Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



πασαλείφω

πασαλείφω Koine-Griechisch πισσαλοιφέω / πισσαλοιφῶ altgriechisch πίσσα + ἀλείφω


παρωνυχίδα

παρωνυχίδα Koine-Griechisch παρωνυχίς παρά + ὄνυξ + -ίς


παρωνύμιο

παρωνύμιο Koine-Griechisch παρωνύμιον (επώνυμο)[1] Maskulinum von παρωνύμιος παρώνυμος. Συγχρονικά αναλύεται σε παρ- + -ωνύμιο. siehe auch το αιολικό ὄνυμα (όνομα)


παρωδώ

παρωδώ Koine-Griechisch παρῳδέω / παρῳδῶ παρα- + altgriechisch ᾠδή ἀείδω / ᾄδω *ἀϝείδω proto-indogermanisch *h₂weyd-


παρυφή

παρυφή Koine-Griechisch παρυφή παρά + ὑφή


παρουσιάζω

παρουσιάζω Koine-Griechisch παρουσιάζω altgriechisch παρουσία πάρειμι παρά + εἰμί ((Lehnübersetzung) französisch présenter)


παρομοιάζω

παρομοιάζω Koine-Griechisch


παροικώ

παροικώ Koine-Griechisch παροικέω (παρόμοια σημασία) altgriechisch παροικέω πάροικος


παροικούντες

παροικούντες Koine-Griechisch παροικοῦντες


πάροικος

πάροικος (λόγιο) Koine-Griechisch πάροικος (που μένει προσωρινά σε ξένη χώρα) altgriechisch πάροικος (γειτονικός) [1]. siehe auch οἰκία. Συγχρονικά αναλύεται σε πάρ- + οικ(ία + -ος.


παροικία

παροικία Koine-Griechisch παροικία altgriechisch πάροικος παρά + οἶκος


παριστώ

παριστώ Koine-Griechisch παριστάω / παριστῶ altgriechisch ἵστημι


παρήχηση

παρήχηση Koine-Griechisch παρήχησις παρηχέομαι / παρηχοῦμαι ἠχέω / ἠχῶ ἦχος


παρετυμολογώ

παρετυμολογώ Koine-Griechisch παρετυμολογέω / παρετυμολογῶ


παρετυμολογία

παρετυμολογία Koine-Griechisch παρετυμολογία ((Lehnbedeutung) italienisch paretimologia)


παρερμηνεύω

παρερμηνεύω Koine-Griechisch παρερμηνεύω


παρένθεση

παρένθεση Koine-Griechisch παρένθεσις ((Lehnbedeutung) französisch parenthèse)


παρέμβυσμα

παρέμβυσμα Koine-Griechisch παρεμβύω + -μα


παρέλκυση

παρέλκυση Koine-Griechisch παρέλκυσις altgriechisch παρέλκω παρά + ἕλκω / ἑλκύω


παρέλευση

παρέλευση (λόγιο) Koine-Griechisch παρέλευ(σις) παρελεύσομαι, μέλλοντας του παρέρχομαι + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε παρ- + έλευση


παρέλαση

παρέλαση Koine-Griechisch παρέλασις altgriechisch παρελαύνω ἐλαύνω indoeuropäisch (Wurzel) *h₁el-


παρέκκλιση

παρέκκλιση Koine-Griechisch παρέκκλισις παρά + ἐκ + κλίσις


παρεισφρέω

παρεισφρέω Koine-Griechisch παρεισφρέω παρά + altgriechisch εἰσφρέω εἰς + *φρέω[1] φρ- (μηδενική βαθμίδα του φέρω proto-griechisch pʰérō proto-indogermanisch *bʰer-: φέρω)


παραχώρηση

παραχώρηση Koine-Griechisch παραχώρησις altgriechisch παραχωρέω / παραχωρῶ παρά + χωρέω / χωρῶ ((Lehnbedeutung) französisch concession)


παραχάραξη

παραχάραξη Koine-Griechisch παραχάραξις altgriechisch παραχαρράσσω


παραχαράκτης

παραχαράκτης Koine-Griechisch παραχαράκτης altgriechisch παραχαράσσω


παραφράζω

παραφράζω Koine-Griechisch παραφράζω


παρατσούκλι

παρατσούκλι mittelgriechisch παρατσούκλιον (ίσως: Koine-Griechisch παράτιτλον τίτλος)


παρατήρηση

παρατήρηση Koine-Griechisch παρατήρησις


παραστρατώ

παραστρατώ mittelgriechisch παραστρατῶ παραστρατίζω παρά + Koine-Griechisch στράτα lateinisch strata stratus, Passiv Perfekt von sterno proto-italienisch *stornō proto-indogermanisch *str̥-n-h₃- *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)


παραστρατίζω

παραστρατίζω mittelgriechisch παραστρατίζω παρά + Koine-Griechisch στράτα lateinisch strata stratus, Passiv Perfekt von sterno proto-italienisch *stornō proto-indogermanisch *str̥-n-h₃- *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)


παρασκήνιο

παρασκήνιο Koine-Griechisch παρασκήνιον altgriechisch παρα- + σκηνή ((Lehnbedeutung) französisch coulisse)


παρασκεύασμα

παρασκεύασμα Koine-Griechisch παρασκεύασμα ((Lehnbedeutung) französisch préparation)


παρασημείωση

παρασημείωση Koine-Griechisch παρασημείωσις σημείωσις σημειόω / σημειῶ altgriechisch σημεῖον σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω)


παράρτημα

παράρτημα Koine-Griechisch παράρτημα παρά + altgriechisch ἀρτάω / ἀρτῶ ((Lehnübersetzung) französisch supplément)


παραμορφώνω

παραμορφώνω (1-3) Koine-Griechisch παραμορφόω / παραμορφῶ παρά + μορφόω / μορφῶ altgriechisch μορφή ((Lehnübersetzung) französisch déformer)


παραμονή

παραμονή Koine-Griechisch παραμονή altgriechisch παραμένω παρά + μένω


παραλυσία

παραλυσία französisch paralysie lateinisch paralysis Koine-Griechisch παράλυσις (αντιδάνειο) altgriechisch παραλύω παρά + λύω


παραλήρημα

παραλήρημα Koine-Griechisch παραλήρημα altgriechisch παραληρέω / παραληρῶ παρά + ληρέω / ληρῶ λῆρος proto-indogermanisch *leh₂- (κρύπτομαι, καλύπτομαι) ((Lehnbedeutung) französisch délire)


παραλήγουσα

παραλήγουσα Koine-Griechisch παραλήγουσα, Femininum von παραλήγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παραλήγω


παρακοή

παρακοή Koine-Griechisch παρακοή (αρχαία σημασία: παράκουσμα, ατελές άκουσμα)


παρακμή

παρακμή Koine-Griechisch παρακμή


παρακίνηση

παρακίνηση Koine-Griechisch παρακίνησις altgriechisch παρακινέω / παρακινῶ παρά + κινέω / κινῶ


παράκαμψη

παράκαμψη παρακάμπτω + -ση Koine-Griechisch παρακάμπτω παρά + altgriechisch κάμπτω ((Lehnübersetzung) französisch déviation)


παρακάμπτω

παρακάμπτω Koine-Griechisch παρακάμπτω παρά + altgriechisch κάμπτω


παράθεση

παράθεση Koine-Griechisch παράθεσις altgriechisch παρατίθημι παρά + τίθημι (5. (Lehnbedeutung) französisch apposition)


παράθεμα

παράθεμα (λόγιο) Koine-Griechisch παράθεμα[1] altgriechisch παρατίθημι παρά + τίθημι proto-indogermanisch *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁-


παράδεισος

παράδεισος Koine-Griechisch παράδεισος (Lehnbedeutung) hebräisch altgriechisch ("κλειστός κήπος")[1]


παραδειγματισμός

παραδειγματισμός Koine-Griechisch παραδειγματισμός παραδειγματίζω + -ισμός altgriechisch παράδειγμα παραδείκνυμι παρά + δείκνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *deyḱ- (δείχνω) + -νυμι ( indoeuropäisch (Wurzel) *-néwti)


παραδειγματικός

παραδειγματικός Koine-Griechisch παραδειγματικός altgriechisch παράδειγμα παραδείκνυμι παρά + δείκνυμι


παραδειγματίζω

παραδειγματίζω Koine-Griechisch παραδειγματίζω altgriechisch παράδειγμα παραδείκνυμι παρά + δείκνυμι


παραγωγός

παραγωγός Koine-Griechisch παραγωγός, (Lehnbedeutung) τη französisch producteur (αρχαία σημασία παραπλανητικός)


παραγωγή

παραγωγή Koine-Griechisch παραγωγή altgriechisch παράγω παρά + ἄγω ((Lehnbedeutung) französisch production)


παράγραφος

παράγραφος Koine-Griechisch παράγραφος altgriechisch παραγράφω παρά + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch paragraphe)


παραγκωνίζω

παραγκωνίζω (λόγιο) Koine-Griechisch παραγκωνίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- (παρα-) + αγκών(ας) + -ίζω


παράβλεψη

παράβλεψη Koine-Griechisch παράβλεψις altgriechisch παραβλέπω παρά + βλέπω


παράβαση

παράβαση Koine-Griechisch παράβασις (ίδια σημασία) altgriechisch παράβασις παραβαίνω παρά + βαίνω


πάπρικα

πάπρικα slawisch paprika pȁpar πρωτοslawisch *pьpьrь lateinisch piper Koine-Griechisch πίπερι (αντιδάνειο) altgriechisch πέπερι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


πάπλωμα

πάπλωμα mittelgriechisch πάπλωμα εφάπλωμα Koine-Griechisch ἐφαπλόω / ἐφαπλῶ ἐπί + ἁπλόω ἁπλοῦς


παπάς

παπάς Koine-Griechisch παπᾶς (τιμητικός τίτλος ιερέων) altgriechisch πάππας (μπαμπάς)[1]


παπαδιά

παπαδιά Koine-Griechisch παπαδία παπάς


παξιμάδι

παξιμάδι mittelgriechisch παξιμάδιον Koine-Griechisch παξαμάδιον, υποκοριστικό του παξαμᾶς Πάξαμος, αρτοποιός και μάγειρας του 1ου αιώνα


παντρεύω

παντρεύω mittelgriechisch παντρεύω και ὑπανδρεύω Koine-Griechisch ὕπανδρος (που είχε προφορά με [nd])[1] altgriechisch ὑπό + ἀνήρ


παντεπόπτης

παντεπόπτης Koine-Griechisch παντεπόπτης altgriechisch ἐπόπτης ἐφοράω / ἐφορῶ ἐπί + ὁράω / ὁρῶ


πανίερος

πανίερος Koine-Griechisch


πανί

πανί mittelgriechisch πανίον Koine-Griechisch πάννος lateinisch pannus proto-indogermanisch *peh₂n- (ύφασμα)


πανηγυρισμός

πανηγυρισμός Koine-Griechisch πανηγυρίζω


πανηγύρι

πανηγύρι mittelgriechisch πανηγύριν Koine-Griechisch πανηγύριον, υποκοριστικό του (altgriechisch ) πανήγυρις


πανέρι

πανέρι mittelgriechisch πανέρι Koine-Griechisch πανάριον lateinisch panarium panis *pāstnis indoeuropäisch (Wurzel) *peh₂-


πανεράς

πανεράς πανέρι + -άς mittelgriechisch πανέρι Koine-Griechisch πανάριον lateinisch panarium


πανδέκτης

πανδέκτης Koine-Griechisch πανδέκτης altgriechisch πᾶς + δέκτης δέχομαι


παμψηφεί

παμψηφεί Koine-Griechisch παμψηφεί


παλληκάρι

παλληκάρι mittelgriechisch παλληκάρι(ν) / παλληκάριον / παληκάριν / παλλικάριον Koine-Griechisch παλλικάριον, υποκοριστικό του πάλληξ altgriechisch πάλλαξ


παλικάρι

παλικάρι mittelgriechisch παλικάρι(ν) / παλλικάριον / παλληκάριν / παλληκάριον Koine-Griechisch παλλικάριον, υποκοριστικό του πάλληξ altgriechisch πάλλαξ


παλιγγενεσία

παλιγγενεσία Koine-Griechisch παλιγγενεσία altgriechisch πάλιν + γένεσις


πάλι

πάλι Koine-Griechisch πάλι altgriechisch πάλιν


παλάτι

παλάτι Koine-Griechisch παλάτιον lateinisch palatium Palatinus (ένας vonυς επτά λόφους της Ρώμης)


παλαμίδα

παλαμίδα mittelgriechisch παλαμίδα Koine-Griechisch παλαμίς altgriechisch πηλαμύς


παιδοκτονία

παιδοκτονία Koine-Griechisch παιδοκτονία παιδί + -κτονία altgriechisch παιδοκτόνος


παιδοκόμος

παιδοκόμος (λόγιο) Koine-Griechisch παιδοκόμος. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδο- + -κόμος.


παιδιόθεν

παιδιόθεν Koine-Griechisch παιδίον + -θεν


παΐδι

παΐδι Koine-Griechisch παγίδιον


παιδαγώγηση

παιδαγώγηση Koine-Griechisch παιδαγώγησις altgriechisch παιδαγωγέω παιδαγωγός παῖς + ἄγω


παγώνω

παγώνω mittelgriechisch Koine-Griechisch παγῶ


παγώνι

παγώνι mittelgriechisch παώνιν Koine-Griechisch παών lateinisch pavo


παγιδεύω

παγιδεύω Koine-Griechisch παγιδεύω altgriechisch παγίς


οχύρωση

οχύρωση Koine-Griechisch ὀχύρωσις


οχλαγωγία

οχλαγωγία mittelgriechisch οχλαγωγία Koine-Griechisch ὀχλαγωγία altgriechisch ὄχλος + ἄγω


οφικιάλιος

οφικιάλιος Koine-Griechisch ὀφφικιάλιος lateinisch officialis officium opus / ops + facio


ουσιώδης

ουσιώδης Koine-Griechisch οὐσιώδης altgriechisch οὐσία


ουρητήρας

ουρητήρας (λόγιο) Koine-Griechisch οὐρητήρ (von αιτιατική τὸν οὐρητῆρα) με σημασία: ουρήθρα[1]


ουρανοβατώ

ουρανοβατώ Koine-Griechisch οὐρανοβατέω / οὐρανοβατῶ


ουραγός

ουραγός Koine-Griechisch οὐραγός οὐρά +ἄγω


ούγια

ούγια πιθανόν, mittelgriechisch οὔγια Koine-Griechisch ὤια ή ὠία ασυναίρετο για την altgriechisch ᾤα ή ὄα (άκρη υφάσματος, δέρμα προβάτου). siehe auch ὄϊς (πρόβατο). Δεν είναι πιθανό ένα αντιδάνειο von türkisch oya, arabisch προέλευσης.[1][2][3]


οστρύα

οστρύα Koine-Griechisch ὀστρύα / ὀστρύη / ὄστρυς / ὀστρυΐς


οστίτης

οστίτης Koine-Griechisch ὀστίτης altgriechisch ὀστοῦν


ορυχείο

ορυχείο Koine-Griechisch -ωρυχεῖον altgriechisch -ωρύχος ὀρύσσω proto-indogermanisch *h₃rewk- (σκάβω)


όρυζα

όρυζα Koine-Griechisch ὄρυζα


ορνιθώνας

ορνιθώνας Koine-Griechisch ὀρνιθών (αιτιατική:ὀρνιθῶνα) + -ας[1] > ὄρνις και κατάληξη των λεγόμενων περιεκτικών -ών


ορνιθοτροφείο

ορνιθοτροφείο Koine-Griechisch ὀρνιθοτροφεῖον



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback