Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ταμιευτήριο

ταμιευτήριο Koine-Griechisch ταμιευτήριον altgriechisch ταμιεύω ταμίας τέμνω proto-indogermanisch *tm̥-n-h₂- *temh₂- ‎(κόβω)


ταξίδι

ταξίδι mittelgriechisch ταξίδιον Koine-Griechisch ταξείδιον (=εκστρατεία) altgriechisch τάξις + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον[1]


ταπεινοφροσύνη

ταπεινοφροσύνη Koine-Griechisch ταπεινόφρων


ταπετσαρία

ταπετσαρία italienisch tappezzeria tappezziere tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)


ταπετσάρισμα

ταπετσάρισμα ταπετσάρω + -ισμα italienisch tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)


ταπετσάρω

ταπετσάρω italienisch tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)


ταπετσιέρης

ταπετσιέρης venezianisch tapezier / italienisch tappezziere tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)


ταυροκαθάψια

ταυροκαθάψια Koine-Griechisch ταυροκαθάψια altgriechisch ταῦρος + Koine-Griechisch κάθαψις altgriechisch καθάπτω κατά + ἅπτω


ταυρομαχία

ταυρομαχία Koine-Griechisch


ταχυδρόμος

ταχυδρόμος Koine-Griechisch ταχυδρόμος (αυτός που τρέχει γρήγορα) ταχύς + δρόμος


τειχοδομία

τειχοδομία Koine-Griechisch τειχοδομία τειχοδόμος altgriechisch τεῖχος + δομέω / δομῶ


τεκμηρίωση

τεκμηρίωση Koine-Griechisch τεκμηρίωσις altgriechisch τεκμηριόω / τεκμηριῶ


τεκνοποίηση

τεκνοποίηση Koine-Griechisch τεκνοποίησις altgriechisch τεκνοποιέω / τεκνοποιῶ τέκνον ( proto-griechisch *tíktō proto-indogermanisch *tí-tḱ-e-ti *teḱ-: τίκτω, γεννώ) + ποιέω / ποιῶ ( ποιϝέω‎ *ποιϝός ‎ proto-indogermanisch *kʷei-u-: μαζεύω, συγκεντρώνω)


τέλεση

τέλεση Koine-Griechisch τέλεσις altgriechisch τελέω / τελῶ τέλος proto-indogermanisch *kʷel- (κινώ, στρίβω) ((Lehnbedeutung) englisch performance)


τελετουργία

τελετουργία Koine-Griechisch τελετή + -ουργία ( ἔργον)


τελωνείο

τελωνείο Koine-Griechisch τελωνεῖον / τελώνιον altgriechisch τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)


τερατούργημα

τερατούργημα Koine-Griechisch τερατο- + έργο + -ημα


τερματίζω

τερματίζω Koine-Griechisch τερματίζω altgriechisch τέρμα proto-indogermanisch *térmn̥ (τέρμα, όριο)


τερματισμός

τερματισμός τερματίζω + -μός Koine-Griechisch τερματίζω altgriechisch τέρμα proto-indogermanisch *térmn̥ (τέρμα, όριο)


τεσσαρακονταετία

τεσσαρακονταετία Koine-Griechisch τεσσαρακονταετία altgriechisch τεσσαράκοντα + ἔτος


τετράρχης

τετράρχης (λόγιο) Koine-Griechisch τετράρχης. Συγχρονικά αναλύεται σε τετρα- + -άρχης


τεύχος

τεύχος Koine-Griechisch τεῦχος (=κώδικας από φύλλα παπύρου ή περγαμηνής) altgriechisch τεῦχος (=εργαλείο, όπλο) τεύχω (=φτιάχνω, κατασκευάζω) indoeuropäisch (Wurzel) *dheugh- (> τυγχάνω)


τεχνολόγος

τεχνολόγος (entlehnt aus) französisch technologue techno(logie) altgriechisch τέχνη τεχνο- + -λόγος. Διαφορετική η Koine-Griechisch τεχνολόγος (συγγραφέας ρητορικής).[1]


τεχνούργημα

τεχνούργημα Koine-Griechisch τεχνούργημα altgriechisch τέχνη + ἔργον + -ημα


τηγάνι

τηγάνι Koine-Griechisch τηγάνιον, υποκοριστικό του τήγανον


τιμητής

τιμητής Koine-Griechisch τιμητής


τοιχίο

τοιχίο Koine-Griechisch τοιχίον altgriechisch τοῖχος


τοιχοποιία

τοιχοποιία Koine-Griechisch τοιχοποιία τοιχοποιός altgriechisch τοῖχος + ποιέω / ποιῶ


τοκογλυφία

τοκογλυφία τοκογλύφος + -ία Koine-Griechisch τοκογλύφος τόκος + γλύφω


τόλμη

τόλμη Koine-Griechisch τόλμη altgriechisch τόλμα / τόλμη


τονίζω

τονίζω Koine-Griechisch τονίζω altgriechisch τόνος


τοπάρχης

τοπάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch τοπάρχης[1] τόπος + -άρχης


τοπίο

τοπίο mittelgriechisch τοπίο Koine-Griechisch τόπιον τόπος ( indoeuropäisch (Wurzel) *top- (κείμαι) ή *tekʷ-) (2. (Lehnbedeutung) französisch paysage)


τοπογραφία

τοπογραφία Koine-Griechisch τοπογραφία τοπογράφος altgriechisch τόπος + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch topographie[1] [2] ή (Lehnbedeutung) englisch topography[2])


τοπογράφος

τοπογράφος (entlehnt aus) französisch topographe ( topographie) Koine-Griechisch τοπογράφος (τοπογραφία) altgriechisch τόπ(ος) + -ο- + -γράφος (-graphe)


τοποθετώ

τοποθετώ Koine-Griechisch τοποθετέω / τοποθετῶ altgriechisch τόπος + τίθημι ((Lehnübersetzung) französisch placer)


τούρτα

τούρτα Koine-Griechisch τοῦρτα lateinisch torta (panis), Femininum von tortus, Passiv Perfekt von torqueo indoeuropäisch (Wurzel) *terkʷ (στρέφω)


τουρτουρίζω

τουρτουρίζω mittelgriechisch τουρτουρίζω Koine-Griechisch ταρταρίζω altgriechisch Τάρταρος


τραυλισμός

τραυλισμός Koine-Griechisch τραυλισμός altgriechisch τραυλίζω τραυλός


τρεχαντήρι

τρεχαντήρι Koine-Griechisch τροχαντήρ altgriechisch τροχός (mit fehlgedeutetem etymologischen Einfluss von τρέχω)


τρίγλυφο

τρίγλυφο Koine-Griechisch τρίγλυφον altgriechisch τρίγλυφος τρι- + γλύφω


τρισέγγονος

τρισέγγονος Koine-Griechisch τρισέγγονος. Συγχρονικά αναλύεται σε τρις + εγγονός


τρόφιμο

τρόφιμο Koine-Griechisch τρόφιμον altgriechisch τρόφιμος


τροχαίος

τροχαίος Koine-Griechisch τροχαῖος (που τρέχει) τρόχος τρέχω


τροχοπέδη

τροχοπέδη Koine-Griechisch τροχοπέδη altgriechisch τροχός ( τρέχω) + πέδη (2. (Lehnbedeutung) französisch frein)


τρυγόνι

τρυγόνι Koine-Griechisch τρυγόνιον altgriechisch τρυγών + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


τρύπα

τρύπα Koine-Griechisch τρῦπα altgriechisch τρύω proto-indogermanisch *truH-p-[1]


τρυπάνι

τρυπάνι Koine-Griechisch τρυπάνι altgriechisch τρύπανον


τσεκούρι

τσεκούρι mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)


τσεκουριά

τσεκουριά τσεκούρι + -ιά mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)


τσεκουρώνω

τσεκουρώνω τσεκούρι + -ώνω mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)


τσέρι

τσέρι englisch cherry (brandy) μέση englisch cheri παλαιά γαλλικά cherise δημώδης lateinisch ceresia lateinisch cerasium Koine-Griechisch κεράσιον (αντιδάνειο) altgriechisch κερασός / κέρασος


τσιγγάνος

τσιγγάνος mittelgriechisch ἀτσίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή) Προέρχεται από ένα μανιχαϊκό θρήσκευμα, προερχόμενο από τη Φρυγία.


τσίρλα

τσίρλα τσιρλώ + -α (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τιλάω / τιλῶ τῖλος altgriechisch τίλλω


τσιρλιό

τσιρλιό τσιρλί + -ό τσιρλώ (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τιλάω / τιλῶ τῖλος altgriechisch τίλλω


τσίρος

τσίρος mittelgriechisch τσίρος Koine-Griechisch κηρίς/κιρρίς


τσίφτης

τσίφτης albanisch qift *qiftër mittelgriechisch ξεφτέρι (αντιδάνειο) Koine-Griechisch ὀξυπτέριον altgriechisch ὀξύς + πτερόν (ή τουρκικά çift persisch جفت: cuft)


τυλίγω

τυλίγω mittelgriechisch τυλίγω Koine-Griechisch τυλίσσω με μεταπλασμό σε -γω von αοριστικό θέμα τυλιξ-, κατά το σχήμα «άνοιξα ανοίγω»[1]


τυμβωρυχία

τυμβωρυχία Koine-Griechisch τυμβωρυχία altgriechisch τύμβος + ὀρύσσω


τυραννοκτόνος

τυραννοκτόνος (λόγιο) Koine-Griechisch τυραννοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε τύρανν(ος) + -ο- + -κτόνος (κτείνω σκοτώνω)


τυρί

τυρί mittelgriechisch τυρίν Koine-Griechisch τυρίον (τυράκι) altgriechisch τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον proto-griechisch *tūrós (Mykenisches Griechisch : ????????: tu-ro /tūrós/) proto-indogermanisch *tuh₂-ró-s *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)


τύψη

τύψη Koine-Griechisch τύψις τύπτω


υαλουργείο

υαλουργείο Koine-Griechisch ὑαλουργεῖον


υαλουργός

υαλουργός Koine-Griechisch ὑαλουργός


υγειά

υγειά mittelgriechisch *υγειά Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγίεια


ύγρανση

ύγρανση Koine-Griechisch ὕγρανσις altgriechisch ὑγραίνω ὑγρός


υγροποιώ

υγροποιώ Koine-Griechisch ὑγροποιέω / ὑγροποιῶ ((Lehnübersetzung) französisch liquéfier)


υδραγωγείο

υδραγωγείο Koine-Griechisch ὑδραγωγεῖον (ὕδωρ) + ἀγωγός


ύδρευση

ύδρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ὕδρευ(σις) + -ση[1] altgriechisch ὑδρεύω ὕδωρ


υδρόμυλος

υδρόμυλος Koine-Griechisch ὑδρόμυλος ὕδωρ + μύλος


υιοθεσία

υιοθεσία Koine-Griechisch υἱοθεσία altgriechisch υἱόν θέσθαι


υιοθέτηση

υιοθέτηση mittelgriechisch υιοθέτησις Koine-Griechisch υἱοθετῶ altgriechisch υἱός + τίθημι


υλοποιώ

υλοποιώ Koine-Griechisch ὑλοποιός


υμνογράφος

υμνογράφος (λόγιο) Koine-Griechisch ὑμνογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε (ὕμνος) ύμν(ος) + -ο- + -γράφος


υμνολογία

υμνολογία Koine-Griechisch ὑμνολογία altgriechisch ὕμνος + λέγω


υμνολόγιο

υμνολόγιο Koine-Griechisch ὑμνολόγια ὑμνολογέω altgriechisch ὕμνος + -ο- + -λόγιο


υμνολογώ

υμνολογώ Koine-Griechisch ὑμνολογέω / ὑμνολογῶ altgriechisch ὕμνος + λέγω


υπαγόρευση

υπαγόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ὑπαγόρευ(σις) + -ση altgriechisch ὑπαγορεύω ὑπό + ἀγορεύω. Συγχρονικά αναλύεται σε υπ- + αγόρευση.


ύπαιθρο

ύπαιθρο (λόγιο) Koine-Griechisch ὕπαιρθον substantiviertes Neutrum επιθέτου von altgriechisch ὕπαιθρος[1] siehe auch ύπ-, ύπαιθρος


υπακοή

υπακοή Koine-Griechisch ὑπακοή


υπαναχώρηση

υπαναχώρηση Koine-Griechisch ὑπαναχώρησις altgriechisch ὑπαναχωρέω / ὑπαναχωρῶ


υπατεία

υπατεία Koine-Griechisch ὑπατεία / ὑπατία altgriechisch ὕπατος ὑπό indoeuropäisch (Wurzel) *upo (υπό)


υπεγγύηση

υπεγγύηση υπ- + εγγύηση Koine-Griechisch ἐγγύησις altgriechisch ἐγγύη ἐν + γυῖον proto-indogermanisch *gew- (χέρι)


υπεξαίρεση

υπεξαίρεση Koine-Griechisch ὑπεξαίρεσις ὑπεξαιρέω αἱρέω


υπερασπίζομαι

υπερασπίζομαι Koine-Griechisch ὑπερασπίζω altgriechisch ὑπέρ + ἀσπίς


υπερήλικας

υπερήλικας Koine-Griechisch ὑπερῆλιξ


υπερθεματίζω

υπερθεματίζω Koine-Griechisch ὑπερθεματίζω


υπερκεράζω

υπερκεράζω Koine-Griechisch ὑπερκεράω / ὑπερκερῶ + -άζω altgriechisch κέρας


υπέρμαχος

υπέρμαχος Koine-Griechisch ὑπέρμαχος ὑπέρ + μάχομαι


υπερσυντέλικος

υπερσυντέλικος Koine-Griechisch ὑπερσυντέλικος ὑπέρ + συντελώ


υπέρταση

υπέρταση Koine-Griechisch ὑπέρτασις ((Lehnbedeutung) französisch hypertension)


υπερτερώ

υπερτερώ Koine-Griechisch ὑπερτερέω / ὑπερτερῶ altgriechisch ὑπέρτερος ὑπέρ + -τερος


υπερφαλάγγιση

υπερφαλάγγιση Koine-Griechisch ὑπερφαλάγγησις


υπερχειλίζω

υπερχειλίζω mittelgriechisch υπερχειλώ + -ίζω Koine-Griechisch ὑπερχειλής ὑπέρ + altgriechisch χεῖλος


υπερχείλιση

υπερχείλιση υπερχειλίζω + -ση mittelgriechisch υπερχειλώ + -ίζω Koine-Griechisch ὑπερχειλής ὑπέρ + altgriechisch χεῖλος


υπνηλία

υπνηλία Koine-Griechisch ὑπνηλία altgriechisch ὕπνος


υποβιβασμός

υποβιβασμός Koine-Griechisch ὑποβιβασμός (=μετάβαση προς τα κάτω) ὑποβιβάζω ὑπό + βιβάζω


υποβολέας

υποβολέας Koine-Griechisch ὑποβολεύς altgriechisch ὑποβάλλω


υπόδειξη

υπόδειξη Koine-Griechisch ὑπόδειξις altgriechisch ὑποδείκνυμι ὑπό + δείκνυμι


υποδιαστολή

υποδιαστολή (λόγιο) Koine-Griechisch ὑποδιαστολή υπο- ὑπό + altgriechisch διαστολή διαστέλλω δια- διά + στέλλω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback