Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



υποδιοικητής

υποδιοικητής Koine-Griechisch ὑποδιοικητής ὑπο- + διοικητής


υποδουλώνω

υποδουλώνω mittelgriechisch ὑποδουλῶ + -ώνω Koine-Griechisch ὑπόδουλος ὑπό + altgriechisch δοῦλος


υποδοχέας

υποδοχέας (λόγιο) Koine-Griechisch ὑποδοχεύς (ὑπο- + δοχεύς), Lehnübersetzung von englisch socket[1] & französisch récepteur[2]


υποκαθιστώ

υποκαθιστώ υπο- + καθιστώ Koine-Griechisch ὑποκαθίστημι με μεταπλασμό κατά το καθίστημι


υποκατάστατο

υποκατάστατο Koine-Griechisch ὑποκατάστα(σις) + -ση


υποκλέπτω

υποκλέπτω Koine-Griechisch ὑποκλέπτω (altgriechisch ὑποκλέπτομαι) ὑπό + κλέπτω


υπόκλιση

υπόκλιση Koine-Griechisch ὑπόκλισις


υποκοριστικός

υποκοριστικός Koine-Griechisch ὑποκοριστικός


υπομονεύω

υπομονεύω Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω


υπονόμευση

υπονόμευση υπονομεύω + -ση Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω


υπονομευτής

υπονομευτής Koine-Griechisch ὑπονομευτής ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω


υπονομεύω

υπονομεύω Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος


υποσημείωση

υποσημείωση Koine-Griechisch ὑποσημείωσις


υποσκάπτω

υποσκάπτω Koine-Griechisch ὑποσκάπτω (ίδια σημασία) altgriechisch ὑποσκάπτω


υποστατικό

υποστατικό Koine-Griechisch ὑποστατικόν


υποστηρίζω

υποστηρίζω Koine-Griechisch ὑποστηρίζω ὑπό + altgriechisch στηρίζω


υποστήριξη

υποστήριξη Katharevousa υποστήριξις υποστηρίζω + -σις/-ση Koine-Griechisch ὑποστηρίζω altgriechisch στηρίζω


υποστύλωμα

υποστύλωμα Koine-Griechisch ὑποστύλωμα ὑποστυλόω/ὑποστυλῶ στῦλος


υποστυλώνω

υποστυλώνω Koine-Griechisch ὑποστυλόομαι ὑπόστυλος altgriechisch στῦλος


υποστύλωση

υποστύλωση Koine-Griechisch ὑποστύλωσις ὑποστυλόομαι ὑπόστυλος altgriechisch στῦλος


υποταγή

υποταγή Koine-Griechisch ὑποταγή ὑποτάσσω


υπόταξη

υπόταξη Katharevousa ὑπόταξις (ὑπότακ-σις + -ση) Koine-Griechisch ὑπόταξις ὑπο- + τάξις. Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + τάξη[1]


υποτάσσω

υποτάσσω Koine-Griechisch ὑποτάσσω ὑπό + altgriechisch τάσσω ((Lehnbedeutung) französisch subordonner)


υποτίμηση

υποτίμηση Koine-Griechisch ὑποτίμησις altgriechisch ὑποτιμάω / ὑποτιμῶ τιμάω / τιμῶ (1. (Lehnbedeutung) französisch dévaluation)


υστεροβουλία

υστεροβουλία Koine-Griechisch ὑστεροβουλία


υστεροφημία

υστεροφημία Koine-Griechisch ὑστεροφημία altgriechisch ὕστερος + φήμη


ύφαλος

ύφαλος (λόγιο) Koine-Griechisch «αἱ ὕφαλοι» (εννοείται «πέτραι» θηλυκό, πληθυντικός)[1] ὕφαλος (υποθαλάσσιος) ὑπό + ἅλς (με δάσυνση του π σε φ λόγω του δασυνόμενου α)


ύφανση

ύφανση Koine-Griechisch ὕφανσις altgriechisch ὑφαίνω indoeuropäisch (Wurzel) *webʰ- (υφαίνω, πλέκω)


υφέν

υφέν Koine-Griechisch ὑφέν ὑφ’ + ἕν altgriechisch εἷς


ύφεση

ύφεση (λόγιο) Koine-Griechisch ὕφε(σις) (χαλάρωση των χορδών μουσικού οργάνου, ελάττωση)+ -ση[1] ὑφίημαι (υποχωρώ) ὑπό (ύφ-) ἵημι.


υφήλιος

υφήλιος (λόγιο) Koine-Griechisch ὑφήλιος (εννοείται: γῆ)[1] ὑπό (υφ-) + ἥλι(ος) + -ος (που βρίσκεται κάτω von ήλιο)


υψώνω

υψώνω Koine-Griechisch ὑψόω / ὑψῶ altgriechisch ὕψος


φαλκιδεύω

φαλκιδεύω Koine-Griechisch φαλκίδιον, von ρωμαϊκό Φαλκίδειο νόμο (lex Falcidia), που θεσπίστηκε von Ρωμαίο δήμαρχο Falcidius κατά το έτος 714 από κτίσεως Ρώμης (40 π.Χ). Ο νόμος προέβλεπε πως κάποιος μπορούσε να διαθέσει τα τρία τέταρτα της περιουσίας του όπως επιθυμούσε αλλά το ένα τέταρτο θα έπρεπε να το δώσει στους κληρονόμους του.


φανερώνω

φανερώνω Koine-Griechisch φανερόω, -ῶ φανερός


φανέρωση

φανέρωση Koine-Griechisch φανέρωσις


φαντασίωση

φαντασίωση Katharevousa και mittelgriechisch φαντασίωσις Koine-Griechisch φαντασιόω-φαντασιῶ[1][2]


φαρμακείο

φαρμακείο (entlehnt aus) französisch pharmacie spätlateinisch pharmacia Koine-Griechisch φαρμακία altgriechisch φαρμακεία φάρμακον proto-griechisch *pʰármakon


φαρμακοτρίφτης

φαρμακοτρίφτης Koine-Griechisch φαρμακοτρίπτης altgriechisch φαρμακοτρίβης φάρμακον + τρίβω


φάσκελο

φάσκελο Koine-Griechisch σφάκελος


φασόλι

φασόλι mittelgriechisch φασόλιν *φασιόλιον ή *φασηόλιον με αποβολή του ημιφώνου μεταξύ [s] και φωνήεντος υποκοριστικό για την Koine-Griechisch φασίολος αντιδάνειο από τη lateinisch phasiolus, phăsĕŏlus (făsĕŏlus) υποκοριστικό του phaselus (φασόλι· πλοιάριο με σχήμα φασολιού) altgriechisch φάσηλος[1] (που ήταν του γένους Vigna και όχι Φασιόλου) πιθανόν δάνειο από μεσογειακή μη indoeuropäisch γλώσσα.[2] siehe auch φασούλι, φασούλιν.


φατνίο

φατνίο Koine-Griechisch φατνίον, υποκοριστικό του φάτνη


φατρία

φατρία Koine-Griechisch altgriechisch φρατρία φράτρα proto-griechisch *pʰrā́tēr proto-indogermanisch *bʰréh₂tēr (αδερφός)


φατριάζω

φατριάζω φατρία + -άζω Koine-Griechisch φατρία altgriechisch φρατρία φράτρα proto-griechisch *pʰrā́tēr proto-indogermanisch *bʰréh₂tēr (αδερφός)


φεγγοβολώ

φεγγοβολώ Koine-Griechisch ή μεταγενέστερη φεγγοβολῶ


φερειπείν

φερειπείν Koine-Griechisch φέρ' εἰπεῖν φέρω + εἰπεῖν


φέρετρο

φέρετρο (λόγιο) Koine-Griechisch φέρετρον[1][2] altgriechisch φέρτρον φέρω


φέτος

φέτος mittelgriechisch φέτος Koine-Griechisch ἐφέτος ἐπ’ ἔτος (το φ κατ’ αναλογία προς το ἐφ’ ἡμέραν· → siehe: μεθαύριο)


φθειρίαση

φθειρίαση Koine-Griechisch φθειρίασις altgriechisch φθείρ


φίδι

φίδι mittelgriechisch φίδιν Koine-Griechisch ὀφίδιον ὀφιίδιον υποκοριστικό του ὄφις + -ίδιον


φιλευσπλαχνία

φιλευσπλαχνία φιλεύσπλαχνος + -ία Koine-Griechisch φιλεύσπλαγχνος φίλος + εὔσπλαγχνος εὖ + altgriechisch σπλάγχνον proto-indogermanisch *spelgh- (σπλήνα)


φιλοφρόνηση

φιλοφρόνηση Koine-Griechisch φιλοφρόνησις altgriechisch φιλοφρονέομαι φίλος + φρονέω ( φρήν)


φίμωτρο

φίμωτρο Koine-Griechisch φίμωτρον


φισέκι

φισέκι türkisch fişek [1] persisch فشنگ (fešang) Koine-Griechisch φυσίγγιον [2], υποκοριστικό του φῦσιγξ (αντιδάνειο)


φιστικιά

φιστικιά Koine-Griechisch πιστάκιον από persisch λέξη (ίσως pistah) με επίδραση του τουρκικού fıstık από arabisch προφορά πιθανόν της ίδιας λέξης με την persisch


φκιασίδι

φκιασίδι φτιασίδι mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι)


φλαμούρι

φλαμούρι Koine-Griechisch φλάμμουλα lateinisch flammula flamma


φλασκί

φλασκί mittelgriechisch φλασκίον Koine-Griechisch φλάσκη


φλόμος

φλόμος Koine-Griechisch φλόμος (Maskulinum) altgriechisch φλόμος (Femininum)


φλομώνω

φλομώνω mittelgriechisch φλομώνω Koine-Griechisch φλόμος (Maskulinum) altgriechisch φλόμος (Femininum)


φλούδα

φλούδα mittelgriechisch φλούδα φλούδι + -α φλούδιον Koine-Griechisch φλοῦς altgriechisch φλοιός φλέω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰlew- (φουσκώνω, ρέω)


φοβερίζω

φοβερίζω Koine-Griechisch φοβερίζω altgriechisch φοβερός


φοβίζω

φοβίζω Koine-Griechisch φοβίζω altgriechisch φοβέω, φοβῶ


φούντα

φούντα Koine-Griechisch φοῦνδα funda (σφεντόνα) indoeuropäisch (Wurzel) *sp(h)end-


φουντούκι

φουντούκι (αντιδάνειο) türkisch fındık Koine-Griechisch ποντικόν (= το προερχόμενο εκ του πόντου, το θαλασσινό) κάρυον, καρύδι


φούντωμα

φούντωμα φουντώνω + -μα φούντα Koine-Griechisch φοῦνδα funda (σφεντόνα) indoeuropäisch (Wurzel) *sp(h)end-


φουντώνω

φουντώνω φούντα Koine-Griechisch φοῦνδα funda (σφεντόνα) indoeuropäisch (Wurzel) *sp(h)end-


φούρκα

φούρκα Koine-Griechisch φοῦρκα ( lateinisch furca)


φουρνάρικο

φουρνάρικο φούρνος + -άρικο Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φουρνιά

φουρνιά φούρ-νος + -ιά Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φουρνίζω

φουρνίζω mittelgriechisch φουρνίζω Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φούρνισμα

φούρνισμα φουρνίζω + -μα φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φούρνος

φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φουστάνι

φουστάνι από τη mittelgriechisch λέξη φουστάνι von βενετσιάνικο fustagno von lateinisch fustaneum από τη lateinisch λέξη fustis (ξύλο) που χρησιμοποιήσαν οι Λατίνοι για να μεταφράσουν κατά λέξη την Koine-Griechisch ξύλινο για το βαμβακερό ύφασμα υπάρχει επίσης η ερμηνεία ότι η λέξη ίσως προέρχεται von τότε αιγυπτιακή πρωτεύουσα Fustat (σημερινό Fostat, έξω von Κάιρο) όπου υφαινόταν ένα ειδικό ύφασμα


φραγγέλιο

φραγγέλιο Koine-Griechisch φραγγέλιον lateinisch flagellum (υποκοριστικό του flagrum) + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


φρεναπάτη

φρεναπάτη Koine-Griechisch φρεναπατάω / φρεναπάτης + -η altgriechisch φρήν + ἀπάτη


φρονηματισμός

φρονηματισμός Koine-Griechisch φρονηματισμός altgriechisch φρονηματίζομαι φρόνημα φρονέω φρήν


φρουμάζω

φρουμάζω Koine-Griechisch φριμάω / φριμῶ altgriechisch φριμάσσομαι Onomatopoetikum


φρύδι

φρύδι mittelgriechisch φρύδι Koine-Griechisch ὀφρύδιον, υποκοριστικό τού (altgriechisch ) ὀφρῦς / ὀφρύς indoeuropäisch (Wurzel) *h₃bʰrúHs, *bʰruH


φταρνίζομαι

φταρνίζομαι Koine-Griechisch πτέρνομαι altgriechisch πτάρνῠμαι πταίρω


φτήνια

φτήνια φτηνός + -ια ή mittelgriechisch φτηνιά Koine-Griechisch εὐθηνία (αφθονία, ιδίως τροφίμων ή σιτηρών -και δωρεάν διανομή τους) altgriechisch εὐθηνέω (με επίδραση και της λέξης εὐθένεια: αφθονία)


φτιασίδι

φτιασίδι mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι)


φτιασιδώνω

φτιασιδώνω φτιασίδι + -ώνω mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / φκιασιδώνω


φυγόδικος

φυγόδικος Koine-Griechisch φυγόδικος altgriechisch φεύγω + δίκη


φυλακίζω

φυλακίζω Koine-Griechisch φυλακίζω


φύραμα

φύραμα Koine-Griechisch φύραμα altgriechisch φυράω -φυρώ


φυσίγγιο

φυσίγγιο Koine-Griechisch φυσίγγιον, υποκοριστικό του φυσίγγη φῦσιγξ


φυτώριο

φυτώριο Koine-Griechisch φυτώριον (3. (Lehnbedeutung) englisch seminary)


φωστήρας

φωστήρας Koine-Griechisch φωστήρ (λαμπτήρας) altgriechisch φάος / φῶς ((Lehnbedeutung) französisch luminaire)


φωταγωγός

φωταγωγός (λόγιο) Koine-Griechisch φωταγωγός (αυτός που φωτίζει) von έκφραση «ἡ φωταγωγός θυρίς» (παράθυρο). Συγχρονικά αναλύεται σε φωτ- + -αγωγός. siehe auch το αρχαίο ρήμα ἄγω[1][2]


φώτιση

φώτιση Koine-Griechisch φώτισις φωτίζω


χαιρεκακία

χαιρεκακία Koine-Griechisch χαίρω + κακία


χαιρετίζω

χαιρετίζω Koine-Griechisch χαιρετίζω


χαλαζίας

χαλαζίας Koine-Griechisch χαλαζίας


χαλιναγωγώ

χαλιναγωγώ Koine-Griechisch χαλιναγωγέω χαλινός + ἄγω


χαλκουργός

χαλκουργός Koine-Griechisch χαλκουργός χαλκός + ἔργον


χαμαιτυπείο

χαμαιτυπείο Koine-Griechisch χαμαιτυπεῖον χαμαιτύπη (=πόρνη) altgriechisch χαμαί + τυπή / τύπτω (επειδή οι πόρνες φορούσαν σανδάλια με ανάγλυφο πάτο, von οποίο γράφονταν στο χώμα "ΕΠΟΥ" δηλαδή "ακολούθα")


χαμοκέρασο

χαμοκέρασο Koine-Griechisch χαμαικέρασος (η φραουλιά)


χαμομήλι

χαμομήλι Koine-Griechisch χαμαίμηλον


χάνω

χάνω κατά το σχήμα έφθασα-φθάνω, έπιασα-πιάνω mittelgriechisch χάνω μεσαιωνικά ελληνικά ἔχασα, ἐχάσα Koine-Griechisch αόριστος *ἐχάωσα (απαρέμφατο χαῶσαι) - *χαώνω του ρήματος χαόω - χαῶ χάος[1][2]


χαραγή

χαραγή Koine-Griechisch χαράσσω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback