Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



νεκροθάφτης

νεκροθάφτης Koine-Griechisch νεκροθάπτης νεκρός + θάπτω


εφέτος

εφέτος Koine-Griechisch ἐφέτος ἐπ’ ἔτος (το φ κατ’ αναλογία προς το ἐφ’ ἡμέραν)


προφορά

προφορά Koine-Griechisch προφορά altgriechisch προφέρω πρό + φέρω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer-


νυμφαίο

νυμφαίο (λόγιο) Koine-Griechisch νυμφαῖον (εννοείται: ἱερόν) altgriechisch νυμφαῖος (που είναι αφιερωμένος στις Νύμφες)


ντρέπομαι

ντρέπομαι mittelgriechisch ἐντρέπομαι Koine-Griechisch ἐντρέπομαι, μέση φωνή des altgriechischen ἐντρέπω


μαρτύριο

μαρτύριο μαρτύριον in Katharevousa μαρτύριον στην Koine-Griechisch altgriechisch μαρτύριον και μαρτυρία


λαϊκός

λαϊκός Koine-Griechisch altgriechisch λαός


διάνυσμα

διάνυσμα Koine-Griechisch διάνυσμα altgriechisch διανύω διά + ἀνύω


απήχηση

απήχηση Koine-Griechisch ἀπήχησις altgriechisch ἀπηχέω ἀπό + ἠχέω


σύμπτυξη

σύμπτυξη Koine-Griechisch σύμπτυξις altgriechisch συμπτύσσω σύν + πτύσσω


διεκδικώ

διεκδικώ Koine-Griechisch διεκδικέω / διεκδικῶ δι- + ἐκδικέω altgriechisch δίκη ((Lehnübersetzung) französisch revendiquer)


δημιούργημα

δημιούργημα Koine-Griechisch δημιούργημα altgriechisch δημιουργέω / δημιουργῶ δημιουργός δῆμος + ἔργον


χειρούργος

χειρούργος italienisch chirurgo spätlateinisch chirurgus (προφέρεται kʰiːˈrʊr.ɡʊs) Koine-Griechisch χειρουργός (αντιδάνειο)


ορθογραφία

ορθογραφία Koine-Griechisch ὀρθογραφία


ξυλουργός

ξυλουργός Koine-Griechisch ξυλουργός altgriechisch ξύλον + ἔργον


μίλι

μίλι mittelgriechisch μίλι(ν) / μίλιον Koine-Griechisch μίλιον lateinisch milia passus[1]


αναγγελία

αναγγελία Koine-Griechisch ἀναγγελία altgriechisch ἀναγγέλλω ἀγγέλλω


μέταξα

μέταξα Koine-Griechisch μέταξα


κλίβανος

κλίβανος (λόγιο) Koine-Griechisch κλίβανος (αγγειοπλαστικός φούρνος) altgriechisch κλίβανος (σκεπαστό αγγείο από χώμα), Lehnübersetzung από τη französisch fourneau[1]


έξαρση

έξαρση Koine-Griechisch ἔξαρσις altgriechisch ἐξαίρω


βαρβαρότητα

βαρβαρότητα Koine-Griechisch βαρβαρότης altgriechisch βάρβαρος


ανακήρυξη

ανακήρυξη Koine-Griechisch ἀνακήρυξις


επιδόρπιο

επιδόρπιο Koine-Griechisch ἐπιδόρπιος ἐπί + δόρπιος δόρπον (βραδινό γεύμα)


εντολοδόχος

εντολοδόχος εντολ(ή) + -ο- + -δόχος ( Koine-Griechisch -δόχος altgriechisch -δόκος δέχομαι)


διάγγελμα

διάγγελμα Koine-Griechisch διάγγελμα altgriechisch διαγγέλλω διά + ἀγγέλλω ἄγγελος


σιδηρουργία

σιδηρουργία Koine-Griechisch


καλοήθης

καλοήθης Koine-Griechisch καλοήθης καλός + ἦθος


δέμα

δέμα Koine-Griechisch δέμα altgriechisch δέω (δένω)


σύσφιξη

σύσφιξη σύσφιγξη Koine-Griechisch *σύσφιγξις (βλ. συσφίγξεις) συσφίγγω σύν + altgriechisch σφίγγω (2.(Lehnbedeutung) französisch resserrement)


καθημερινός

καθημερινός Koine-Griechisch καθημερινός καθ' ἡμέραν (κατά + ἡμέρα)


επιπλοκή

επιπλοκή Koine-Griechisch ἐπιπλοκή altgriechisch ἐπιπλέκω ἐπί + πλέκω ((Lehnübersetzung) französisch complication)


συνύπαρξη

συνύπαρξη Koine-Griechisch συνύπαρξις altgriechisch συνυπάρχω σύν + ὑπάρχω ὑπο- + ἄρχω proto-indogermanisch *h₂érgʰ- (ἄρχω)


σκαπάνη

σκαπάνη Koine-Griechisch σκαπάνη σκάπτω


συνένωση

συνένωση Koine-Griechisch συνένωσις σύν + altgriechisch ἕνωσις


προαύλιο

προαύλιο Koine-Griechisch προαύλιον πρό + altgriechisch αὐλή


παπαδιά

παπαδιά Koine-Griechisch παπαδία παπάς


κουραφέξαλα

κουραφέξαλα (αβέβαιης ετυμολογίας) ίσως *κουφόξυλα (πβ. Koine-Griechisch κουφοξυλαία / κουφοξυλέα). Ή κόρα (με σημασία «φλοιός δέντρου») + *φέξαλα altgriechisch ὁ φέξαλος (σπίθα, αποκαΐδια)[1]


διευθέτηση

διευθέτηση Koine-Griechisch διευθέτησις


βαπτιστής

βαπτιστής Koine-Griechisch βαπτιστής βαπτίζω


ραπτική

ραπτική Koine-Griechisch ῥαπτική


διασκευαστής

διασκευαστής Koine-Griechisch διασκευαστής διασκευάζω altgriechisch διασκευάζομαι διά + σκευή ((Lehnbedeutung) französisch arrangeur)


αναδοχή

αναδοχή Koine-Griechisch ἀναδοχή altgriechisch ἀναδέχομαι δέχομαι ((Lehnbedeutung) französisch acceptation)


μαρούλι

μαρούλι mittelgriechisch μαρούλιν Koine-Griechisch μαρούλιον lateinisch *amarulus amarus


σκελίδα

σκελίδα mittelgriechisch σκελίδα Koine-Griechisch σκελίς altgriechisch σχελίς


λιακάδα

λιακάδα λιακό + -άδα mittelgriechisch ἡλιακόν Koine-Griechisch ἡλιακός altgriechisch ἥλιος proto-griechisch *hāwélios indoeuropäisch (Wurzel) *sāwélios *sóh₂wl̥


ελάφι

ελάφι mittelgriechisch ελάφι(ν) Koine-Griechisch ἐλάφιον altgriechisch ἔλαφος proto-griechisch *éləpʰos proto-indogermanisch *h₁éln̥bʰos *h₁el- (ελάφι)


εισροή

εισροή Koine-Griechisch εἰσροή altgriechisch εἰσρέω εἰς + ῥέω indoeuropäisch (Wurzel) *srew- (ρέω) *ser- (ἀραρίσκω)


υιοθεσία

υιοθεσία Koine-Griechisch υἱοθεσία altgriechisch υἱόν θέσθαι


πνευματικός

πνευματικός Koine-Griechisch πνευματικός, αρχική σημασία: "αυτός που αναφέρεται στον αέρα, στην αναπνοή"


εποικισμός

εποικισμός Koine-Griechisch ἐποικισμός ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


μετάληψη

μετάληψη Koine-Griechisch μετάληψις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάληψις μεταλαμβάνω λαμβάνω


διήγημα

διήγημα Koine-Griechisch διήγημα altgriechisch διηγέομαι / διηγοῦμαι διά + ἡγέομαι / ἡγοῦμαι proto-indogermanisch *seh₂g- (αναζητώ)


βιασμός

βιασμός Koine-Griechisch βιασμός altgriechisch βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


στουπί

στουπί mittelgriechisch στουπί Koine-Griechisch στουππίον altgriechisch στυππεῖον


ξύπνημα

ξύπνημα ξυπνώ + -μα mittelgriechisch ξυπνῶ Koine-Griechisch ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


εγγράφως

εγγράφως Koine-Griechisch ἐγγρά̆φως ἔγγρᾰφος altgriechisch γράφω


σύναξη

σύναξη Koine-Griechisch σύναξις συνάγω


ράπτης

ράπτης Koine-Griechisch ῥάπτης


ενωτικός

ενωτικός Koine-Griechisch ἑνωτικός altgriechisch ἑνόω / ἑνῶ εἷς proto-griechisch *hens proto-indogermanisch *sḗm / *smih₂ *séms *sem- (ένας, μαζί)


διάψευση

διάψευση Koine-Griechisch διάψευσις altgriechisch διαψεύδω


αποκομιδή

αποκομιδή Koine-Griechisch ἀποκομιδή altgriechisch ἀποκομιδή (=απομάκρυνση, επιστροφή) ἀποκομίζω ἀπό + κομίζω


αντίχριστος

αντίχριστος Koine-Griechisch ἀντίχριστος


ανοικτός

ανοικτός Koine-Griechisch ἀνοικτός


αλόη

αλόη Koine-Griechisch ἀλόη


πρωτεΐνη

πρωτεΐνη (entlehnt aus) französisch protéine + -ίνη Koine-Griechisch πρώτειος altgriechisch πρῶτος


λογομαχία

λογομαχία Koine-Griechisch λογομαχία altgriechisch λόγος + μάχη


εντέλεια

εντέλεια Koine-Griechisch ἐντέλεια altgriechisch ἐντελής ἐν + τέλος proto-indogermanisch *kʷel- (κινώ, στρίβω)


ανθολογία

ανθολογία Koine-Griechisch ἀνθολογία altgriechisch ἄνθος + λέγω Η αρχική σημασία ήταν μάζεμα λουλουδιών


ξυπνώ

ξυπνώ mittelgriechisch ξυπνῶ Koine-Griechisch ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


θριαμβευτής

θριαμβευτής Koine-Griechisch θριαμβευτής θριαμβεύω θρίαμβος ((Lehnübersetzung) lateinisch triumphator)


επικάλυψη

επικάλυψη Koine-Griechisch ἐπικάλυψις altgriechisch ἐπικαλύπτω


εμετός

εμετός Koine-Griechisch ἐμετός altgriechisch ἔμετος ἐμῶ


αντίστιξη

αντίστιξη Katharevousa αντίστιξις αντι- + στίξις Koine-Griechisch στίξις altgriechisch στίζω ((Lehnübersetzung) italienisch contrappunto)


εφεύρεση

εφεύρεση Koine-Griechisch ἐφεύρεσις ἐπι- + εὕρεσις


εσπερίδα

εσπερίδα Katharevousa εσπερίς Koine-Griechisch ἑσπερίς altgriechisch ἑσπέρα ((Lehnbedeutung) französisch soirée)


διακρίβωση

διακρίβωση Koine-Griechisch διακρίβωσις altgriechisch διακριβόω / διακριβῶ διά + ἀκριβόω / ἀκριβῶ ἀκριβής ἄκρος proto-indogermanisch *h₂ḱrós (ὀξύς) *h₂eḱ- (ὀξύς) +‎ *-rós


ωριμότητα

ωριμότητα ὡριμότης in Katharevousa Koine-Griechisch ὡριμότης altgriechisch ὥριμος ὡραῖος


υπόδειξη

υπόδειξη Koine-Griechisch ὑπόδειξις altgriechisch ὑποδείκνυμι ὑπό + δείκνυμι


σάρωση

σάρωση Koine-Griechisch σάρωσις σαρόω (2, 3: (Lehnbedeutung) (αγγλικά) scan)


μορφίνη

μορφίνη (entlehnt aus) französisch morphine Morph(ée) λατινικά Morpheus (αλληγορική ανθρωπόμορφη θεότητα του ύπνου στον Οβίδιο) Koine-Griechisch Μορφεύς + -ine -ίνη[1]


κερασιά

κερασιά mittelgriechisch κερασιά ή κερασά Koine-Griechisch κερασία altgriechisch κέρασ(ος) + -ία[1]


εταιρικός

εταιρικός Koine-Griechisch ἑταιρικός(2,3) altgriechisch ἑταιρικός(1) ἑταιρία / ἑταιρεία


γηροκομείο

γηροκομείο Koine-Griechisch γηροκομεῖον


αλίευση

αλίευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἁλίευσις ἁλιεύω + -σις


παρακίνηση

παρακίνηση Koine-Griechisch παρακίνησις altgriechisch παρακινέω / παρακινῶ παρά + κινέω / κινῶ


κυριότητα

κυριότητα (λόγιο) Koine-Griechisch κυριότης, αιτιατική κυριότητα (εξουσία), Lehnbedeutung από τη französisch proprieté[1]


έμπιστος

έμπιστος Koine-Griechisch ἔμπιστος ἐν + altgriechisch πιστός


αφιέρωση

αφιέρωση Koine-Griechisch ἀφιέρωσις ((Lehnbedeutung) französisch dédicace)


σύμπλεγμα

σύμπλεγμα Koine-Griechisch σύμπλεγμα altgriechisch συμπλέκω σύν + πλέκω (Lehnübersetzung) englisch cluster (Lehnübersetzung) deutsch Komplex


περίγραμμα

περίγραμμα Koine-Griechisch περίγραμμα altgriechisch περιγράφω περί + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch contour[1] [2])


λεβιάθαν

λεβιάθαν Koine-Griechisch Λευιάθαν hebräisch לויתן / לווייתן (livyatán: φάλαινα, λεβιάθαν)


εξύμνηση

εξύμνηση mittelgriechisch ἐξύμνησις Koine-Griechisch ἐξυμνέω


ανέλκυση

ανέλκυση Koine-Griechisch ἀνέλκυσις altgriechisch ἀνελκύω


ορειβασία

ορειβασία Koine-Griechisch ὀρειβασία altgriechisch ὀρειβάτης ὄρος + βαίνω ((Lehnbedeutung) englisch mountaineering)


καταμέτρηση

καταμέτρηση Koine-Griechisch καταμέτρησις


καλόγερος

καλόγερος mittelgriechisch καλόγερος Koine-Griechisch καλόγηρος altgriechisch καλός + γῆρας


αφεντιά

αφεντιά mittelgriechisch αφεντιά Koine-Griechisch αὐθεντία


σύμπραξη

σύμπραξη Koine-Griechisch σύμπραξις / συμπραξία


σέλα

σέλα Koine-Griechisch σέλλα (κάθισμα) lateinisch sella sedeo proto-italienisch *sedēō proto-indogermanisch *sed- (κάθομαι)


μουνόπανο

μουνόπανο μουνί + -ο- + πανί + -ο ( mittelgriechisch πανίον Koine-Griechisch πάννος lateinisch pannus proto-indogermanisch *peh₂n-: ύφασμα)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback