παντρεύω Verb  [pantrevo, pantreyw]

  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu παντρεύω

παντρεύω mittelgriechisch παντρεύω και ὑπανδρεύω Koine-Griechisch ὕπανδρος (που είχε προφορά με [nd])[1] altgriechisch ὑπό + ἀνήρ


GriechischDeutsch
Δεν πρόκειται να παντρεύω κανέναν.Ich werde nicht irgendjemanden heiraten.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu παντρεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παντρεύωπαντρεύουμε, παντρεύομεπαντρεύομαιπαντρευόμαστε
παντρεύειςπαντρεύετεπαντρεύεσαιπαντρεύεστε, παντρευόσαστε
παντρεύειπαντρεύουν(ε)παντρεύεταιπαντρεύονται
Imper
fekt
πάντρευαπαντρεύαμεπαντρευόμουν(α)παντρευόμαστε, παντρευόμασταν
πάντρευεςπαντρεύατεπαντρευόσουν(α)παντρευόσαστε, παντρευόσασταν
πάντρευεπάντρευαν, παντρεύαν(ε)παντρευόταν(ε)παντρεύονταν, παντρευόντανε, παντρευόντουσαν
Aoristπάντρεψαπαντρέψαμεπαντρεύτηκαπαντρευτήκαμε
πάντρεψεςπαντρέψατεπαντρεύτηκεςπαντρευτήκατε
πάντρεψεπάντρεψαν, παντρέψαν(ε)παντρεύτηκεπαντρεύτηκαν, παντρευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παντρέψει
έχω παντρεμένο
έχουμε παντρέψει
έχουμε παντρεμένο
έχω παντρευτεί
είμαι παντρεμένος, -η
έχουμε παντρευτεί
είμαστε παντρεμένοι, -ες
έχεις παντρέψει
έχεις παντρεμένο
έχετε παντρέψει
έχετε παντρεμένο
έχεις παντρευτεί
είσαι παντρεμένος, -η
έχετε παντρευτεί
είστε παντρεμένοι, -ες
έχει παντρέψει
έχει παντρεμένο
έχουν παντρέψει
έχουν παντρεμένο
έχει παντρευτεί
είναι παντρεμένος, -η, -ο
έχουν παντρευτεί
είναι παντρεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα παντρέψει
είχα παντρεμένο
είχαμε παντρέψει
είχαμε παντρεμένο
είχα παντρευτεί
ήμουν παντρεμένος, -η
είχαμε παντρευτεί
ήμαστε παντρεμένοι, -ες
είχες παντρέψει
είχες παντρεμένο
είχατε παντρέψει
είχατε παντρεμένο
είχες παντρευτεί
ήσουν παντρεμένος, -η
είχατε παντρευτεί
ήσαστε παντρεμένοι, -ες
είχε παντρέψει
είχε παντρεμένο
είχαν παντρέψει
είχαν παντρεμένο
είχε παντρευτεί
ήταν παντρεμένος, -η, -ο
είχαν παντρευτεί
ήταν παντρεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παντρεύωθα παντρεύουμε, θα παντρεύομεθα παντρεύομαιθα παντρευόμαστε
θα παντρεύειςθα παντρεύετεθα παντρεύεσαιθα παντρεύεστε, θα παντρευόσαστε
θα παντρεύειθα παντρεύουν(ε)θα παντρεύεταιθα παντρεύονται
Fut
ur
θα παντρέψωθα παντρέψουμε, θα παντρέψομεθα παντρευτώθα παντρευτούμε
θα παντρέψειςθα παντρέψετεθα παντρευτείςθα παντρευτείτε
θα παντρέψειθα παντρέψουν(ε)θα παντρευτείθα παντρευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παντρέψει
θα έχω παντρεμένο
θα έχουμε παντρέψει
θα έχουμε παντρεμένο
θα έχω παντρευτεί
θα είμαι παντρεμένος, -η
θα έχουμε παντρευτεί
θα είμαστε παντρεμένοι, -ες
θα έχεις παντρέψει
θα έχεις παντρεμένο
θα έχετε παντρέψει
θα έχετε παντρεμένο
θα έχεις παντρευτεί
θα είσαι παντρεμένος, -η
θα έχετε παντρευτεί
θα είστε παντρεμένοι, -ες
θα έχει παντρέψει
θα έχει παντρεμένο
θα έχουν παντρέψει
θα έχουν παντρεμένο
θα έχει παντρευτεί
θα είναι παντρεμένος, -η, -ο
θα έχουν παντρευτεί
θα είναι παντρεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παντρεύωνα παντρεύουμε, να παντρεύομενα παντρεύομαινα παντρευόμαστε
να παντρεύειςνα παντρεύετενα παντρεύεσαινα παντρεύεστε, να παντρευόσαστε
να παντρεύεινα παντρεύουν(ε)να παντρεύεταινα παντρεύονται
Aoristνα παντρέψωνα παντρέψουμε, να παντρέψομενα παντρευτώνα παντρευτούμε
να παντρέψειςνα παντρέψετενα παντρευτείςνα παντρευτείτε
να παντρέψεινα παντρέψουν(ε)να παντρευτείνα παντρευτούν(ε)
Perfνα έχω παντρέψει
να έχω παντρεμένο
να έχουμε παντρέψει
να έχουμε παντρεμένο
να έχω παντρευτεί
να είμαι παντρεμένος, -η
να έχουμε παντρευτεί
να είμαστε παντρεμένοι, -ες
να έχεις παντρέψει
να έχεις παντρεμένο
να έχετε παντρέψει
να έχετε παντρεμένο
να έχεις παντρευτεί
να είσαι παντρεμένος, -η
να έχετε παντρευτεί
να είστε παντρεμένοι, -ες
να έχει παντρέψει
να έχει παντρεμένο
να έχουν παντρέψει
να έχουν παντρεμένο
να έχει παντρευτεί
να είναι παντρεμένος, -η, -ο
να έχουν παντρευτεί
να είναι παντρεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπάντρευεπαντρεύετεπαντρεύεστε
Aoristπάντρεψεπαντρέψτε, παντρεύτεπαντρέψουπαντρευτείτε
Part
izip
Presπαντρεύοντας
Perfέχοντας παντρέψει, έχοντας παντρεμένοπαντρεμένος, -η, -οπαντρεμένοι, -ες, -α
InfinAoristπαντρέψειπαντρευτεί











Griechische Definition zu παντρεύω

παντρεύω [pandrévo] -ομαι : 1. φροντίζω (μεσολαβώντας, ή προσφέροντας υπηρεσίες ή μέσα) να συνάψει κάποιος ή κάποια νόμιμο γάμο: Έχει να παντρέψει δύο κόρες. Πάντρεψε την κόρη του με τον υπάλληλό του. || (για τον ιερέα): Tους πάντρεψε ο παπάς της ενορίας τους. || (για τον κουμπάρο): Ποιος θα τους παντρέψει; Θες να μας παντρέψεις;, να γίνεις κουμπάρος μας; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback