Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischρημάδι mittelgriechisch ρημάδι(ν) Koine-Griechisch ἐρημάς
ρήγας mittelgriechisch ρήγας Koine-Griechisch ῥήξ lateinisch rex (τίτλος του βασιλιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας)
ρεπό französisch repos reposer repauser pause lateinisch pausa Koine-Griechisch παῦσις altgriechisch παύω (αντιδάνειο)
ρεμβασμός Koine-Griechisch ῥεμβασμός ῥεμβάζω altgriechisch ῥέμβη
ρεμβάζω Koine-Griechisch ῥεμβάζω altgriechisch ῥέμβη
ρεβιθιά ρεβίθ(ι) + -ιά mittelgriechisch *ρεβίθι/ροβίθι Koine-Griechisch ἐρεβίνθιον altgriechisch ἐρέβινθος
ρεβίθι mittelgriechisch *ρεβίθι/ροβίθι Koine-Griechisch ἐρεβίνθιον altgriechisch ἐρέβινθος
ράφτης mittelgriechisch Koine-Griechisch ῥάπτης
ραπτική Koine-Griechisch ῥαπτική
ράπτης Koine-Griechisch ῥάπτης
ραπάνι Koine-Griechisch ῥαπάνιον altgriechisch ῥάφανος / ῥαφανίς / ῥάπυς
ραντισμός Koine-Griechisch ῥαντισμός
ράντισμα Koine-Griechisch ῥάντισμα
Koine-Griechisch ῥᾳδιουργία ῥᾳδιούργος altgriechisch ῥᾴδιος + -ουργία (ἔργον)
ραβί Koine-Griechisch ῥαββί αρχαία hebräisch רבי (rabbi) (rebbe "κύριος, δάσκαλος" + -i "μου")
πωρώνω Koine-Griechisch πωρόω / πωρῶ (1η σημασία) altgriechisch πωρόω / πωρῶ πῶρος
πυρπολητής Koine-Griechisch πυρπολητής altgriechisch πυρπολέω / πυρπολῶ πυρπόλος πῦρ ( proto-indogermanisch *péh₂wr̥) + πέλω ( proto-indogermanisch *kʷel-: κινώ, γυρίζω)
πυρπόληση Koine-Griechisch πυρπόλησις altgriechisch πυρπολέω / πυρπολῶ πυρπόλος πῦρ ( proto-indogermanisch *péh₂wr̥) + πέλω ( proto-indogermanisch *kʷel-: κινώ, γυρίζω)
πυρίτιδα Koine-Griechisch πυρίτης πῦρ indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂ur
πυξάρι mittelgriechisch πυξάρι Koine-Griechisch *πυξάριον, υποκοριστικό του altgriechisch πύξος
πτοώ Koine-Griechisch πτοῶ
πτερνιστήρας mittelgriechisch πτερνιστήρ Koine-Griechisch πτερνίζω altgriechisch πτέρνα
πρωτοτόκια Koine-Griechisch πρωτοτόκια πρωτότοκος
πρωτοπορία πρωτοπόρος + -ία ((Lehnbedeutung) französisch avant-garde) (πβ. Koine-Griechisch πρωτοπορεία)
πρωτομηνιά Koine-Griechisch *πρωτομηνία (δωρικός τύπος: πρατομηνία) altgriechisch πρῶτος + μήν
πρωτόγαλα Koine-Griechisch πρωτόγαλα
πρωτεΐνη (entlehnt aus) französisch protéine + -ίνη Koine-Griechisch πρώτειος altgriechisch πρῶτος
πρωταίτιος Koine-Griechisch πρωταίτιος altgriechisch πρῶτος + αἰτία
πρωταγωνιστής Koine-Griechisch πρῶτος + ἀγωνιστής
πρόχωμα Koine-Griechisch πρόχωμα πρό + altgriechisch χῶμα χόω / χώννυμι
προφορά Koine-Griechisch προφορά altgriechisch προφέρω πρό + φέρω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer-
προϋπηρετώ Koine-Griechisch προϋπηρετέω / προϋπηρετῶ
προϋπηρεσία προϋπηρετώ + -σία Koine-Griechisch προϋπηρετέω / προϋπηρετῶ
προϋπαντώ Koine-Griechisch προϋπαντάω / προϋπαντῶ altgriechisch ὑπαντάω / ὑπαντῶ ὑπό + ἀντάω / ἀντῶ ἀντί proto-indogermanisch *h₂énti *h₂énts *h₂ent- (μπροστά)
προϋπάντηση mittelgriechisch προϋπάντησις Koine-Griechisch προϋπαντάω / προϋπαντῶ altgriechisch ὑπαντάω / ὑπαντῶ ὑπό + ἀντάω / ἀντῶ ἀντί proto-indogermanisch *h₂énti *h₂énts *h₂ent- (μπροστά)
προτού mittelgriechisch πρὸ τοῦ (+ οριστική) Koine-Griechisch πρὸ τοῦ (+ απαρέμφατο)
προτομή Koine-Griechisch
προτέρημα Koine-Griechisch altgriechisch προτερέω - προτερῶ + -μα
προσωποληψία Koine-Griechisch προσωποληψία
προσωποληπτώ Koine-Griechisch προσωποληπτέω / προσωποληπτῶ
προσωπίδα Koine-Griechisch προσωπίς altgriechisch πρόσωπον
προσχώρηση Koine-Griechisch προσχώρησις
πρόσφυμα (λόγιο) Koine-Griechisch πρόσφυμα ("εκβλάστημα"). (Lehnbedeutung) neulateinisch affixum [1]
πρόσφυγας Koine-Griechisch πρόσφυξ προσφεύγω πρός + altgriechisch φεύγω
προσφεύγω Koine-Griechisch προσφεύγω πρός + altgriechisch φεύγω
προσφάι mittelgriechisch προσφάγι Koine-Griechisch προσφάγιον
προσυπογράφω Koine-Griechisch προσυπογράφω πρός + altgriechisch ὑπογράφω ὑπό + γράφω
πρόστιμο Koine-Griechisch πρόστιμον altgriechisch πρός + τιμή indoeuropäisch (Wurzel) *kʷi-mā- *kʷei- (πρόστιμο, αξία)
προστακτική Koine-Griechisch
προσποίηση Koine-Griechisch προσποίησις
προσπαθώ Koine-Griechisch προσπαθέω / προσπαθῶ προσπαθής πρός + altgriechisch πάθος πάσχω
προσπάθεια Koine-Griechisch προσπάθεια προσπαθής πρός + altgriechisch πάθος πάσχω
πρόσκομμα Koine-Griechisch πρόσκομμα altgriechisch προσκόπτω
προσκομιδή (λόγιο) Koine-Griechisch προσκομιδή[1] altgriechisch προσκομίζω
προσιδιάζω (λόγιο), προσ- + Koine-Griechisch ἰδιάζω (είμαι ιδιόμορφος)[1][2]
προσήλωση Koine-Griechisch προσήλωσις προσηλόω (καρφώνω) πρός + ἧλος
προσέλευση (λόγιο) Koine-Griechisch προσέλευ(σις) προσελεύσομαι, μέλλοντας του προσέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε προσ- + έλευση
προσέγγιση Koine-Griechisch προσέγγισις altgriechisch προσεγγίζω πρός + ἐγγίζω ἐγγύς
προσεγγίζω Koine-Griechisch προσεγγίζω πρός + altgriechisch ἐγγίζω ἐγγύς ((Lehnbedeutung) französisch rapprocher & (Lehnbedeutung) englisch approach)
προσδιορισμός Koine-Griechisch προσδιορισμός altgriechisch προσδιορίζω (2. (Lehnbedeutung) französisch déterminatif)
προσγειώνω Koine-Griechisch πρόσγειος + -ώνω ((Lehnübersetzung) französisch atterrir)
προσάρτηση Koine-Griechisch προσάρτησις altgriechisch προσαρτάω / προσαρτῶ πρός + ἀρτάω / ἀρτῶ (1,2: (Lehnbedeutung) französisch annexion)
προσαρμογή Koine-Griechisch προσαρμογή προς + αρμόζω
πρόπτωση Koine-Griechisch πρόπτωσις altgriechisch προπίπτω πίπτω indoeuropäisch (Wurzel) *peth₂- (πετώ)
πρόπλασμα (λόγιο) Koine-Griechisch πρόπλασμα[1]
προπαραλήγουσα Koine-Griechisch προπαραλήγουσα, Femininum von προπαραλήγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προπαραλήγω
προνόμιο Koine-Griechisch προνόμιον πρό + νόμος
προμηθεύω Koine-Griechisch προμηθεύομαι altgriechisch προμηθής (προνοητικός) πρό + μῆτις indoeuropäisch (Wurzel) *meh₁- (μετρώ) ((Lehnbedeutung) französisch pourvoir)
προμηθευτής mittelgriechisch προμηθευτής προμηθεύω Koine-Griechisch προμηθεύομαι altgriechisch προμηθής / προμηθεύς προμανθάνω πρό + μανθάνω ((Lehnbedeutung) französisch pourvoyeur)
προμετωπίδα Koine-Griechisch προμετωπίς προμέτωπος πρό + altgriechisch μέτωπον μετά + ὤψ ((Lehnbedeutung) neulateinisch frontispicium)
προμαντεύω Koine-Griechisch προμαντεύω altgriechisch προμαντεύομαι πρό + μάντις
προλογίζω Koine-Griechisch προλογίζω altgriechisch πρόλογος πρό + λέγω
πρόληψη Koine-Griechisch πρόληψις altgriechisch προλαμβάνω πρό + λαμβάνω (1. (Lehnbedeutung) französisch prévention. 2. (Lehnbedeutung) französisch préjugé. 3,4. (Lehnbedeutung) französisch prolepse)
προκυμαία Koine-Griechisch προκυμία + -αία πρό + κῦμα
προκοπή Koine-Griechisch προκοπή altgriechisch προκόπτω πρό + κόπτω
προκήρυξη Koine-Griechisch προκήρυξις altgriechisch προκηρύσσω / προκηρύττω κηρύσσω / κηρύττω
προκάρδιο Koine-Griechisch προκάρδιον πρό + καρδία
προικίζω Koine-Griechisch προίξ
προθερμαίνω Koine-Griechisch προθερμαίνω προ + θερμαίνω θερμός ((Lehnbedeutung) (αγγλικά) warm up· ή (γερμανικά) anwärmen)
προετοιμασία Koine-Griechisch προετοιμασία
προέλευση (λόγιο) Koine-Griechisch προελεύσομαι, μέλλοντας του προέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + έλευση
προεκτείνω Koine-Griechisch προεκτείνω πρό + altgriechisch ἐκτείνω ἐκ + τείνω ((Lehnbedeutung) französisch prolonger)
προδιάθεση Koine-Griechisch προδιάθεσις προδιατίθημι πρό + altgriechisch διατίθημι διά + τίθημι
προδιαγράφω Koine-Griechisch προδιαγράφω altgriechisch διαγράφω γράφω ((Lehnbedeutung) französisch prescrire)
προδιαγραφή προδιαγράφω + -ή Koine-Griechisch προδιαγράφω πρό + altgriechisch διαγράφω γράφω ((Lehnübersetzung) französisch prescription)
προβιβασμός Koine-Griechisch προβιβασμός altgriechisch προβιβάζω ((Lehnbedeutung) französisch promotion)
προαύλιο Koine-Griechisch προαύλιον πρό + altgriechisch αὐλή
προασπίζω Koine-Griechisch προασπίζω πρό + altgriechisch ἀσπίς
προαίσθηση Koine-Griechisch προαίσθησις
προαγωγή Koine-Griechisch προαγωγή altgriechisch προάγω πρό + ἄγω
προάγγελος Koine-Griechisch προάγγελος altgriechisch προαγγέλλω πρό + ἀγγέλλω
προάγγελμα Koine-Griechisch προάγγελμα altgriechisch προαγγέλλω
προαγγελία Koine-Griechisch προαγγελία altgriechisch προαγγέλλω
πρίσμα Koine-Griechisch πρῖσμα altgriechisch πρίω (=πριονίζω)
πριόνι Koine-Griechisch πριόνιον υποκοριστικό του αρχαίου πρίων
πρεσβυτέριο (Lehnbedeutung) französisch presbytère spätlateinisch presbyterium Koine-Griechisch πρεσβυτέριον (=συμβούλιο γερόντων)
πραξικόπημα Koine-Griechisch πραξικοπέω / πραξικοπῶ + -μα altgriechisch πράξις ( πράττω) + κόπτω ((Lehnübersetzung) französisch coup d’État)
πραιτοριανός Koine-Griechisch πραιτωριανοί πραιτώριον πραίτωρ lateinisch praetor *praeitor praeeo prae + eo (2,3: (Lehnbedeutung) französisch prétoriens)
πραίτορας Koine-Griechisch πραίτωρ lateinisch praetor *praeitor praeeo prae + eo
πουλί mittelgriechisch πουλλίν Koine-Griechisch πουλλίον, υποκοριστικό του ποῦλλος (πωλίον, πῶλος) lateinisch pullus. siehe auch πουλάρι.[1][2]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.