Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



διαστολή

διαστολή Koine-Griechisch διαστολή altgriechisch διαστολή


παρέλευση

παρέλευση (λόγιο) Koine-Griechisch παρέλευ(σις) παρελεύσομαι, μέλλοντας του παρέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε παρ- + έλευση


τελετουργία

τελετουργία Koine-Griechisch τελετή + -ουργία ( ἔργον)


χρωστώ

χρωστώ Koine-Griechisch χρεωστῶ


περίσσεια

περίσσεια Koine-Griechisch περισσεία


ωσότου

ωσότου Koine-Griechisch ἕως ὅτου


απόσταγμα

απόσταγμα Koine-Griechisch ἀπόσταγμα ((Lehnbedeutung) französisch distillat)


ακαταμάχητος

ακαταμάχητος Koine-Griechisch ἀκαταμάχητος


περιτομή

περιτομή Koine-Griechisch περιτομή altgriechisch περιτέμνω περί + τέμνω


ιχνηλασία

ιχνηλασία Koine-Griechisch ἰχνηλασία ἴχνος + ἐλαύνω


φλούδα

φλούδα mittelgriechisch φλούδα φλούδι + -α φλούδιον Koine-Griechisch φλοῦς altgriechisch φλοιός φλέω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰlew- (φουσκώνω, ρέω)


εξιτήριο

εξιτήριο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: εξιτήριος Koine-Griechisch ἐξιτήριος ἔξειμι + -τήριος εἶμι


επαρχιώτης

επαρχιώτης Koine-Griechisch ἐπαρχιώτης ἐπαρχία altgriechisch ἔπαρχος ἐπί + ἄρχω


δεκαεπτά

δεκαεπτά Koine-Griechisch δεκαεπτά


αργαλειό

αργαλειό Koine-Griechisch ἀργαλεῖον altgriechisch ἐργαλεῖον ἔργον


απόσταξη

απόσταξη Koine-Griechisch ἀπόσταξις altgriechisch ἀποστάζω ἀπό + στάζω


αφηρημάδα

αφηρημάδα Koine-Griechisch αφηρημάς (Lehnübersetzung) französisch abstraction


ανακολουθία

ανακολουθία Koine-Griechisch ἀνακολουθία Koine-Griechisch ἀνακόλουθος


καψόνι

καψόνι κάψ(α) + -όνι[1]. Απίθανη μια ετυμολόγηση καψώνι καψώνω + -ι mittelgriechisch καψώνω Koine-Griechisch καυσόω / καυσῶ καῦσος altgriechisch καίω[2]


δοξασία

δοξασία Koine-Griechisch δοξασία altgriechisch δοξάζω δόξα


μαρμάγκα

μαρμάγκα albanisch merimangë (αράχνη) mittelgriechisch μυρμήγκι[1] (αντιδάνειο) Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ


λιθοξόος

λιθοξόος (λόγιο) Koine-Griechisch λιθοξόος. Αναλύεται στο ελληνιστικό πρόθημα λιθο- + το αρχαίο επίθημα -ξόος ( ρήμα ξέω)[1]


κελάρι

κελάρι[1] mittelgriechisch κελλάριν Koine-Griechisch κελλάριον spätlateinisch cellarium lateinisch cella


μουγγός

μουγγός mittelgriechisch μουγγός Koine-Griechisch μογγός


έκπληκτος

έκπληκτος (λόγιο) Koine-Griechisch ἔκπληκτος[1] ἐκπλήσσω / ἐκπλήττω ἐκ- (έκ-) + πλήττω / πλήσσω


παρωνυχίδα

παρωνυχίδα Koine-Griechisch παρωνυχίς παρά + ὄνυξ + -ίς


γερός

γερός Koine-Griechisch γερός *ὑγηρός altgriechisch ὑγιηρός ὑγιής


ανθολόγος

ανθολόγος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀνθολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -λόγος


στρατηγείο

στρατηγείο Koine-Griechisch στρατηγεῖον altgriechisch στρατήγιον στρατός + ἄγω


εξακρίβωση

εξακρίβωση Koine-Griechisch ἐξακρίβωσις


κουνούπι

κουνούπι mittelgriechisch κουνούπι κουνούπιον Koine-Griechisch κωνώπιον altgriechisch κώνωψ


αποσκευή

αποσκευή Koine-Griechisch ἀποσκευή


χορτάρι

χορτάρι mittelgriechisch χορτάριν Koine-Griechisch χορτάριον altgriechisch χόρτος


εποικοδόμημα

εποικοδόμημα Koine-Griechisch ἐποικοδόμημα altgriechisch ἐποικοδομέω ((Lehnbedeutung) französisch superstructure)


αθέατος

αθέατος Koine-Griechisch ἀθέατος


ανίκανος

ανίκανος Koine-Griechisch ἀνίκανος ἀν- + ἱκανός ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι (2. (Lehnbedeutung) französisch impuissant)


τρυπάνι

τρυπάνι Koine-Griechisch τρυπάνι altgriechisch τρύπανον


προτομή

προτομή Koine-Griechisch


ωροσκόπος

ωροσκόπος Koine-Griechisch ὡροσκόπος


σταφίδα

σταφίδα mittelgriechisch σταφίδα Koine-Griechisch σταφίς altgriechisch ἀσταφίς


πιρούνι

πιρούνι mittelgriechisch πιρούνι Koine-Griechisch περόνιον altgriechisch περόνη πείρω proto-indogermanisch *per- (διαπερνώ, διασχίζω)


ασυδοσία

ασυδοσία ασύδοτος mittelgriechisch *ασύνδοτος (=αυτός που έχει απαλλαγεί από τη φορολογία) ἀ- + Koine-Griechisch συνδίδωμι σύν + altgriechisch δίδωμι


φίμωτρο

φίμωτρο Koine-Griechisch φίμωτρον


αποκτήνωση

αποκτήνωση mittelgriechisch ἀποκτήνωσις Koine-Griechisch ἀποκτηνόω/ἀποκτηνῶ ἀπό + κτῆνος


αμάραντος

αμάραντος Koine-Griechisch ἀμάραντος ἀ- + μαραίνω


εκρίζωση

εκρίζωση Koine-Griechisch ἐκρίζωσις ἐκριζόω / ἐκριζῶ ἐκ + altgriechisch ῥίζα


διαπάλη

διαπάλη Koine-Griechisch διαπᾰ́λη διά + altgriechisch πάλη


βάσανο

βάσανο mittelgriechisch βάσανον Koine-Griechisch βάσανος αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)


επιφυλακή

επιφυλακή Koine-Griechisch ἐπιφύλαξ + -ή altgriechisch ἐπιφυλάσσω ἐπί + φυλάσσω proto-griechisch *pʰuláťťō


κάβουρας

κάβουρας mittelgriechisch κάβουρας *κάβουρος *κάβαρος Koine-Griechisch κάραβος[1]


ιερωμένος

ιερωμένος Koine-Griechisch ἱερωμένος altgriechisch ἱερόω / ἱερῶ ἱερός indoeuropäisch (Wurzel) *ish₂ros


εξαρχία

εξαρχία Koine-Griechisch ἐξαρχία altgriechisch ἔξαρχος ἐξ + ἄρχω


μακρύνω

μακρύνω Koine-Griechisch μακρύνω


αυτοπροσώπως

αυτοπροσώπως Koine-Griechisch αὐτοπροσώπως altgriechisch αὐτοπρόσωπος αὐτός + πρόσωπον


σεμνοτυφία

σεμνοτυφία Koine-Griechisch


κοντάρι

κοντάρι mittelgriechisch κοντάριν Koine-Griechisch κοντάριον altgriechisch κοντός + κατάληξη υποκοριστικού -άριον


καροτίνη

καροτίνη französisch carotène λατινικά carota Koine-Griechisch καρωτόν altgriechisch κάρα


πεπόνι

πεπόνι mittelgriechisch πεπόνι Koine-Griechisch πεπόνιον altgriechisch (σίκυος) πέπων πέπτω πέσσω proto-griechisch *péťťō proto-indogermanisch *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)


σταυροφόρος

σταυροφόρος Koine-Griechisch σταυροφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε σταυρο- + -φόρος


ρυμούλκηση

ρυμούλκηση ρυμουλκώ + -ση Koine-Griechisch ῥυμουλκέω / ῥυμουλκῶ altgriechisch ῥῦμα + ἕλκω


νινί

νινί Koine-Griechisch νιννίον


αποπλάνηση

αποπλάνηση Koine-Griechisch ἀποπλάνησις ((Lehnbedeutung) französisch détournement)


ετυμηγορία

ετυμηγορία Koine-Griechisch ἐτυμηγορία ἔτυμος + ἀγορεύω (το να λέει κάποιος δημόσια τι είναι αλήθεια)


εμπρησμός

εμπρησμός Koine-Griechisch ἐμπρησμός altgriechisch ἐμπίμπρημι πίμπρημι


ανοησία

ανοησία Koine-Griechisch ἀνοησία


κατεργασία

κατεργασία Koine-Griechisch κατεργασία


σκήτη

σκήτη mittelgriechisch σκήτη Koine-Griechisch Σκῆτις/Σκίτις (αιγυπτιακό τοπωνύμιο)


εξοχότητα

εξοχότητα mittelgriechisch εξοχότητα Koine-Griechisch ἐξοχότης ((Lehnbedeutung) italienisch eccellenza)


προαγγελία

προαγγελία Koine-Griechisch προαγγελία altgriechisch προαγγέλλω


διαζευκτήριο

διαζευκτήριο Koine-Griechisch διαζευγνύω + -τήριο


ψαλμός

ψαλμός Koine-Griechisch ψαλμός altgriechisch ψάλλω


δαφνώνας

δαφνώνας Koine-Griechisch δαφνών altgriechisch δάφνη


κατακραυγή

κατακραυγή mittelgriechisch κατακραυγή Koine-Griechisch κατακραυγάζω κατά + κραυγάζω altgriechisch κραυγή ((Lehnbedeutung) französisch clameur[1])


δοξολογία

δοξολογία Koine-Griechisch δοξολογία altgriechisch δόξα ( δοκέω / δοκῶ) + λέγω


γεωγράφος

γεωγράφος Koine-Griechisch γεω- (γῆ) + -γράφος


πανέρι

πανέρι mittelgriechisch πανέρι Koine-Griechisch πανάριον lateinisch panarium panis *pāstnis indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂-


απαλοιφή

απαλοιφή Koine-Griechisch ἀπαλοιφή


υπαγόρευση

υπαγόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ὑπαγόρευ(σις) + -ση altgriechisch ὑπαγορεύω ὑπό + ἀγορεύω. Συγχρονικά αναλύεται σε υπ- + αγόρευση.


θρούμπα

θρούμπα mittelgriechisch δρούπα Koine-Griechisch δρύππα altgriechisch δρυπεπής (ἐλαία) (με παρετυμολογική επίδραση της λέξης θρούμπι)


χρωματίζω

χρωματίζω μάλλον λόγια λέξη von χρῶμα και Koine-Griechisch χρωτίζω (δίνω χρώμα)


συρροή

συρροή Koine-Griechisch συρροή altgriechisch συρρέω σύν + ῥέω


μεγαλοφυΐα

μεγαλοφυΐα Koine-Griechisch μεγαλοφυΐα μεγαλοφυής + -ία


αποταμίευση

αποταμίευση Katharevousa αποταμίευσις αποταμιεύω + -σις Koine-Griechisch ἀποταμιεύομαι altgriechisch ταμιεύω ταμιεῖον ταμίας


αυλάκι

αυλάκι mittelgriechisch αυλάκι(ν) Koine-Griechisch αὐλάκιον, υποκοριστικό του αὖλαξ


ριζάρι

ριζάρι mittelgriechisch ριζάριν Koine-Griechisch ῥιζάριον υποκοριστικό του ῥίζα [1]


λυχνάρι

λυχνάρι mittelgriechisch λυχνάριν Koine-Griechisch λυχνάριον, υποκοριστικό του λύχνος


δυσπιστία

δυσπιστία Koine-Griechisch δυσπιστία δύσπιστος


αλληλέγγυο

αλληλέγγυο mittelgriechisch ἀλληλέγγυον Koine-Griechisch ἀλληλέγγυος


ανεύρυσμα

ανεύρυσμα Koine-Griechisch ἀνεύρυσμα altgriechisch ἀνευρύνω εὐρύνω εὐρύς


άρθρωση

άρθρωση Koine-Griechisch ἄρθρωσις altgriechisch ἄρθρον ἀραρίσκω (συνενώνω, συνάπτω)


ανεμόσκαλα

ανεμόσκαλα mittelgriechisch ἀνεμόσκαλα altgriechisch ἄνεμος + Koine-Griechisch σκάλα ( lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend-)


ιερομάρτυρας

ιερομάρτυρας Koine-Griechisch ἱερομάρτυς ἱερός + μάρτυς


ανυπότακτος

ανυπότακτος Koine-Griechisch ἀνυπότακτος


επαίτης

επαίτης Koine-Griechisch ἐπαίτης


περιφρόνηση

περιφρόνηση Koine-Griechisch περιφρόνησις altgriechisch περιφρονέω


ανήσυχος

ανήσυχος Koine-Griechisch ἀνήσυχος ἀν- + altgriechisch ἥσυχος


εξαΰλωση

εξαΰλωση Katharevousa εξαΰλωσις εξαϋλώνω + -σις άυλος Koine-Griechisch ἄϋλος altgriechisch ὕλη


ιαματικός

ιαματικός Koine-Griechisch ἰαματικός


αρματοδρομία

αρματοδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch ἁρματοδρομία. Συγχρονικά αναλύεται σε άρματ(ος) + -ο- + -δρομία


πιτυρίαση

πιτυρίαση Koine-Griechisch πιτυρίασις πίτυρον



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback