Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischπόρισμα (λόγιο) Koine-Griechisch πόρισμα[1] πορίζω. ΄Δείτε πόρος
πολυφωνία (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) französisch polyphonie Koine-Griechisch πολυφωνία (ποικιλία μουσικών τόνων)[1] Αναλύεται σε πολυ- + -φωνία
πολυβόλο Koine-Griechisch, substantiviertes Neutrum des Adjektivs: πολυβόλος
πολυανδρία Koine-Griechisch πολυανδρία πολύς + άνδρας
πολιτισμός Koine-Griechisch πολιτισμός altgriechisch πολίτης + -ισμός ((Lehnbedeutung) französisch civilisation)
ποκάρι Koine-Griechisch ποκάριον altgriechisch πόκος
ποδίσκος Koine-Griechisch ποδίσκος altgriechisch πούς ((Lehnübersetzung) französisch pédoncule)
ποδάγρα Koine-Griechisch ποδάγρα με τη σημερινή έννοια altgriechisch ποδάγρα (που σήμαινε όμως παγίδα για τα πόδια) πούς + ἄγρα
πνευμονία Koine-Griechisch πνευμονία / πλευμονία
πνευματικός Koine-Griechisch πνευματικός, αρχική σημασία: "αυτός που αναφέρεται στον αέρα, στην αναπνοή"
πλύντης Koine-Griechisch πλύντης altgriechisch πλύνω
πλουμί πλουμίον Koine-Griechisch πλοῦμον lateinisch pluma
πληροφορώ Koine-Griechisch πληροφορέω / πληροφορῶ altgriechisch πλήρης + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch renseigner)
πληροφορία Koine-Griechisch πληροφορία altgriechisch πλήρης + φέρω
πληροφόρηση πληροφόρησις in Katharevousa Koine-Griechischπληροφόρησις (με άλλη έννοια)
πληρότητα Koine-Griechisch πληρότης altgriechisch πλήρης
πλειστηριασμός Koine-Griechisch πλειστηριασμός
πλειοψηφία Koine-Griechisch πλειοψηφία altgriechisch πλείων + ψῆφος
πλαστουργός (λόγιο) Koine-Griechisch πλαστουργός[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πλάστ(ης) + -ουργός.
πλαστογράφος Koine-Griechisch πλαστογράφος altgriechisch πλαστός + γράφω
πλαστογραφία Koine-Griechisch πλαστογραφία πλαστός ( πλάθω) + γραφή
πλαγίαυλος (λόγιο) Koine-Griechisch πλαγίαυλος
πιτυρίαση Koine-Griechisch πιτυρίασις πίτυρον
πιτσιλίζω Koine-Griechisch πιτυλίζω (orthografische Vereinfachung) altgriechisch πίτυλος
πιστοποιώ Koine-Griechisch πιστοποιέω / πιστοποιῶ altgriechisch πίστις + ποιέω
πιστοποιητικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: πιστοποιητικός Koine-Griechisch πιστοποιητικός πιστοποιέω ((Lehnübersetzung) französisch certificat)
πιστοποίηση Koine-Griechisch πιστοποίησις πιστοποιέω
πιστάγκωνα mittelgriechisch πιστάγκωνα Koine-Griechisch ὀπισθάγκωνα ὄπισθεν + ἀγκών
πισθάγκωνα Koine-Griechisch ὀπισθάγκωνα ὄπισθεν + ἀγκών
πιρούνι mittelgriechisch πιρούνι Koine-Griechisch περόνιον altgriechisch περόνη πείρω proto-indogermanisch *per- (διαπερνώ, διασχίζω)
πιπέρι mittelgriechisch πιπέρι(ον), υποκοριστικό του πίπερι (Koine-Griechisch) altgriechisch πέπερι δάνειο αγνώστου ετύμου (πβ. σανσκριτικά पिप्पलि (sa) (pippali))
πινακοθήκη Koine-Griechisch πινακοθήκη altgriechisch πίναξ + -θήκη ((Lehnbedeutung) deutsch Pinakothek)
πιλοποιός Koine-Griechisch πιλοποιός altgriechisch πῖλος + ποιέω
πιλατεύω Πιλάτος + -εύω Koine-Griechisch Πιλᾶτος lateinisch Pilatus pilum (ακόντιο) proto-italienisch *pistlom indoeuropäisch (Wurzel) *pis-tlo- *peys- (συντρίβω)
πιγούνι mittelgriechisch πιγούνιν *πουγούνιν Koine-Griechisch πωγώνιον altgriechisch πώγων
πιάστρο italienisch piastro impiastrare spätlateinisch emplastrare lateinisch emplastrum Koine-Griechisch ἔμπλαστρον, Maskulinum von ἔμπλαστρος (αντιδάνειο)
πηλαλώ Koine-Griechisch ἐπιλαλῶ λαλέω[1]
πηγάδι mittelgriechisch πηγάδι Koine-Griechisch πηγάδιον υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πηγή
πευκώνας Koine-Griechisch πευκών
πετώ Koine-Griechisch πετάω / πετῶ altgriechisch πετάομαι / πετάννυμι / πεταννύω / πήτνυμι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)
πέτρωμα (λόγιο) Koine-Griechisch πέτρωμα (πέτρινη μάζα), αρχαία ελληνικά: (λιθοβολισμός) πετρόω / πετρῶ, (Lehnbedeutung) deutsch Gestein ή (απόδοση) französisch roche[1][2]
πετραχήλι mittelgriechisch πετραχήλι Koine-Griechisch περιτραχήλιον, Maskulinum von περιτραχήλιος περί + altgriechisch τράχηλος
πέτασος (λόγιο) Koine-Griechisch πέτασος altgriechisch πετάννυμι proto-indogermanisch *peth₂-
πέταμα πετώ + -μα Koine-Griechisch πετάω / πετῶ altgriechisch πετάομαι / πετάννυμι / πεταννύω / πήτνυμι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)
πέταγμα πετώ + -μα Koine-Griechisch πετάω / πετῶ altgriechisch πετάομαι / πετάννυμι / πεταννύω / πήτνυμι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)
περίχωρα Koine-Griechisch
περιφρόνηση Koine-Griechisch περιφρόνησις altgriechisch περιφρονέω
περιτομή Koine-Griechisch περιτομή altgriechisch περιτέμνω περί + τέμνω
περισυλλέγω Koine-Griechisch περί + συλλέγω
περιστύλιο Koine-Griechisch περιστύλιον περί + altgriechisch στῦλος
περιστολή Koine-Griechisch περιστολή (ευπρέπεια)
περιστοιχίζω Koine-Griechisch περιστοιχίζω περί + altgriechisch στοιχίζω στοῖχος στείχω indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ)
περιστεροτροφείο Koine-Griechisch περιστεροτροφεῖον περιστεροτρόφος altgriechisch περιστερά + τρέφω
περιστέρι mittelgriechisch περιστέριν Koine-Griechisch περιστέριον, υποκοριστικό για την altgriechisch περιστερά[1]
περίσταση Koine-Griechisch περίστασις
περισσότερο Koine-Griechisch περισσότεροv (επίρρημα) Maskulinum von επιθέτου περισσότερος, συγκριτικού βαθμού του περισσός
περίσσευμα Koine-Griechisch περίσσευμα altgriechisch περισσεύω περισσός / περιττός περί indoeuropäisch (Wurzel) *per-
περίσσεια Koine-Griechisch περισσεία
περισπωμένη Koine-Griechisch περισπωμένη[1] (ίδια σημασία) altgriechisch περισπωμένη, Femininum von περισπώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περισπάω / περισπῶ περί + σπάω / σπῶ proto-indogermanisch *speh₁- (επιτυγχάνω, ευδοκιμώ)
περίπτυξη Koine-Griechisch περίπτυξις altgriechisch περιπτύσσω
περιπτερούχος περίπτερο + -ούχος Koine-Griechisch} περίπτερον, Maskulinum von περίπτερος περι- + αρχαία ελληνικά πτερόν πέτομαι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)
περίπτερο Koine-Griechisch περίπτερον, Maskulinum von περίπτερος περί + altgriechisch πτερόν πέτομαι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ) ((Lehnbedeutung) französisch kiosque)
περιπτεράς περίπτερο + -άς Koine-Griechisch περίπτερον, Maskulinum von περίπτερος περί + altgriechisch πτερόν πέτομαι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)
περιπολάρχης Koine-Griechisch περιπολάρχης altgriechisch περιπόλαρχος περίπολος + -άρχης ἄρχω
περιπλάνηση Koine-Griechisch περιπλάνησις altgriechisch περιπλανάομαι / περιπλανῶμαι περί + πλανάομαι / πλανῶμαι
περιορισμός Koine-Griechisch περιορισμός περιορίζω περί + altgriechisch ὁρίζω ὅρος proto-griechisch *wórwos indoeuropäisch (Wurzel) *werw- ((Lehnbedeutung) französisch limitation)
περιορίζω (Lehnbedeutung) französisch limiter - λόγιο: Koine-Griechisch περιορίζω ("θέτω όρια")[1] proto-griechisch *wórwos indoeuropäisch (Wurzel) *werw
περιοδεύω Koine-Griechisch περιοδεύω με σημασία: περιπολώ
περιοδεία Koine-Griechisch περιοδεία με σημασία: περιπολία
περικόχλιο Koine-Griechisch περικόχλιον περί + κοχλίας
περιθώριο spätgriechisch *περιθεώριον Koine-Griechisch περιθεωρέω / περιθεωρῶ περί + altgriechisch θεωρέω / θεωρῶ ((Lehnübersetzung) französisch marge)
περιηγητής Koine-Griechisch περιηγητής altgriechisch περιηγέομαι/περιηγοῦμαι ἡγέομαι/ἡγοῦμαι
περιήγηση Koine-Griechisch περιήγησις altgriechisch περιηγέομαι ἡγέομαι
περίγραμμα Koine-Griechisch περίγραμμα altgriechisch περιγράφω περί + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch contour[1] [2])
περιγιάλι mittelgriechisch περιγιάλι παραγιάλιν Koine-Griechisch παραιγιάλιος παρά + altgriechisch αἰγιαλός ἀΐσσω + ἅλς ( proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls: αλάτι)
περίγελος Koine-Griechisch περίγελως + -ος περί + altgriechisch γέλως
περίγειο Koine-Griechisch περίγειον (σημεῖον), Maskulinum von περίγειος περί + altgriechisch γῆ
περιβόλι mittelgriechisch περιβόλιν Koine-Griechisch περιβόλιον (χώρος που περιβάλλεται από φράχτη) altgriechisch περίβολος
περιαύλιο Koine-Griechisch περίαυλον ή περι- + αυλή + -ιο
περγαμηνή Koine-Griechisch Περγαμηνή, Femininum von Περγαμηνός Πέργαμος (Μικρασιατική πόλη, όπου κατασκευάζονταν περγαμηνές)
πεπόνι mittelgriechisch πεπόνι Koine-Griechisch πεπόνιον altgriechisch (σίκυος) πέπων πέπτω πέσσω proto-griechisch *péťťō proto-indogermanisch *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)
πεποίθηση Koine-Griechisch πεποίθησις altgriechisch πείθω (παρακείμενος μ.φ. πέποιθα) indoeuropäisch (Wurzel) *bʰeydʰ- (εμπιστεύομαι)
πεντηκονταετηρίδα Koine-Griechisch πεντηκονταετηρίς altgriechisch πεντήκοντα + ἔτος
πελαγοδρομώ Koine-Griechisch πελαγοδρομέω
πείσμα mittelgriechisch Koine-Griechisch πεῖσμα πείθω + -μα
πειρατής Koine-Griechisch πειρατής[1] altgriechisch πειρῶ
πεζοπόρος Koine-Griechisch πεζοπόρος altgriechisch πεζός + πόρος
πεζοπορία Koine-Griechisch πεζοπορία πεζοπόρος + -ία altgriechisch πεζός + πόρος
πεζογράφος Koine-Griechisch πεζογράφος altgriechisch πεζός ( πούς) + γράφω, πεζο- + -γράφος
πεζογραφία Koine-Griechisch πεζογραφία πεζογράφος altgriechisch πεζός + γράφω
παχνί Koine-Griechisch πάθνη φάτνη
πατρωνυμία Koine-Griechisch πατρωνυμία
πατρότητα Koine-Griechisch πατρότης
πατρονία πάτρονας + -ία[1] (orthografische Vereinfachung[1]) Koine-Griechisch πάτρων lateinisch patronus pater proto-italienisch *patēr proto-indogermanisch *ph₂tḗr) ((Lehnübersetzung) französisch patronage)
πατριός Koine-Griechisch πατρυιός altgriechisch πατήρ
πατητήρι Koine-Griechisch πατητήριον altgriechisch πατέω / πατῶ
πάστορας Koine-Griechisch πάστωρ lateinisch pastor (ποιμένας)
παστίτσιο italienisch pasticcio δημώδης lateinisch *pasticium lateinisch pasta Koine-Griechisch παστά, Maskulinum von παστός altgriechisch πάσσω (αντιδάνειο)
πάστα italienisch pasta spätlateinisch pasta Koine-Griechisch παστά, Maskulinum von παστός altgriechisch πάσσω (αντιδάνειο) proto-indogermanisch *kʷeh₁t- (αναδεύω, κουνώ)
πασσαλώνω Koine-Griechisch πασσαλόω / πασσαλῶ altgriechisch πάσσαλος
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.