Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischφαντασίωση Katharevousa και mittelgriechisch φαντασίωσις Koine-Griechisch φαντασιόω-φαντασιῶ[1][2]
επαγρύπνηση (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπαγρύπνη(σις) + -ση
διεκπεραιώνω Koine-Griechisch διεκπεραιόω / διεκπεραιῶ διά + ἐκ + altgriechisch πέρας
εκβιασμός Koine-Griechisch ἐκβιασμός altgriechisch ἐκβιάζω ἐκ + βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)
απέλαση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀπέλα(σις) + -ση[1] altgriechisch ἀπελαύνω ἀπό + ἐλαύνω
έξωση Koine-Griechisch ἔξωσις altgriechisch ἐξωθέω / ἐξωθῶ ὠθέω / ὠθῶ ((Lehnbedeutung) französisch expulsion)
ενήλικας ενήλικος + -ας Koine-Griechisch ἐνήλικος / ἐνῆλιξ
επινόηση Koine-Griechisch ἐπινόησις altgriechisch ἐπινοέω / ἐπινοῶ
ανώγι mittelgriechisch ανώγι(ν) Koine-Griechisch ἀνώγειον
συνάχι mittelgriechisch συνάχι Koine-Griechisch συνάγχη σύν + altgriechisch ἄγχω
περιηγητής Koine-Griechisch περιηγητής altgriechisch περιηγέομαι/περιηγοῦμαι ἡγέομαι/ἡγοῦμαι
ειλικρινώς Koine-Griechisch εἰλικρινῶς εἰλικρινής
μάγουλο Koine-Griechisch μάγουλον spätlateinisch magulum
ανελέητα (Katharevousa) ἀνηλεῶς Koine-Griechisch ἀνηλεῶς ἀνηλεής και ἀνελεής
γαλάζιος mittelgriechisch γαλάζιος Koine-Griechisch κάλαϊς
αιμόφυρτος Koine-Griechisch αἱμόφυρτος αἷμα + φύρω + -τος
επιδιδυμίδα Koine-Griechisch ἐπιδιδυμίς
ανυποταξία Koine-Griechisch ἀνυποταξία
επετηρίδα Katharevousa επετηρίς επι- + Koine-Griechisch ἐτηρίς altgriechisch ἐτήρ / ἔτος ((Lehnübersetzung) französisch annuaire)
ταυρομαχία Koine-Griechisch
ανθρωποκτονία Koine-Griechisch ἀνθρωποκτονία altgriechisch ἄνθρωπος + κτείνω / ανθρωπο- + -κτονία
πρωτομηνιά Koine-Griechisch *πρωτομηνία (δωρικός τύπος: πρατομηνία) altgriechisch πρῶτος + μήν
αντιπερισπασμός Koine-Griechisch ἀντιπερισπασμός altgriechisch ἀντιπερισπάω περισπάω σπάω / σπῶ
έγκαυμα Koine-Griechisch ἔγκαυμα (ίδια σημασία) altgriechisch ἔγκαυμα ἐγκαίω ἐν + καίω
τερματισμός τερματίζω + -μός Koine-Griechisch τερματίζω altgriechisch τέρμα proto-indogermanisch *térmn̥ (τέρμα, όριο)
καλαντάρι Koine-Griechisch καλανδάριον lateinisch calendarium calendae
χαρακτηρίζω Koine-Griechisch χαρακτηρίζω altgriechisch χαρακτήρ χαράσσω
κτηνώδης (λόγιο) Koine-Griechisch κτηνώδης. Συγχρονικά αναλύεται σε κτήν(ος) + -ώδης
σφυρηλάτηση mittelgriechisch σφυρηλάτηση Koine-Griechisch σφυρηλατέω / σφυρηλατῶ
δύστυχος Koine-Griechisch δύστυχος altgriechisch δυστυχής δυσ- + τύχη
θεότητα Koine-Griechisch θεότης altgriechisch θεός proto-griechisch *tʰehós proto-indogermanisch *dʰéh₁s *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s
προδιάθεση Koine-Griechisch προδιάθεσις προδιατίθημι πρό + altgriechisch διατίθημι διά + τίθημι
ανίσχυρος Koine-Griechisch ἀνίσχυρος altgriechisch ἰσχυρός ἰσχύς
αμπολή Koine-Griechisch ἐμβολή
δωροληψία Koine-Griechisch δωροληψία altgriechisch δῶρον + -ληψία (λαμβάνω)
ασκί mittelgriechisch ασκί(ν) Koine-Griechisch ἀσκίον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης ἀσκός
ανεμοστρόβιλος Koine-Griechisch ἀνεμοστρόβυλος με ιώτα κατά το στρόβιλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμο- + στρόβιλος.
ψηφί mittelgriechisch ψηφίν Koine-Griechisch ψηφίον
κρανιά Koine-Griechisch κρανέα altgriechisch κράνεια / κράνια κράνον
άνθηση Koine-Griechisch ἄνθησις altgriechisch ἀνθέω / ἀνθῶ ἄνθος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂endʰos
συναντίληψη (λόγιο) mittelgriechisch συναντίληψις[1] Koine-Griechisch συναντιλαμβάνομαι altgriechisch ἀντιλαμβάνω λαμβάνω
πρόσφυμα (λόγιο) Koine-Griechisch πρόσφυμα ("εκβλάστημα"). (Lehnbedeutung) neulateinisch affixum [1]
αυτοδικία αυτοδικώ + -ία Koine-Griechisch αὐτοδικέω / αὐτοδικῶ altgriechisch αὐτός + δίκη
αποχαιρετώ mittelgriechisch αποχαιρετώ Koine-Griechisch ἀποχαιρετίζω ἀπό + χαιρετίζω χαῖρε, β’ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος χαίρω proto-griechisch *kʰəřřō indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰer- (λαχταρώ, ποθώ)
φούρκα Koine-Griechisch φοῦρκα ( lateinisch furca)
κλωνάρι mittelgriechisch κλωνάρι(ν) Koine-Griechisch κλωνάριον, υποκοριστικό του altgriechisch κλών
εξοικονομώ Koine-Griechisch ἐξοικονομέω, -ῶ ("αποβάλλω") εξ- + οικονομώ
ελάττωμα Koine-Griechisch ἐλάττωμα
εκδημία Koine-Griechisch ἐκδημία (παρόμοια σημασία) altgriechisch ἐκδημία
γλωσσάριο Koine-Griechisch γλωσσάριον
αντισταθμίζω Koine-Griechisch ἀντισταθμίζω ἀντί + σταθμίζω σταθμόν (2. (Lehnbedeutung) französisch contrebalancer)
βοτανική französisch botanique Koine-Griechisch βοτανικός
αποφοίτηση Koine-Griechisch ἀποφοίτησις altgriechisch ἀποφοιτῶ ἀπό + φοιτῶ
αυτολεξεί Koine-Griechisch αὐτολεξεί αὐτός + altgriechisch λέξις λέγω
αστοχία Koine-Griechisch ἀστοχία ἀ- + altgriechisch στόχος + -ία
ροδώνας Koine-Griechisch ῥοδών altgriechisch ῥόδον indoeuropäisch (Wurzel) *wr̥dʰo
θεοκρατία Koine-Griechisch θεοκρατία altgriechisch θεός + κρατέω / κρατῶ
λεπίδι Koine-Griechisch λεπίδιον, υποκοριστικό του λεπίς
κρεμάστρα κληρονομημένη von Koine-Griechisch κρεμάστρα altgriechisch κρεμάθρα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (κρεμώ) κρεμασ- + -τρα
δισκοβολία Koine-Griechisch δισκοβολία δισκοβόλος altgriechisch δίσκος + βάλλω
πανδέκτης Koine-Griechisch πανδέκτης altgriechisch πᾶς + δέκτης δέχομαι
φαρμακοτρίφτης Koine-Griechisch φαρμακοτρίπτης altgriechisch φαρμακοτρίβης φάρμακον + τρίβω
ξηροφαγία Koine-Griechisch ξηροφαγία altgriechisch ξηρός + -φαγία
κενόδοξος Koine-Griechisch κενός + δόξα
αντίκτυπος Koine-Griechisch ἀντίκτυπος ((Lehnbedeutung) französisch contrecoup)
τεχνολόγος (entlehnt aus) französisch technologue techno(logie) altgriechisch τέχνη τεχνο- + -λόγος. Διαφορετική η Koine-Griechisch τεχνολόγος (συγγραφέας ρητορικής).[1]
εκκένωση Koine-Griechisch ἐκκένωσις ἐκ- + altgriechisch κένωσις κενόω / κενῶ κενός κενϝός indoeuropäisch (Wurzel) *ḱen- (3. (Lehnbedeutung) englisch discharge)
εμπάθεια Koine-Griechisch ἐμπάθεια (ισχυρό πάθος)
εντοπίζω Koine-Griechisch ἐντοπίζω ἐν + altgriechisch τόπος ((Lehnübersetzung) französisch localiser)
λαϊκισμός λαϊκός + -ισμός Koine-Griechisch λαϊκός altgriechisch λαός *lāwós indoeuropäisch (Wurzel) *leh₂wos *leh₂- (στρατιωτική ενέργεια) ((Lehnübersetzung) englisch populism)
μυρμήγκι mittelgriechisch μυρμήγκι(ν) / μερμήγκι(ν) / μερμήκιν Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ proto-indogermanisch *morwi (μυρμήγκι)
μαγειρεύω Koine-Griechisch altgriechisch μάγειρος
επικάρπιο Koine-Griechisch ἐπικάρπιον altgriechisch ἐπικάρπιος ἐπί + καρπός
εμπέδωση Koine-Griechisch ἐμπέδωσις altgriechisch ἐμπεδόω / ἐμπεδῶ πέδον πούς indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds
σιδηρουργείο Koine-Griechisch σιδηρουργεῖον σιδηρουργός + -εῖον
λινάρι Koine-Griechisch λινάριον altgriechisch λίνον
αντιδιαστέλλω Koine-Griechisch ἀντιδιαστέλλω
ημικρανία Koine-Griechisch ἡμικρανία
καύσωνας Koine-Griechisch καύσων altgriechisch καίω
δόσιμο mittelgriechisch δόσιμο(ν) Koine-Griechisch δόσιμος altgriechisch δίδωμι
συμπολίτευση Koine-Griechisch συμπολίτευ(σις) ("η ιδιότητα του συμπολίτη") + -ση.
σκαλίζω Koine-Griechisch σκαλίζω altgriechisch σκάλλω
ανεκτικός Koine-Griechisch ἀνεκτικός
ιβίσκος Koine-Griechisch ἱβίσκος
ευαγγελιστής Koine-Griechisch εὐαγγελιστής (3. (Lehnbedeutung) englisch evangelistic)
ορνιθώνας Koine-Griechisch ὀρνιθών (αιτιατική:ὀρνιθῶνα) + -ας[1] > ὄρνις και κατάληξη των λεγόμενων περιεκτικών -ών
κοράκι Koine-Griechisch κοράκιον (υποκοριστικό) altgriechisch κόραξ
αποτέφρωση αποτεφρώνω + -ση Koine-Griechisch ἀποτεφρόω / ἀποτεφρῶ ἀπό altgriechisch τέφρα
άλλαγμα Koine-Griechisch ἄλλαγμα
κονίστρα Koine-Griechisch κόνις (το μέρος που είναι καλυμμένο με κόνιν, ψιλή άμμο)
ρομφαία Koine-Griechisch ῥομφαία
ξεφτέρι mittelgriechisch ξεφτέριν ξυπτέριν ἐξυπτέριον Koine-Griechisch ὀξυπτέριον (για το γεράκι και την ταχύτητά του)[1] altgriechisch ὠκύπτερος ὀξύς, ὠκύς + πτέρυξ indoeuropäischς αρχής, όπως και η συγγενής lateinisch λέξη accipiter (με αιχμηρά φτερά)[2]
αναστήλωση Koine-Griechisch ἀναστήλωσις ἀνά + altgriechisch στήλη
μετόπη Koine-Griechisch μετόπη μετά + altgriechisch ὀπή
ενάγων (λόγιο) Koine-Griechisch ἐνάγων μετοχή του ρήματος ἐνάγω ἐν- + ἄγω
διαίσθηση Koine-Griechisch διαίσθησις altgriechisch διαισθάνομαι διά + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ) ((Lehnbedeutung) französisch intuition)
ανήλικος Koine-Griechisch ἀνήλικος αν- στερητικό + ηλικία
υπονόμευση υπονομεύω + -ση Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω
μάσημα Koine-Griechisch μάσημα
διάβημα Koine-Griechisch διάβημα altgriechisch διαβαίνω διά + βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch démarche)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.