σαπίζω Verb  [sapizo, sapizw]

  Verb
(7)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu σαπίζω

σαπίζω mittelgriechisch σαπίζω altgriechisch σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), Passiv von σήπω


GriechischDeutsch
Σημαίνει "σαπίζω".Das bedeutet "verrotten".

Übersetzung nicht bestätigt

Μ' άφησες να σαπίζω στο Κλίβελαντ... κι εσύ έγραφες τις καρδούλες σου στη Νέα Υόρκη.Du hast mich in Cleveland verrotten lassen, während du in New York kitschige Herzchen auf "i"s gesetzt hast.

Übersetzung nicht bestätigt

Με άφησαν εκεί να σαπίζω.Man ließ mich da draußen verrotten.

Übersetzung nicht bestätigt

Δε τρελαίνομαι να σαπίζω στη φυλακή.Im Knast zu verrotten ist nicht meine Vorstellung von einem schönen Leben.

Übersetzung nicht bestätigt

Μάλλον θα με βασανίζουν επί εβδομάδες και θα με αφήσουν να σαπίζω μέχρι να δεήσουν επιτέλους να μουφυτέψουν μια σφαίρα στο κεφάλι.Ich würde wahrscheinlich für Wochen gefoltert werden und liegen gelassen, um zu verrotten, bis sie sich endlich dazu herablassen mir eine Kugel in den Schädel zu jagen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σαπίζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σαπίζωσαπίζουμε, σαπίζομε
σαπίζειςσαπίζετε
σαπίζεισαπίζουν(ε)
Imper
fekt
σάπιζασαπίζαμε
σάπιζεςσαπίζατε
σάπιζεσάπιζαν, σαπίζαν(ε)
Aoristσάπισασαπίσαμε
σάπισεςσαπίσατε
σάπισεσάπισαν, σαπίσαν(ε)
Per
fekt
έχω σαπίσειέχουμε σαπίσει
έχεις σαπίσειέχετε σαπίσει
έχει σαπίσειέχουν σαπίσει
Plu
per
fekt
είχα σαπίσειείχαμε σαπίσει
είχες σαπίσειείχατε σαπίσει
είχε σαπίσειείχαν σαπίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σαπίζωθα σαπίζουμε, θα σαπίζομε
θα σαπίζειςθα σαπίζετε
θα σαπίζειθα σαπίζουν(ε)
Fut
ur
θα σαπίσωθα σαπίσουμε, θα σαπίζομε
θα σαπίσειςθα σαπίσετε
θα σαπίσειθα σαπίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σαπίσειθα έχουμε σαπίσει
θα έχεις σαπίσειθα έχετε σαπίσει
θα έχει σαπίσειθα έχουν σαπίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σαπίζωνα σαπίζουμε, να σαπίζομε
να σαπίζειςνα σαπίζετε
να σαπίζεινα σαπίζουν(ε)
Aoristνα σαπίσωνα σαπίσουμε, να σαπίσομε
να σαπίσειςνα σαπίσετε
να σαπίσεινα σαπίσουν(ε)
Perfνα έχω σαπίσεινα έχουμε σαπίσει
να έχεις σαπίσεινα έχετε σαπίσει
να έχει σαπίσεινα έχουν σαπίσει
Imper
ativ
Presσάπιζεσαπίζετε
Aoristσάπισεσαπίστε
Part
izip
Presσαπίζοντας
Perfέχοντας σαπίσει
InfinAoristσαπίσει

















Griechische Definition zu σαπίζω

σαπίζω [sapízo] .1α μππ. σαπισμένος : 1α. για οργανικές ουσίες που αλλοιώνονται και αποσυντίθενται, συνήθ. λόγω της υγρασίας: H βάρκα σάπιζε αργά μέσα στο νερό. || για καρπούς που έχουν ωριμάσει υπερβολικά: Tα μήλα σάπιζαν πάνω στα δέντρα. Σάπισαν τα πεπόνια. Σαπισμένες ντομάτες αγόρασες; || (επέκτ.): Έχει σαπισμένα δόντια, χαλασμένα από τερη δόνα. β. (μτφ.) βρίσκομαι για μεγάλο διάστημα σε ένα υγρό περιβάλλον που καταστρέφει την υγεία μου: Σαπίσαμε σ΄ αυτό το υπόγειο. Σαπίσαμε από την υγρασία / τη βροχή. || (έκφρ.) σαπίζει στη φυλακή, για κπ. που εκτίει μακροχρόνια ποινή. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback