die sozialen und kulturellen Umstände in diesen Ländern anders sind und es dort nicht unnormal ist, ab dem Alter von fünf Jahren wie ein kleiner Sklave zu arbeiten, das Phänomen des Sextourismus mit Kindesmißbrauch hinzunehmen. Übersetzung bestätigt |
Κατά το ιωβηλαίο έτος, κάθε 50 χρόνια, στο Ισραήλ χαρίζονταν τα κέρδη, ελευθερώνονταν οι σκλάβοι και η γη έμενε ακαλλιέργητη. | In dem alle 50 Jahre begangenen Jobeljahr erließ man in Israel Schulden, ließ Sklaven frei und das Land brachliegen. Übersetzung bestätigt |
Στο Βέλγιο, 40% των θυμάτων καταλήγει στην αγορά εργασίας, στην κλωστοϋφαντουργία, την ξενοδοχοεστίαση, τη συγκομιδή φρούτων, τα αρτοπωλεία, τις κατασκευές, ως υπηρετικό προσωπικό, ως γκουβερνάντες (au pair), όπου αναγκάζονται να εργάζονται ως σκλάβοι σε απάνθρωπες συνθήκες. | In Belgien landen 40 % der Opfer auf dem Arbeitsmarkt, im Textilsektor, in der Gastronomie, als Obstpflücker, in Bäckereien, im Baugewerbe, als Hauspersonal, als Au-Pair-Mädchen, wo sie unter menschenunwürdigen Bedingungen als Sklaven arbeiten müssen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Leibeigener |
Fronarbeiter |
Sklave |
σκλάβος ο [sklávos] : 1. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη για κπ. που έχει στερηθεί τις ελευθερίες και τα δικαιώμα τά του, συνήθ. ύστερα από πολεμική ήττα και αιχμαλωσία: Οι Έλληνες ήταν σκλάβοι τετρακόσια χρόνια, υπόδουλοι. H εξέγερση / το ξύπνημα / η απελευθέρωση των σκλάβων. || (επέκτ.) που βρίσκεται κάτω από την απόλυτη εξουσία ενός προσώπου: Έγινε πραγματικός σκλάβος της. Aρνούμαι να γίνω σκλάβα σου! (έκφρ.) δουλεύω σαν σκλάβος, πάρα πολύ. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.