Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischγενέτειρα Koine-Griechisch γενέτειρα altgriechisch γενέτειρα, Femininum von γενετήρ, (η μητέρα αλλά και η γενέτειρα πόλη) γίγνομαι
σιτηρά Koine-Griechisch σιτηρά altgriechisch σιτηρός σῖτος
ανεκτικότητα ανεκτικός + -ότητα Koine-Griechisch ἀνεκτικός altgriechisch ἀνέχομαι ἀνέχω ἔχω
αφροδισιακό Maskulinum von αφροδισιακός Koine-Griechisch Ἀφροδισιακός
ανάθεμα Koine-Griechisch ἀνάθεμα
διάπλαση Koine-Griechisch διάπλασις
κανονικός Koine-Griechisch κανονικός κανών
αγγούρι mittelgriechisch αγγούρι(ν) Koine-Griechisch ἀγγούριον ἄγγουρον arabisch آجُرّ (ʾājurr) aramäisch ???????????????? (*ʾaggor /ʾgwr/) akkadisch ???????????????? (agurru, ukurru) sumerisch al.ùr.(r)a[1]
εξελληνισμός εξελληνίζω +-μός Koine-Griechisch ἐξελληνίζω
βερνίκι Koine-Griechisch βερενίκιον πόλη Βερενίκη της Κυρηναϊκής όνομα της βασίλισσας Βερενίκης
ανύψωση Koine-Griechisch ἀνύψωσις
ανάδοχος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀνάδοχος ἀνάδέχομαι (αναλαμβάνω, δέχομαι). Συγχρονικά αναλύεται σε ανά- + -δοχος
λίγδα Koine-Griechisch λίγδα altgriechisch λίγδην
ανταμοιβή Koine-Griechisch ἀνταμοιβή
πειρατής Koine-Griechisch πειρατής[1] altgriechisch πειρῶ
συμβιβασμός Koine-Griechisch συμβιβασμός altgriechisch συμβιβάζω σύν + βιβάζω ((Lehnbedeutung) französisch compromis[1] [2])
περιπλάνηση Koine-Griechisch περιπλάνησις altgriechisch περιπλανάομαι / περιπλανῶμαι περί + πλανάομαι / πλανῶμαι
διάλεκτος (λόγιο) Koine-Griechisch διάλεκτος (κοινή γλώσσα)[1] διαλέγομαι
δηνάριο Koine-Griechisch δηνάριον lateinisch denarius deni + -arius decem indoeuropäisch (Wurzel) *déḱm̥t (δέκα)
διαβίωση Koine-Griechisch διαβίωσις altgriechisch διαβιόω / διαβιῶ διά + βιόω / βιῶ βίος proto-indogermanisch *gʷeyh₃- (ζω)
ανορθωτής Koine-Griechisch ἀνορθωτής (2. (Lehnbedeutung) französisch redresseur)
χειριστής (λόγιο) Koine-Griechisch χειριστής χειρίζω, (Lehnbedeutung) französisch manipulateur[1] για τον όρο στη βιολογία: Etymologie fehlt
λουρί mittelgriechisch λουρίν Koine-Griechisch λωρίον λῶρος
αιωνιότητα Koine-Griechischαἰωνιότης
συμμέτοχος Koine-Griechisch. Συγχρονικά αναλύεται σε συμ- + μέτοχος
Εισόδια Koine-Griechisch εἰσόδιος, που αναφέρεται στην είσοδο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην είσοδο και αφιέρωση της τριετούς Θεοτόκου στον Ναό
κεράσι mittelgriechisch κεράσι(ν) Koine-Griechisch κεράσιον altgriechisch κερασός / κέρασος
διχρωμία δίχρωμος + -ία Koine-Griechisch δίχρωμος δι- + altgriechisch χρῶμα χρώννυμι / χρωννύω χρῴζω proto-indogermanisch *gʰrēw- (αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω)
ακλόνητος Koine-Griechisch ἀκλόνητος ἀ- στερητικό + κλονέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
παρέκκλιση Koine-Griechisch παρέκκλισις παρά + ἐκ + κλίσις
δωροδοκία Koine-Griechisch δωροδοκία (=λήψη δώρου). Η σημασία του άλλαξε σε δίνω δώρο)
γανωτής Koine-Griechisch γανωτής γανόω / γανῶ
ολόσωμος Koine-Griechisch ὁλόσωμος
φέρετρο (λόγιο) Koine-Griechisch φέρετρον[1][2] altgriechisch φέρτρον φέρω
παροικούντες Koine-Griechisch παροικοῦντες
ναύλωση Koine-Griechisch ναύλωσις ναυλόω / ναυλῶ
επιδιόρθωση Koine-Griechisch ἐπιδιόρθωσις ἐπιδιορθόω / ἐπιδιορθῶ ἐπί + altgriechisch διορθόω / διορθῶ διά + ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός proto-griechisch *ortʰwós proto-indogermanisch *h₃r̥dʰwós *h₃erdʰ- (ορθός)
διακύμανση διακυμαίνομαι + -ση Koine-Griechisch διακυμαίνω διά + altgriechisch κῦμα κύω indoeuropäisch (Wurzel) *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω)((Lehnübersetzung) französisch fluctuation)
πριόνι Koine-Griechisch πριόνιον υποκοριστικό του αρχαίου πρίων
διόπτρα Koine-Griechisch διόπτρα δι- + altgriechisch ὁρῶ ((Lehnübersetzung) französisch lunettes)
δαιμόνιο Koine-Griechisch δαιμόνιον
αρχιμανδρίτης Koine-Griechisch ἀρχιμανδρίτης ἀρχι- + μάνδρα
μαστίγιο Koine-Griechisch μαστίγιον, υποκοριστικό του altgriechisch μάστιξ
επιτόπου Koine-Griechisch ἐπί τόπου ((Lehnbedeutung) französisch sur place)
μάννα Koine-Griechisch μάννα von εβραϊκό מן (μάν) ή (όπως αναφέρει το εβραϊκό Τορά) απο τη φράση των έκπληκτων Εβραίων (מַה-הוּא : Mα χου; Τι, ποιός;)
σιμιγδάλι Koine-Griechisch σεμιδάλιν altgriechisch σεμίδαλις
βετεράνος Koine-Griechisch βετερᾶνος lateinisch veteranus
φυσίγγιο Koine-Griechisch φυσίγγιον, υποκοριστικό του φυσίγγη φῦσιγξ
αμφίεση Koine-Griechisch ἀμφίεσις ἀμφιέννυμι ἀμφί + ἔννυμι
πολυφωνία (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) französisch polyphonie Koine-Griechisch πολυφωνία (ποικιλία μουσικών τόνων)[1] Αναλύεται σε πολυ- + -φωνία
υπακοή Koine-Griechisch ὑπακοή
κοπάδι mittelgriechisch κοπάδιν Koine-Griechisch κοπάδιον altgriechisch κοπή ( κόπτω) + κατάληξη υποκοριστικού -άδιον
γεωπόνος γεω- + -πόνος, (entlehnt aus) französisch géopone Koine-Griechisch γεωπόνος (αγρότης, γεωργός) altgriechisch γῆ + πόνος.[1]
ανατολικός Koine-Griechisch ἀνατολικός altgriechisch ἀνατολή ἀνατέλλω ἀνά + τέλλω (2. (Lehnbedeutung) französisch oriental)
σαγήνη Koine-Griechisch σαγήνη
παροικία Koine-Griechisch παροικία altgriechisch πάροικος παρά + οἶκος
λύτρωση Koine-Griechisch λύτρωσις
εξύψωση εξυψώνω + -ση Koine-Griechisch ἐξυψόω
έσοδο Koine-Griechisch εἴσοδος / ἔσοδος (παρόμοια σημασία) altgriechisch εἴσοδος / ἔσοδος εἰς + ὁδός
διαβόητος Koine-Griechisch διαβόητος altgriechisch βοάω / βοῶ ((Lehnbedeutung) französisch notoire)
εγκοπή Koine-Griechisch ἐγκοπή ἐγκόπτω ἐν + κόπτω
λώρος Koine-Griechisch λῶρος λῶρον lateinisch lorum
στρείδι Koine-Griechisch *ὀστρείδιον, υποκοριστικό του ὄστρειον altgriechisch ὄστρειον / ὄστρεον
γεμιστός Koine-Griechisch γεμιστός altgriechisch γεμίζω
μακρόθεν Koine-Griechisch μακρόθεν και μάκροθεν (από μακριά σε απόσταση ή χρονικά)
Αμβρόσιος Koine-Griechisch Ἀμβρόσιος lateinisch Ambrosius altgriechisch ἀμβρόσιος ἄμβροτος ἀ- + βροτός indoeuropäisch (Wurzel) *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- *mer- (πεθαίνω)
μουστάκι mittelgriechisch μουστάκι(ν) Koine-Griechisch μουστάκιον altgriechisch μύσταξ [1] proto-indogermanisch *mendʰ- (μασάω)
ξενιτιά Koine-Griechisch ξενιτεία
αγόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀγόρευσις altgriechisch ἀγορεύω ἀγορά
ευκινησία Koine-Griechisch εὐκινησία
εξάδελφος Koine-Griechisch ἐξάδελφος
διοικητήριο διοικητής + -τήριο Koine-Griechisch διοικητής altgriechisch διοικέω / διοικῶ διά + οἰκέω / οἰκῶ οἶκος ϝοῖκος proto-indogermanisch *woyḱos / *wéyḱs
ύφαλος (λόγιο) Koine-Griechisch «αἱ ὕφαλοι» (εννοείται «πέτραι» θηλυκό, πληθυντικός)[1] ὕφαλος (υποθαλάσσιος) ὑπό + ἅλς (με δάσυνση του π σε φ λόγω του δασυνόμενου α)
καρύκευμα Koine-Griechisch καρύκευμα καρυκεύω καρύκη
ιχθυοπωλείο Koine-Griechisch ἰχθυοπωλεῖον / ἰχθυοπώλιον ἰχθύς + πωλέω
τοιχοποιία Koine-Griechisch τοιχοποιία τοιχοποιός altgriechisch τοῖχος + ποιέω / ποιῶ
κώλος mittelgriechisch κῶλος Koine-Griechisch κῶλος (πρωκτός) altgriechisch κῶλον (μέρος, τμήμα σώματος). Εναλλαγή κωλ-, κολ- (κόλον (τμήμα του παχέως εντέρου) πιθανόν με την επίδραση της lateinischς cūlus (πρωκτός)[1][2]
εξολόθρευση Koine-Griechisch ἐξολόθρευσις / ἐξολέθρευσις ἐξολοθρεύω / ἐξολεθρεύω altgriechisch ὄλεθρος
ειρηνοδίκης (λόγιο) Koine-Griechisch εἰρηνοδίκαι (εἰρηνοδίκηςστον πληθυντικό (σώμα ρωμαίων ιερέων με καθήκοντα επίβλεψης των λαών) και (Lehnbedeutung) französisch juge de paix juge (δικαστής) + de (της) + paix (ειρήνης)[1]
φούντα Koine-Griechisch φοῦνδα funda (σφεντόνα) indoeuropäisch (Wurzel) *sp(h)end-
ρωμιοσύνη Ρωμιός + -οσύνη Koine-Griechisch Ῥωμαῖος lateinisch Romanus Roma
μαργαριτάρι mittelgriechisch μαργαριτάριον Koine-Griechisch μαργαρίτης
χειραγώγηση mittelgriechisch χειραγώγησις Koine-Griechisch χειραγωγέω / χειραγωγῶ altgriechisch χείρ + ἄγω
αντίχειρας Koine-Griechisch ἀντίχειρ ἀντί +χείρ
ακαταλληλότητα Koine-Griechisch ἀκαταλληλότης
ομιλώ Koine-Griechisch ὁμιλῶ altgriechisch ὁμιλέω
εθνοκεντρισμός (entlehnt aus) englisch ethnocentrism altgriechisch ἔθνος + Koine-Griechisch κεντρικός ( altgriechisch κέντρον κεντέω / κεντῶ proto-indogermanisch *ḱent-)
αποστάτης Koine-Griechisch αποστάτης
προμετωπίδα Koine-Griechisch προμετωπίς προμέτωπος πρό + altgriechisch μέτωπον μετά + ὤψ ((Lehnbedeutung) neulateinisch frontispicium)
κατολίσθηση Koine-Griechisch κατολίσθησις κατολισθάνω κατά + altgriechisch ὀλισθάνω
δειλινό Koine-Griechisch δειλινόν, Maskulinum von δειλινός altgriechisch δείλη proto-indogermanisch *dyḗws *dyew- (ουρανός, λάμπω)
αυτοψία Koine-Griechisch αὐτοψία αὐτός + ὄψις
χημειοθεραπεία (entlehnt aus) französisch chimiothérapie Koine-Griechisch χημεία / χυμεία + altgriechisch -θεραπεία
λήπτης (λόγιο) Koine-Griechisch λήπτης[1] λαμβάνω
δεκαέξι mittelgriechisch δεκαέξι Koine-Griechisch δεκαέξ δέκα + ἕξ[1]
λιγούρα λιγώνω + -ούρα Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος
θεσμοθέτηση Koine-Griechisch θεσμοθέτησις
γαργάλημα Koine-Griechisch γαργαλισμός γαργαλίζω γάργαλος
δικαιούχος δίκαι(ον) + -ούχος, (Lehnübersetzung) französisch ayant droit. Διαφορετική η Koine-Griechisch δικαιοῦχος (που στηρίζει τη δικαιοσύνη)[1]
οχύρωση Koine-Griechisch ὀχύρωσις
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.