Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischπυρπόληση Koine-Griechisch πυρπόλησις altgriechisch πυρπολέω / πυρπολῶ πυρπόλος πῦρ ( proto-indogermanisch *péh₂wr̥) + πέλω ( proto-indogermanisch *kʷel-: κινώ, γυρίζω)
παραλήρημα Koine-Griechisch παραλήρημα altgriechisch παραληρέω / παραληρῶ παρά + ληρέω / ληρῶ λῆρος proto-indogermanisch *leh₂- (κρύπτομαι, καλύπτομαι) ((Lehnbedeutung) französisch délire)
διατίμηση Koine-Griechisch διατίμησις altgriechisch τιμάω
φτήνια φτηνός + -ια ή mittelgriechisch φτηνιά Koine-Griechisch εὐθηνία (αφθονία, ιδίως τροφίμων ή σιτηρών -και δωρεάν διανομή τους) altgriechisch εὐθηνέω (με επίδραση και της λέξης εὐθένεια: αφθονία)
τερατούργημα Koine-Griechisch τερατο- + έργο + -ημα
οπλοφορία Koine-Griechisch ὁπλοφορία altgriechisch ὁπλοφόρος
μαρασμός Koine-Griechisch μαρασμός
λατομείο Koine-Griechisch λατομεῖον λατομέω λατόμος altgriechisch λᾶας + τέμνω
κοντάκι mittelgriechisch κοντάκιον Koine-Griechisch κοντάκιον altgriechisch κοντός, (Lehnbedeutung) französisch crosse[1]
εισπράκτορας Koine-Griechisch εἰσπράκτωρ altgriechisch εἰσπράσσω / εἰσπράττω πράσσω / πράττω
γνώστης Koine-Griechisch γνώστης altgriechisch γιγνώσκω
ασυναίσθητα ασυναίσθητος + -α Koine-Griechisch ἀσυναίσθητος altgriechisch συναισθάνομαι σύν + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)
χειμαδιό Koine-Griechisch χειμάδιον
άντληση Koine-Griechisch ἄντλησις altgriechisch ἄντλώ ἄντλος (αμπάρι πλοίου)
στρόφαλος (λόγιο) Koine-Griechisch στρόφαλος (σβούρα με σπάγγους για μαγικές τελετές) [1] στρέφω
ρεβιθιά ρεβίθ(ι) + -ιά mittelgriechisch *ρεβίθι/ροβίθι Koine-Griechisch ἐρεβίνθιον altgriechisch ἐρέβινθος
εξάρτημα Koine-Griechisch ἐξάρτημα
εκχώρηση Koine-Griechisch ἐκχώρησις altgriechisch ἐκχωρέω / ἐκχωρῶ χωρέω / χωρῶ
διπλός Koine-Griechisch διπλός altgriechisch διπλόος / διπλοῦς δίς proto-indogermanisch *dwís
διαγράμμιση διαγραμμίζω + -ση Koine-Griechisch διαγραμμίζω διά + γραμμίζω altgriechisch γραμμή γράφω indoeuropäisch (Wurzel) *gerbʰ- (χαράσσω)
1 αρχέτυπο Koine-Griechisch ἀρχέτυπον, Maskulinum von ἀρχέτυπος altgriechisch ἀρχή + τύπος
αποτύπωση Koine-Griechisch ἀποτύπωσις
αναβίωση Koine-Griechisch ἀναβίωσις
υποτίμηση Koine-Griechisch ὑποτίμησις altgriechisch ὑποτιμάω / ὑποτιμῶ τιμάω / τιμῶ (1. (Lehnbedeutung) französisch dévaluation)
πυρίτιδα Koine-Griechisch πυρίτης πῦρ indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂ur
μαγειρίτσα μαγειριά + -ίτσα Koine-Griechisch μαγειρία altgriechisch μάγειρος
συνδιάσκεψη mittelgriechisch συνδιάσκεψις Koine-Griechisch συνδιασκέπτομαι διασκέπτομαι altgriechisch σκέπτομαι
δεσμοφύλακας Koine-Griechisch δεσμοφύλαξ
ανέμη Koine-Griechisch ἀνέμη[1]
σχάση Koine-Griechisch σχάσις σχάζω / σχάω
οικουμενικότητα λόγια λέξη von Koine-Griechisch οἰκουμενικός
ευφράδεια Koine-Griechisch εὐφράδεια altgriechisch εὐφραδής εὖ + φράζω
αυτοβιογραφία (entlehnt aus) französisch autobiographie αυτο- + Koine-Griechisch βιογραφία
άπλωμα Koine-Griechisch ἅπλωμα altgriechisch ἁπλόω ἁπλοῦς
προσυπογράφω Koine-Griechisch προσυπογράφω πρός + altgriechisch ὑπογράφω ὑπό + γράφω
πάπλωμα mittelgriechisch πάπλωμα εφάπλωμα Koine-Griechisch ἐφαπλόω / ἐφαπλῶ ἐπί + ἁπλόω ἁπλοῦς
εξάρτιση Koine-Griechisch ἐξάρτισις ἐξαρτίζω
πέταγμα πετώ + -μα Koine-Griechisch πετάω / πετῶ altgriechisch πετάομαι / πετάννυμι / πεταννύω / πήτνυμι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)
συνάφεια Koine-Griechisch
ξενέρωμα ξενερ(ώνω) + -μα mittelgriechisch ξενερώνω ξε + νερώνω νερό Koine-Griechisch νηρόν, Maskulinum von νηρός altgriechisch νεαρός νέος proto-indogermanisch *néwos (νέος) *nu (τώρα)
ηγουμένη mittelgriechisch ἡγουμένη Koine-Griechisch ἡγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἡγέομαι / ἡγοῦμαι
επέλαση Koine-Griechisch ἐπέλασις altgriechisch ἐπελαύνω
πέτρωμα (λόγιο) Koine-Griechisch πέτρωμα (πέτρινη μάζα), αρχαία ελληνικά: (λιθοβολισμός) πετρόω / πετρῶ, (Lehnbedeutung) deutsch Gestein ή (απόδοση) französisch roche[1][2]
κατεξοχήν Koine-Griechisch
ενορία Koine-Griechisch ἐνορία
αντίδοτο Koine-Griechisch ἀντίδοτον, Maskulinum von ἀντίδοτος altgriechisch ἀντιδίδωμι ἀντί + δίδωμι
προσχώρηση Koine-Griechisch προσχώρησις
αντίρρηση Koine-Griechisch ἀντίρρησις
λάβαρο Koine-Griechisch λάβαρον lateinisch labarum[1][2] ( ίσως laureum[2] laureus laurus)
αλώνι mittelgriechisch αλώνι(ν) Koine-Griechisch ἁλώνιον, υποκοριστικό του ἅλως
ξεκαθαρίζω mittelgriechisch Koine-Griechisch ἐκκαθαρίζω
μακελειό Koine-Griechisch μακελλεῖον
παρένθεση Koine-Griechisch παρένθεσις ((Lehnbedeutung) französisch parenthèse)
ναύλα, δεύτερος Mehrzahl von αρσενικού ο ναύλος Koine-Griechisch ναῦλα, Mehrzahl von ναῦλον
αποστείρωση mittelgriechisch αποστείρωσις Koine-Griechisch ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ ἀπό + στειρόω / στειρῶ altgriechisch στεῖρος (2. (Lehnbedeutung) englisch sterilization)
προσήλωση Koine-Griechisch προσήλωσις προσηλόω (καρφώνω) πρός + ἧλος
τάβλα Koine-Griechisch τάβλα lateinisch tabula
ατίθασος Koine-Griechisch ἀτίθασος
ρεμβάζω Koine-Griechisch ῥεμβάζω altgriechisch ῥέμβη
οικουμενικός (λόγιο) Koine-Griechisch οἰκουμενικός οἰκουμένη (εννοείται γῆ) οἰκῶ
γαλήνιος Koine-Griechisch γαλήνιος altgriechisch γαλήνη indoeuropäisch (Wurzel) *ǵelh₂-
απιδιά mittelgriechisch απιδιά απιδέα Koine-Griechisch ἀπίδιον altgriechisch ἄπιον (αχλάδι) ἄπιος (αχλαδιά)
μόδι mittelgriechisch μόδι / μόδιν / μόδιον Koine-Griechisch μόδιος lateinisch modius indoeuropäisch (Wurzel) *med- (μέτρο)
κράμα Koine-Griechisch κρᾶμα altgriechisch κεράννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *ḱh₁erh₂-
ευρεσιτεχνία Koine-Griechisch εὑρεσίτεχνος + -ία
διάρρηξη Koine-Griechisch διάρρηξις altgriechisch διά + ῥήγνυμι (2, 3: (Lehnbedeutung) (γερμανικά) Εinbruch)
μυωπία Koine-Griechisch μυωπία μύω + ὤψ
συμβίωση Koine-Griechisch συμβίωσις altgriechisch συμβιόω / συμβιῶ σύν + βίος (3. (Lehnübersetzung) französisch symbiose)
εξόρυξη Koine-Griechisch ἐξόρυξις altgriechisch ἐξορύσσω ἐξ + ὀρύσσω proto-indogermanisch *h₃rewk- (σκάβω)
εκβιαστής Koine-Griechisch ἐκβιαστής altgriechisch ἐκβιάζω ἐκ + βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)
ακουμπώ mittelgriechisch ἀκουμπῶ ἀκουμβίζω / ἀκουμπίζω Koine-Griechisch ἀκουμβίζω lateinisch accumbo [1] (= κατακλίνομαι) accubo ad + cubo proto-italienisch *kubāō proto-indogermanisch *ḱewb-
αποκήρυξη Koine-Griechisch ἀποκήρυξις
αναψυκτήριο (Katharevousa) ἀναψυκτήριον Koine-Griechisch ἀναψυκτήριον (τόπος αναψυχής)
ονειροπόληση Koine-Griechisch ὀνειροπόλησις altgriechisch ὀνειροπολέω / ὀνειροπολῶ ὀνειροπόλος ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω
αφρόγαλα Koine-Griechisch ἀφρόγαλα
άπραγος Koine-Griechisch ἄπραγος
διόγκωση Koine-Griechisch διόγκωσις[1]
τέλεση Koine-Griechisch τέλεσις altgriechisch τελέω / τελῶ τέλος proto-indogermanisch *kʷel- (κινώ, στρίβω) ((Lehnbedeutung) englisch performance)
δικαιοδοσία Koine-Griechisch δικαιοδοσία altgriechisch δίκαιος + δίδωμι
στεγανότητα Koine-Griechisch στεγανότης altgriechisch στεγανός στέγω
χωροφύλακας Koine-Griechisch χωροφύλαξ (φύλακας περιοχής)
ανακαινίζω Koine-Griechisch ἀνακαινίζω altgriechisch καινίζω καινός
εικονογραφία Koine-Griechisch εἰκονογραφία altgriechisch εἰκονογράφος εἰκών + γράφω
λυκόφως Koine-Griechisch *λύκη (: αμυδρό φως) + φως. Η ρίζα *λύκη, πιθανόν ομόρριζη του λατινικού lux, απαντά μόνο σε σύνθετα. Βλέπε και λευκός, λύχνος
δρυμώνας Koine-Griechisch δρυμών
σοδειά mittelgriechisch σοδεία ἐσοδεία Koine-Griechisch εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός
προκοπή Koine-Griechisch προκοπή altgriechisch προκόπτω πρό + κόπτω
γούρνα mittelgriechisch Koine-Griechisch γρώνη («κοιλότητα»)
αγαλλίαση Koine-Griechisch ἀγαλλίασις ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ altgriechisch ἀγάλλω
καταπάτηση Koine-Griechisch καταπάτησις altgriechisch καταπατέω / καταπατῶ κατά + πατέω / πατῶ
αναζωογόνηση (Lehnübersetzung) französisch réanimation, Katharevousa ἀναζωογόνη(σις) + -ση[1] Koine-Griechisch ἀναζωογονῶ
ειδωλολάτρης Koine-Griechisch εἰδωλολάτρης εἴδωλον + λάτρης
γύρισμα mittelgriechisch γύρισμα(ν) γυρίζω Koine-Griechisch γυρίζω γῦρος
ανασκαφή Koine-Griechisch ἀνασκαφή
χαμομήλι Koine-Griechisch χαμαίμηλον
αναμεταξύ ἀναμεταξύ in Katharevousa και mittelgriechisch και Koine-Griechisch altgriechisch ἀνά και μεταξύ (μετά + ξύν)
διέγερση Koine-Griechisch διέγερσις altgriechisch διεγείρω διά + ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) ((Lehnbedeutung) französisch excitation)
κοντάκιο (θρησκεία) mittelgriechisch κοντάκιον Koine-Griechisch κοντάκιον, υποκοριστικό του κόνταξ altgriechisch κοντός
ζεστός Koine-Griechisch ζεστός altgriechisch ζέω
σκανδάλη Koine-Griechisch σκανδάλη altgriechisch σκάνδαλον
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.