Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ορκωμοσία

ορκωμοσία (λόγιο) Koine-Griechisch ὁρκωμοσία ὁρκωμότης ὅρκος + ὄμνυμι (το ω> (ὁρκωμοσία) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)


οριστική

οριστική Koine-Griechisch ὁριστική


ορισμός

ορισμός (λόγιο) altgriechisch ὁρισμός ὁρίζω ὅρος. Για τη σημασία «επιθυμία, διαταγή», Koine-Griechisch ὁρισμός (ψήφισμα, θέσπισμα)[1]


οριοθετώ

οριοθετώ Koine-Griechisch ὁριοθετῶ


ορθοποδώ

ορθοποδώ Koine-Griechisch ὀρθοποδέω / ὀρθοποδῶ altgriechisch ὀρθός + πούς


ορθοποδίζω

ορθοποδίζω mittelgriechisch ὀρθοποδίζω Koine-Griechisch ὀρθοποδέω / ὀρθοποδῶ altgriechisch ὀρθός + πούς


ορθομαρμάρωση

ορθομαρμάρωση mittelgriechisch ὀρθομαρμάρωσις ὀρθομαρμαρώνω ὀρθός + Koine-Griechisch μαρμαρόω / μαρμαρῶ μάρμαρον


ορθόδοξος

ορθόδοξος Koine-Griechisch ὀρθόδοξος altgriechisch ὀρθός + δόξα


ορθογραφία

ορθογραφία Koine-Griechisch ὀρθογραφία


ορειβασία

ορειβασία Koine-Griechisch ὀρειβασία altgriechisch ὀρειβάτης ὄρος + βαίνω ((Lehnbedeutung) englisch mountaineering)


οργιά

οργιά Koine-Griechisch ὀργυιά altgriechisch ὄργυια


οργάνωση

οργάνωση Koine-Griechisch ὀργάνωσις ((Lehnbedeutung) französisch organisation)


οπουδήποτε

οπουδήποτε (λόγιο) Koine-Griechisch ὁπουδήποτε, (Lehnbedeutung) lateinisch ubicumque altgriechisch ὅπου + -δήποτε[1] Συγχρονικά αναλύεται σε όπου + -δήποτε.


οπλοφορία

οπλοφορία Koine-Griechisch ὁπλοφορία altgriechisch ὁπλοφόρος


οπλουργός

οπλουργός Koine-Griechisch ὁπλουργός


οπλοποιός

οπλοποιός Koine-Griechisch ὁπλοποιός


οπισθοδρομώ

οπισθοδρομώ Koine-Griechisch ὀπισθοδρομέω / ὀπισθοδρομῶ ὀπισθοδρόμος altgriechisch ὄπισθεν + δρόμος (2.(Lehnbedeutung) französisch rétrograder)


όπιο

όπιο Koine-Griechisch ὄπιον altgriechisch ὀπός


οξεία

οξεία Koine-Griechisch ὀξεῖα substantiviertes Femininum des Adjektivs: ὀξύς


οξαλίδα

οξαλίδα Koine-Griechisch ὀξαλίς altgriechisch ὄξος ὀξύς indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ḱrós


ονοματοποιία

ονοματοποιία (λόγιο) Koine-Griechisch ὀνοματοποιία[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε ονοματο- + -ποιία


ονοματοποίηση

ονοματοποίηση (λόγιο) Koine-Griechisch ὀνοματοποίη(σις) + -ση, (Lehnübersetzung) englisch nominalization.[1] Αναλύεται σε ονοματο- + -ποίηση


ονοματοθεσία

ονοματοθεσία Koine-Griechisch ὀνοματοθεσία


ονοματίζω

ονοματίζω Koine-Griechisch ὀνοματίζω altgriechisch ὄνομα


ονομαστική

ονομαστική Koine-Griechisch ὀνομαστική


ονειροπόληση

ονειροπόληση Koine-Griechisch ὀνειροπόλησις altgriechisch ὀνειροπολέω / ὀνειροπολῶ ὀνειροπόλος ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω


ονειροπόλημα

ονειροπόλημα Koine-Griechisch ὀνειροπόλημα altgriechisch ὀνειροπολέω / ὀνειροπολῶ ὀνειροπόλος ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω ((Lehnbedeutung) französisch rêverie)


ονειροκρίτης

ονειροκρίτης Koine-Griechisch ὀνειροκρίτης altgriechisch ὄνειρον / ὄνειρος + κριτής


όναγρος

όναγρος Koine-Griechisch ὄναγρος altgriechisch ὄνος + ἄγριος


ομόψυχος

ομόψυχος Koine-Griechisch ὁμόψυχος


ομοψυχία

ομοψυχία Koine-Griechisch ὁμοψυχία ὁμόψυχος ὁμός +ψυχή


ομοφυλία

ομοφυλία Koine-Griechisch ὁμοφυλία altgriechisch ὁμόφυλος ὁμοῦ + φίλος


ομοιοκαταληξία

ομοιοκαταληξία Koine-Griechisch ὁμοιοκαταληξία


ομοιογένεια

ομοιογένεια Koine-Griechisch ὁμοιογένεια altgriechisch ὁμοιογενής ὅμοιος + γένος ((Lehnbedeutung) französisch homogénéité), αναλύεται ομοιο- + -ο- + -γένεια


ομογένεια

ομογένεια Koine-Griechisch ὁμογένεια altgriechisch ὁμογενής


ομιλώ

ομιλώ Koine-Griechisch ὁμιλῶ altgriechisch ὁμιλέω


ολοψύχως

ολοψύχως Koine-Griechisch ὁλοψύχως


ολόψυχος

ολόψυχος Koine-Griechisch ὁλόψυχος altgriechisch ὅλος + ψυχή


ολότελα

ολότελα Koine-Griechisch ὁλοτελῶς ὁλοτελής


ολόσωμος

ολόσωμος Koine-Griechisch ὁλόσωμος


ολοστρόγγυλος

ολοστρόγγυλος Koine-Griechisch ὁλοστρόγγυλος. Μορφολογικά, ολο- + στρογγύλος, στρογγυλός.


ολονύκτιος

ολονύκτιος Koine-Griechisch ὁλονύκτιος ὅλος + νύξ


ολόμαυρος

ολόμαυρος mittelgriechisch ὁλόμαυρος ὁλο- + Koine-Griechisch μαῦρος / μαυρός


ολογράφως

ολογράφως Koine-Griechisch ὁλόγραφος


ολιγοψυχώ

ολιγοψυχώ Koine-Griechisch ὀλιγοψυχῶ


ολιγόψυχος

ολιγόψυχος Koine-Griechisch ὀλιγόψυχος


ολιγοψυχία

ολιγοψυχία Koine-Griechisch ὀλιγοψυχία altgriechisch ὀλίγος + ψυχή


ολιγόχρονος

ολιγόχρονος Koine-Griechisch ὀλιγόχρονος ὀλίγος + χρόνος


ολιγόπιστος

ολιγόπιστος Koine-Griechisch ὀλιγόπιστος altgriechisch ὀλίγος + πίστις


οκρίβαντας

οκρίβαντας Koine-Griechisch ὀκρίβας ὄκρις + βαίνω


οκνηρία

οκνηρία Koine-Griechisch ὀκνηρία ὀκνηρός


οκλαδόν

οκλαδόν Koine-Griechisch ὀκλαδόν ὀκλάζω, γονατίζω


οιωνοσκοπία

οιωνοσκοπία Koine-Griechisch οἰωνοσκοπία altgriechisch οἰωνοσκόπος


οινοποιία

οινοποιία Koine-Griechisch οἰνοποιία


οινοποίηση

οινοποίηση Koine-Griechisch οἰνοποιέω οἰνοποιός


οικτίρμων

οικτίρμων Koine-Griechisch οἰκτίρμων


οικουμενισμός

οικουμενισμός (entlehnt aus) französisch œcuménisme Koine-Griechisch οἰκουμενικός


οικουμενικότητα

οικουμενικότητα λόγια λέξη von Koine-Griechisch οἰκουμενικός


οικουμενικός

οικουμενικός (λόγιο) Koine-Griechisch οἰκουμενικός οἰκουμένη (εννοείται γῆ) οἰκῶ


οικοσκευή

οικοσκευή Koine-Griechisch οἰκοσκευή


οικοδομή

οικοδομή Koine-Griechisch οἰκοδομή


οικοδεσπότης

οικοδεσπότης Koine-Griechisch οἰκοδεσπότης οἶκος + δεσπότης


οικοδέσποινα

οικοδέσποινα Koine-Griechisch οἰκοδέσποινα οἶκος + δέσποινα


οικείωση

οικείωση (λόγιο) Koine-Griechisch οἰκείω(σις) («οικειοποίηση») + -ση[1] οἰκειόω / οἰκειῶ οἰκεῖος οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


οικειοποιούμαι

οικειοποιούμαι (λόγιο) Koine-Griechisch οἰκειοποιέομαι, οἰκειοποιοῦμαι οἰκεῖον + ποιέομαι, ποιοῦμαι


οιηματίας

οιηματίας Koine-Griechisch οἰηματίας οἴομαι


όζαινα

όζαινα Koine-Griechisch ὄζαινα altgriechisch ὄζω


οδόστρωση

οδόστρωση Katharevousa ὁδόστρωσις Koine-Griechisch ὁδοστρωσία altgriechisch ὁδός + στρώννυμι


οδήγηση

οδήγηση Koine-Griechisch ὁδήγησις altgriechisch ὁδηγῶ ὁδός + -ηγῶ ἄγω


ξυστρίζω

ξυστρίζω ξυστρί + -ίζω Koine-Griechisch ξυστρίον, υποκοριστικό του altgriechisch ξύστρον


ξυστρί

ξυστρί Koine-Griechisch ξυστρίον, υποκοριστικό του altgriechisch ξύστρον


ξύστρα

ξύστρα Koine-Griechisch ξύστρα altgriechisch ξέω


ξυπνώ

ξυπνώ mittelgriechisch ξυπνῶ Koine-Griechisch ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


ξυπνός

ξυπνός mittelgriechisch ξυπνός Koine-Griechisch ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


ξύπνημα

ξύπνημα ξυπνώ + -μα mittelgriechisch ξυπνῶ Koine-Griechisch ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


ξυλουργός

ξυλουργός Koine-Griechisch ξυλουργός altgriechisch ξύλον + ἔργον


ξυλουργείο

ξυλουργείο ξυλουργός + -είο Koine-Griechisch ξυλουργός altgriechisch ξύλον + ἔργον


ξυλεύομαι

ξυλεύομαι Koine-Griechisch ξυλεύομαι


ξυλεία

ξυλεία Koine-Griechisch ξυλεία ξυλεύω altgriechisch ξύλον


ξυλάγγουρο

ξυλάγγουρο ξύλο + -ο- + αγγούρι ( mittelgriechisch αγγούρι(ν) Koine-Griechisch ἀγγούριον ἄγγουρον arabisch آجُرّ (ʾājurr) aramäisch ???????????????? ‎(*ʾaggor /ʾgwr/) akkadisch ???????????????? (agurru, ukurru) sumerisch ‎al.ùr.(r)a) + -ο


ξοδιάζω

ξοδιάζω mittelgriechisch ξοδιάζω και ἐξοδιάζω Koine-Griechisch ἐξοδιάζω[1] ἔξοδος


ξοδεύω

ξοδεύω mittelgriechisch ξοδεύω Koine-Griechisch ἐξοδεύω ἔξοδος


ξιφουλκώ

ξιφουλκώ Koine-Griechisch ξιφουλκέω / ξιφουλκῶ altgriechisch ξιφουλκός ξῐ́φος + ἕλκω ((Lehnübersetzung) französisch tirer l’épée)


ξίδι

ξίδι mittelgriechisch ξίδι οξίδιν Koine-Griechisch ὀξίδιον altgriechisch ὄξος


ξίγκι

ξίγκι mittelgriechisch ξύγκι(ν) οξύγκιν Koine-Griechisch ὀξύγγιον, υποκοριστικό του ἀξουγγία lateinisch axungia axis + ungo


ξι

ξι Koine-Griechisch ξῖ ξεῖ φοινικικό


ξηροφθαλμία

ξηροφθαλμία Koine-Griechisch ξηρός και ὀφθαλμός


ξηροφαγία

ξηροφαγία Koine-Griechisch ξηροφαγία altgriechisch ξηρός + -φαγία


ξηλώνω

ξηλώνω εξηλώνω Koine-Griechisch ἐξηλόω ἐξ + ἧλος (καρφί)


ξεχωρίζω

ξεχωρίζω mittelgriechisch von αόριστο ἐξεχώρισα Koine-Griechisch ἐκχωρίζω


ξέφωτο

ξέφωτο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ξέφωτος mittelgriechisch ξέφωτος ἐκφωτίζω Koine-Griechisch ἐκφωτίζω ἐκ + φωτίζω altgriechisch φάος / φῶς proto-griechisch *pʰáos indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéh₂os *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)


ξεφωνώ

ξεφωνώ mittelgriechisch von αόριστο ἐξεφώνησα Koine-Griechisch ἐκφωνέω


ξεφωνίζω

ξεφωνίζω mittelgriechisch von αόριστο ἐξεφώνησα Koine-Griechisch ἐκφωνέω


ξεφτέρι

ξεφτέρι mittelgriechisch ξεφτέριν ξυπτέριν ἐξυπτέριον Koine-Griechisch ὀξυπτέριον (για το γεράκι και την ταχύτητά του)[1] altgriechisch ὠκύπτερος ὀξύς, ὠκύς + πτέρυξ indoeuropäischς αρχής, όπως και η συγγενής lateinisch λέξη accipiter (με αιχμηρά φτερά)[2]


ξέφραγος

ξέφραγος mittelgriechisch ξέφραγος ξεφράζω Koine-Griechisch ἐκφράσσω


ξεφούρνισμα

ξεφούρνισμα ξεφουρνίζω + -μα φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


ξεφουρνίζω

ξεφουρνίζω ξε + φουρνίζω φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


ξεσυνερίζομαι

ξεσυνερίζομαι ξε + συνερίζομαι Koine-Griechisch ξεσυνερίζομαι, Passiv von συνερίζω σύν + ἐρίζω ἔρις indoeuropäisch (Wurzel) *ere- (χωρίζω)


ξέστρωτος

ξέστρωτος mittelgriechisch ξέστρωτος ξεστρώνω + -τος ξε- + στρώνω Koine-Griechisch στρωννύω / στρώννυμι altgriechisch στόρνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *sterh₃- (τείνω, εκτείνω, εξαπλώνω)


ξεριζώνω

ξεριζώνω mittelgriechisch (ἐ)ξεριζώνω Koine-Griechisch ἐκριζόω / ἐκριζῶ altgriechisch ῥίζα



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback