Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ιεραρχία

ιεραρχία Koine-Griechisch ἱεραρχία (2, 3: (Lehnbedeutung) französisch hiérarchie mittellateinisch hierarchia Koine-Griechisch ἱεραρχία)


αγελάδα

αγελάδα Koine-Griechisch ή mittelgriechisch ἀγελάς ἀγελαία (που ζει σε αγέλη) βοῦς (βόδι)


πείσμα

πείσμα mittelgriechisch Koine-Griechisch πεῖσμα πείθω + -μα


μάλαξη

μάλαξη Katharevousa μάλαξις Koine-Griechisch μάλαξις μαλάσσω


έμβλημα

έμβλημα Koine-Griechisch ἔμβλημα altgriechisch ἐμβάλλω ἐν + βάλλω ((Lehnbedeutung) französisch emblème)


δούκισσα

δούκισσα δούκας + κατάληξη θηλυκού -ισσα mittelgriechisch δούκας Koine-Griechisch δούξ lateinisch dux (στρατιωτικός διοικητής) duco (διοικώ) indoeuropäisch (Wurzel) *dewk-


ανδρόγυνο

ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή


προσέλευση

προσέλευση (λόγιο) Koine-Griechisch προσέλευ(σις) προσελεύσομαι, μέλλοντας του προσέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε προσ- + έλευση


περίχωρα

περίχωρα Koine-Griechisch


πνευμονία

πνευμονία Koine-Griechisch πνευμονία / πλευμονία


τοκογλυφία

τοκογλυφία τοκογλύφος + -ία Koine-Griechisch τοκογλύφος τόκος + γλύφω


λιγνός

λιγνός mittelgriechisch λιγνός Koine-Griechisch λέγνος [1] λέγνον


έλευση

έλευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἔλευ(σις) + -ση ἐλεύσομαι, μέλλοντας του ἔρχομαι


στέψη

στέψη Koine-Griechisch στέψις altgriechisch στέφω (2. (Lehnbedeutung) französisch couronnement)


εθνάρχης

εθνάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch ἐθνάρχης (κυβερνήτης έθνους}}.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έθν(ος) + -άρχης


πεζογραφία

πεζογραφία Koine-Griechisch πεζογραφία πεζογράφος altgriechisch πεζός + γράφω


υποταγή

υποταγή Koine-Griechisch ὑποταγή ὑποτάσσω


χολέρα

χολέρα Koine-Griechisch χολέρα altgriechisch χολή indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)


αφανισμός

αφανισμός Koine-Griechisch ἀφανισμός altgriechisch ἀφανίζω ἀφανής + -ίζω


μαθήτρια

μαθήτρια Koine-Griechisch μαθήτρια, Femininum von μαθητής


εξάπλωση

εξάπλωση Koine-Griechisch ἐξάπλωσις ἐξαπλόω / ἐξαπλῶ ἁπλόω / ἁπλῶ ἁπλόος / ἁπλοῦς


ανεπιθύμητος

ανεπιθύμητος Koine-Griechisch ἀνεπιθύμητος. Μορφολογικά, αν- + επιθυμητός.


πάστα

πάστα italienisch pasta spätlateinisch pasta Koine-Griechisch παστά, Maskulinum von παστός altgriechisch πάσσω (αντιδάνειο) proto-indogermanisch *kʷeh₁t- (αναδεύω, κουνώ)


μεθαύριο

μεθαύριο Koine-Griechisch μεθαύριον μετά + altgriechisch αὔριον (το θ τέθηκε αναλογικά με τη φράση «μεθ’ ἡμέραν»: μετά από μία μέρα· → siehe: φέτος)


έκβαση

έκβαση Katharevousa έκβασις Koine-Griechisch ἔκβασις


απόκλιση

απόκλιση Koine-Griechisch ἀπόκλισις ἀπό + κλίσις


σκεπτικός

σκεπτικός Koine-Griechisch σκεπτικός altgriechisch σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)


περίσταση

περίσταση Koine-Griechisch περίστασις


καινούργιος

καινούργιος mittelgriechisch καινούργιος / καινούριος Koine-Griechisch καινούργιος altgriechisch καινουργής καινός + ἔργον


εργόχειρο

εργόχειρο mittelgriechisch εργόχειρο Koine-Griechisch ἐργόχειρον altgriechisch ἔργον + χείρ


μεταποίηση

μεταποίηση Koine-Griechisch μεταποίησις


επίπτωση

επίπτωση Koine-Griechisch ἐπίπτωσις altgriechisch ἐπιπίπτω ἐπί + πίπτω ((Lehnbedeutung) französisch incidence)


εκπλήρωση

εκπλήρωση Koine-Griechisch ἐκπλήρωσις altgriechisch ἐκπληρόω / ἐκπληρῶ ἐκ + πληρόω / πληρῶ πλήρης


αχλάδα

αχλάδα mittelgriechisch αχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς


οικουμενισμός

οικουμενισμός (entlehnt aus) französisch œcuménisme Koine-Griechisch οἰκουμενικός


βάφτιση

βάφτιση Koine-Griechisch βάπτισις (παρόμοια σημασία) altgriechisch βάπτισις βαπτίζω βάπτω proto-indogermanisch *gʷabʰ-


μαλάκας

μαλάκας mittelgriechisch μαλάκα (θηλυκό (μαλάκυνση) + -ας Koine-Griechisch μαλακός (παθητικός ομοφυλόφιλος) με αναδρομικό σχηματισμό von μαλακία[1] altgriechisch μαλακός proto-indogermanisch *mlakos


κέλλα

κέλλα mittelgriechisch κέλλα Koine-Griechisch lateinisch cella


σκύρο

σκύρο Koine-Griechisch σκῦρος ξυρόν ξύω proto-indogermanisch *ksnew- *kes- (ξύνω, λειαίνω)


αθεΐα

αθεΐα Koine-Griechisch ἀθεΐα ἄθεος ἀ- + altgriechisch θεός


εναλλαγή

εναλλαγή Koine-Griechisch ἐναλλαγή ((Lehnbedeutung) französisch alternation)


ταπετσαρία

ταπετσαρία italienisch tappezzeria tappezziere tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)


αχλάδι

αχλάδι mittelgriechisch ἀχλάδιον ἀχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς


ύπαιθρο

ύπαιθρο (λόγιο) Koine-Griechisch ὕπαιρθον substantiviertes Neutrum επιθέτου von altgriechisch ὕπαιθρος[1] siehe auch ύπ-, ύπαιθρος


χύμα

χύμα Koine-Griechisch χύμα χέω (ομόρριζο του χυμός)


προσποίηση

προσποίηση Koine-Griechisch προσποίησις


θεομηνία

θεομηνία Koine-Griechisch θεός + μῆνις (οργή του θεού)


διετία

διετία Koine-Griechisch διετία altgriechisch διετής δι- + ἔτος ϝέτος proto-indogermanisch *wétos *wet- (έτος) + *-os


αποθηκάριος

αποθηκάριος Koine-Griechisch ἀποθηκάριος ἀποθήκη + -άριος


αδράνεια

αδράνεια Koine-Griechisch ἀδράνεια altgriechisch ἀδρανής


αγροικία

αγροικία Koine-Griechisch ἀγροικία ἀγρός + οἰκία


ψείρα

ψείρα mittelgriechisch ψείρα Koine-Griechisch φθείρ (θηλυκό· στην αιτιατική φθεῖρα) altgriechisch φθείρ (Maskulinum)


κυριολεξία

κυριολεξία Koine-Griechisch κυριολεξία


ανοιχτός

ανοιχτός Koine-Griechisch ἀνοικτός


πληρότητα

πληρότητα Koine-Griechisch πληρότης altgriechisch πλήρης


γρήγορος

γρήγορος Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


αγριόγατα

αγριόγατα : άγριος + γάτα Koine-Griechisch ἀγριοκάττα


επίτομος

επίτομος Koine-Griechisch ἐπίτομος altgriechisch ἐπιτέμνω ἐπί + τέμνω


ανικανότητα

ανικανότητα Katharevousa ανικανότης Koine-Griechisch ἀνικανότης


λήμμα

λήμμα Koine-Griechisch λῆμμα altgriechisch λῆμμα


ευχέρεια

ευχέρεια Koine-Griechisch εὐχέρεια εὐχερής


ωρολόγιο

ωρολόγιο ὡρολόγιον in Katharevousa Koine-Griechisch ὡρολόγιον


ψαρονέφρι

ψαρονέφρι Koine-Griechisch *ψυάριον altgriechisch ψύα / ψόα + νεφρός + -ι


παρακμή

παρακμή Koine-Griechisch παρακμή


διέλευση

διέλευση (λόγιο) Koine-Griechisch διέλευ(σις) διελεύσομαι, μέλλοντας του διέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε δι- + έλευση


χωροφυλακή

χωροφυλακή (Wort verwendet ab 1833) Koine-Griechisch χωροφύλαξ


σπατάλη

σπατάλη Koine-Griechisch σπατάλη vorhellenistisch[1]


ηθοποιία

ηθοποιία Koine-Griechisch ἠθοποιία altgriechisch ἠθοποιός


εξερεύνηση

εξερεύνηση Koine-Griechisch ἐξερεύνησις


αφόδευση

αφόδευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀφόδευ(σις) + -ση altgriechisch ἀφοδεύω


πεζοπορία

πεζοπορία Koine-Griechisch πεζοπορία πεζοπόρος + -ία altgriechisch πεζός + πόρος


ναυπηγείο

ναυπηγείο Koine-Griechisch ναυπηγεῖον ναυπηγῶ


αγιασμός

αγιασμός Koine-Griechisch ἁγιασμός ἅγιος


προμηθευτής

προμηθευτής mittelgriechisch προμηθευτής προμηθεύω Koine-Griechisch προμηθεύομαι altgriechisch προμηθής / προμηθεύς προμανθάνω πρό + μανθάνω ((Lehnbedeutung) französisch pourvoyeur)


κελί

κελί mittelgriechisch κελί, κελλίν Koine-Griechisch κελλίον, υποκοριστικό του κέλλα lateinisch cella proto-indogermanisch *ḱelnā *ḱel- (καλύπτω) + -nā


γαστρονομία

γαστρονομία Koine-Griechisch γαστρονομία altgriechisch γαστήρ + νέμω


προϋπηρεσία

προϋπηρεσία προϋπηρετώ + -σία Koine-Griechisch προϋπηρετέω / προϋπηρετῶ


μάστορας

μάστορας mittelgriechisch μάστορας *μαΐστορας *μαγίστορας Koine-Griechisch μαγίστωρ lateinisch magister[1]


δότης

δότης (λόγιο) Koine-Griechisch δότης altgriechisch δοτήρ δίδωμι indoeuropäisch (Wurzel) *dédeh₃- *deh₃- (δίνω), (Lehnbedeutung) französisch donneur και englisch donor[1]


γεράνι

γεράνι Koine-Griechisch γεράνιον


επίγνωση

επίγνωση Koine-Griechisch ἐπίγνωσις altgriechisch γνῶσις γιγνώσκω


βράχος

βράχος mittelgriechisch βράχος (Maskulinum) Koine-Griechisch βράχος (τὸ βράχος) (Neutrum) (που μεταπλάστηκε σε αρσενικό με μεγεθυντική σημασία) altgriechisch βραχέα (ὕδατα) (πληθυντικός) altgriechisch βραχύς [1] Η αρχική σημασία δήλωνε τα ρηχά νερά της θάλασσας και, στη συνέχεια, και τις απόκρημνες πετρώδεις ακτές


αμήν

αμήν Koine-Griechisch ἀμήν αρχαία εβραϊκά אמן


μειονέκτημα

μειονέκτημα Koine-Griechisch μειονέκτημα altgriechisch μειονεκτέω / μειονεκτῶ


κουνουπίδι

κουνουπίδι mittelgriechisch κουνουπίδιν Koine-Griechisch κάνωπον


επισκοπή

επισκοπή Koine-Griechisch ἐπισκοπή


εξάντληση

εξάντληση Koine-Griechisch ἐξάντλησις altgriechisch ἐξαντλέω / ἐξαντλῶ ἀντλέω ἄντλος ((Lehnbedeutung) französisch épuisement)


υποκατάστατο

υποκατάστατο Koine-Griechisch ὑποκατάστα(σις) + -ση


υδραγωγείο

υδραγωγείο Koine-Griechisch ὑδραγωγεῖον (ὕδωρ) + ἀγωγός


μαγειρείο

μαγειρείο Koine-Griechisch μαγειρεῖον


καλαμάρι

καλαμάρι mittelgriechisch καλαμάρι / καλαμάριν / καλαμάριον lateinisch (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) Koine-Griechisch καλαμάριον altgriechisch κάλαμος indoeuropäisch (Wurzel) *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos Το μαλάκιο ονομάστηκε έτσι χάρη στο σώμα του που μοιάζει με μελανοδοχείο welches περιέχει πένες από καλάμι


διείσδυση

διείσδυση (λόγιο) Koine-Griechisch διείσδυ(σις) + -ση[1] διεισδύω διά (δι- + εἰς + δύω


απανθρωπιά

απανθρωπιά Koine-Griechisch ἀπανθρωπία


αγαπητός

αγαπητός Koine-Griechisch ἀγαπητός


τρεχαντήρι

τρεχαντήρι Koine-Griechisch τροχαντήρ altgriechisch τροχός (mit fehlgedeutetem etymologischen Einfluss von τρέχω)


στέγαση

στέγαση Koine-Griechisch στέγασις


σκελετός

σκελετός (λόγιο) Koine-Griechisch σκελετός altgriechisch σκέλλω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)kelh₁- (ξηραίνω, μαραίνω)


ακεραιότητα

ακεραιότητα Koine-Griechisch ἀκεραιότης altgriechisch ἀκέραιος


ιστιοδρομία

ιστιοδρομία Koine-Griechisch ἱστιοδρομ(έω, -ῶ) + -ία. Συγχρονικά αναλύεται σε ιστί(ο) + -ο- + -δρομία


τσεκούρι

τσεκούρι mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback