Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



χαρακτηρίζω

χαρακτηρίζω Koine-Griechisch χαρακτηρίζω altgriechisch χαρακτήρ χαράσσω


χάραξη

χάραξη Katharevousa χάραξις Koine-Griechisch χάραξις με πικίλες έννοιες altgriechisch χάραξ


χαρίζω

χαρίζω Koine-Griechisch χαρίζω / χαρίζομαι


χάρισμα

χάρισμα Koine-Griechisch


χαροποιώ

χαροποιώ Koine-Griechisch χαροποιέω / χαροποιῶ


χαρτοφύλακας

χαρτοφύλακας Koine-Griechisch χαρτοφύλαξ


χαρτοφυλάκιο

χαρτοφυλάκιο Koine-Griechisch χαρτοφυλάκιο χαρτοφύλαξ (Genitiv -κος) + -ιο


χασμωδία

χασμωδία Koine-Griechisch χασμωδία χασμώδης χάσμα χαίνω


χαύνωση

χαύνωση Katharevousa χαύνωσις Koine-Griechisch χαύνωσις "χαλάρωση" αρχαία σημασία "σύγχυση"


χειμαδιό

χειμαδιό Koine-Griechisch χειμάδιον


χειραγώγηση

χειραγώγηση mittelgriechisch χειραγώγησις Koine-Griechisch χειραγωγέω / χειραγωγῶ altgriechisch χείρ + ἄγω


χειραγωγώ

χειραγωγώ Koine-Griechisch χειραγωγέω / χειραγωγῶ altgriechisch χείρ + ἄγω


χειραψία

χειραψία Koine-Griechisch χειραψία (πάλη αλλά και εντριβή) altgriechisch χειραψία (πάλη)


χειριστής

χειριστής (λόγιο) Koine-Griechisch χειριστής χειρίζω, (Lehnbedeutung) französisch manipulateur[1] για τον όρο στη βιολογία: Etymologie fehlt


χειροθεσία

χειροθεσία Koine-Griechisch χειροθεσία altgriechisch χείρ + τίθημι


χειροπέδη

χειροπέδη Koine-Griechisch χείρ + πέδη


χειρούργος

χειρούργος italienisch chirurgo spätlateinisch chirurgus (προφέρεται kʰiːˈrʊr.ɡʊs) Koine-Griechisch χειρουργός (αντιδάνειο)


χελώνι

χελώνι Koine-Griechisch χελώνιον


χημεία

χημεία französisch chimie alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)


χημειοθεραπεία

χημειοθεραπεία (entlehnt aus) französisch chimiothérapie Koine-Griechisch χημεία / χυμεία + altgriechisch -θεραπεία


χηνάρι

χηνάρι mittelgriechisch χηνάρι Koine-Griechisch χηνάριον altgriechisch χήν proto-indogermanisch *ǵʰh₂éns (χήνα)


χιαστί

χιαστί Koine-Griechisch χιαστί χιαστός χιάζω χῖ altgriechisch χεῖ (το γράμμα)


χιλιάδα

χιλιάδα Koine-Griechisch χιλιάς


χιλιετηρίδα

χιλιετηρίδα Koine-Griechisch χιλιετηρίς


χιόνι

χιόνι mittelgriechisch χιόνι Koine-Griechisch χιόνιον υποκοριστικό για την altgriechisch χιών proto-indogermanisch *ǵʰéyōm *ǵʰey- (χειμών, χειμώνας)


χλαλοή

χλαλοή mittelgriechisch οχλαγωγία Koine-Griechisch ὀχλαγωγία altgriechisch ὄχλος + ἄγω


χλώρωση

χλώρωση Koine-Griechisch χλωριάω ή χλωράω - χλωρῶ


χνούδι

χνούδι mittelgriechisch χνούδι(ν) Koine-Griechisch *χνούδιον altgriechisch χνόος / χνοῦς


χοιροβοσκός

χοιροβοσκός Koine-Griechisch χοιροβοσκός altgriechisch χοῖρος + βοσκός


χολέρα

χολέρα Koine-Griechisch χολέρα altgriechisch χολή indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)


χορείος

χορείος (λόγιο) Koine-Griechisch χορεῖος. siehe auch χορός


χοροστασία

χοροστασία mittelgriechisch χοροστασία Koine-Griechisch χοροστασία


χοροστατώ

χοροστατώ Koine-Griechisch χοροστατέω / χοροστατῶ altgriechisch χοροστάτης χορός + ἵστημι


χορτάρι

χορτάρι mittelgriechisch χορτάριν Koine-Griechisch χορτάριον altgriechisch χόρτος


χόρτασμα

χόρτασμα mittelgriechisch ή Koine-Griechisch altgriechisch χορτάζω


χορτασμός

χορτασμός Koine-Griechisch χορτασμός altgriechisch χορτάζω


χρεοκοπώ

χρεοκοπώ Koine-Griechisch χρεoκοπῶ ή χρεωκοπῶ, συνηρημέοι τύποι του χρεοκοπέω / χρεωκοπέω altgriechisch χρέος / χρέως + κόπτω


χρηματοδοτώ

χρηματοδοτώ mittelgriechisch χρηματοδοτῶ χρήματα + -δοτῶ πιθανόν von Koine-Griechischδοτός ή πάντως από μορφές του δίδω


χρησμοδότης

χρησμοδότης Koine-Griechisch χρησμοδότης altgriechisch χρησμός + δίδωμι


χρησμοδοτώ

χρησμοδοτώ Koine-Griechisch χρησμοδοτέω / χρησμοδοτῶ altgriechisch χρησμός + δίδωμι


χρίσμα

χρίσμα Koine-Griechisch χρῖσμα (παρόμοια σημασία) altgriechisch χρῖσμα χρίω


χριστιανισμός

χριστιανισμός Koine-Griechisch χριστιανισμός


χριστιανός

χριστιανός Koine-Griechisch χριστιανός Koine-Griechisch χριστιανός Χριστός altgriechisch χριστός χρίω [(Lehnbedeutung) aramäisch משיחא (mʃiħɑ: μεσσίας)]


χρυσάνθεμο

χρυσάνθεμο Koine-Griechisch χρυσάνθεμον χρυσός + ἄνθεμον (ἀνθέω ἄνθος)


χρυσάφι

χρυσάφι Koine-Griechisch χρυσάφιον (υποκοριστικό του χρυσός)


χρυσωρυχείο

χρυσωρυχείο Koine-Griechisch χρυσωρυχεῖον ((Lehnbedeutung) γαλλικά gold mine ή γαλλικά mine d'or)


χρυσωρύχος

χρυσωρύχος Koine-Griechisch χρυσωρύχος χρυσός + ὀρύσσω


χρωματίζω

χρωματίζω μάλλον λόγια λέξη von χρῶμα και Koine-Griechisch χρωτίζω (δίνω χρώμα)


χρωστώ

χρωστώ Koine-Griechisch χρεωστῶ


χτικιάζω

χτικιάζω mittelgriechisch κτικιάζω Koine-Griechisch ἑκτικός (πυρετός: συνεχιζόμενος, για τον πυρετό της φυματίωσης) altgriechisch ἕξις ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ-


χτικιό

χτικιό mittelgriechisch κτικιό κτικιάζω Koine-Griechisch ἑκτικός (πυρετός) altgriechisch ἕξις ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ-


χυδαιολογία

χυδαιολογία Koine-Griechisch χυδαιολογία χυδαῖος + -λογία altgriechisch χέω + λέγω


χυδαιολόγος

χυδαιολόγος χυδαιολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch χυδαιολογία χυδαῖος + -λογία altgriechisch χέω + λέγω


χυδαιολογώ

χυδαιολογώ χυδαιολόγος + -ω χυδαιολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch χυδαιολογία χυδαῖος + -λογία altgriechisch χέω + λέγω


χυδαιότητα

χυδαιότητα Koine-Griechisch (από αιτιατική -τητα)


χύμα

χύμα Koine-Griechisch χύμα χέω (ομόρριζο του χυμός)


χωνεύω

χωνεύω Koine-Griechisch χωνεύω (αλλά τη σημερινή σημασία την πήρε το μεσαίωνα)


χωράφι

χωράφι Katharevousa χωράφιον Koine-Griechisch χωράφιον υποκοριστικό von altgriechisch χώρα


χωρητικότητα

χωρητικότητα Koine-Griechisch χωρητικός + -ότητα altgriechisch χῶρος ((Lehnübersetzung) französisch capacité)


χωροφύλακας

χωροφύλακας Koine-Griechisch χωροφύλαξ (φύλακας περιοχής)


χωροφυλακή

χωροφυλακή (Wort verwendet ab 1833) Koine-Griechisch χωροφύλαξ


ψαθί

ψαθί mittelgriechisch ψιαθίν Koine-Griechisch ψιαθίον (υποκοριστικό του ψίαθος)


ψαλίδι

ψαλίδι Koine-Griechisch ψαλίδιον (υποκοριστικό του ψαλίς)


ψαλμός

ψαλμός Koine-Griechisch ψαλμός altgriechisch ψάλλω


ψαμμίτης

ψαμμίτης französisch psammite Koine-Griechisch ψαμμίτης altgriechisch ψάμμος


ψάρεμα

ψάρεμα mittelgriechisch ψάρεμα ψάρευμα ψαρεύω + -μα Koine-Griechisch ὀψάριον


ψαρονέφρι

ψαρονέφρι Koine-Griechisch *ψυάριον altgriechisch ψύα / ψόα + νεφρός + -ι


ψαχνό

ψαχνό mittelgriechisch ψαχνόν Koine-Griechisch *ψαχνός / σαχνός (μαλακός, τρυφερός, ισχνός), με επίδραση και του ρήματος ψώχω (ψώω) / σώχω (ψιλοτρίβω)


ψείρα

ψείρα mittelgriechisch ψείρα Koine-Griechisch φθείρ (θηλυκό· στην αιτιατική φθεῖρα) altgriechisch φθείρ (Maskulinum)


ψεκάζω

ψεκάζω Koine-Griechisch ψεκάζω altgriechisch ψακάζω ψακάς (σταγόνα ψιλής βροχής)


ψέμα

ψέμα mittelgriechisch ψέμα Koine-Griechisch ψεῦμα altgriechisch ψεῦσμα ψεύδω


ψευδάργυρος

ψευδάργυρος Koine-Griechisch ψευδάργυρος ψευδής + ἄργυρος


ψευδοπροφήτης

ψευδοπροφήτης και ψευτοπροφήτης Koine-Griechisch ψεύδος + προφήτης


ψηλάφηση

ψηλάφηση Koine-Griechisch ψηλάφησις altgriechisch ψηλαφέω, -ῶ


ψηφί

ψηφί mittelgriechisch ψηφίν Koine-Griechisch ψηφίον


ψηφοφόρος

ψηφοφόρος (λόγιο) Koine-Griechisch ψηφοφόρος (ψῆφος) ψήφ(ος) + -ο- + -φόρος


ψιθυρισμός

ψιθυρισμός Koine-Griechisch ή altgriechisch altgriechisch ψιθυρίζω


ψιττακίαση

ψιττακίαση ψιττακός + -ίασις Koine-Griechisch ψιττακός ((Lehnübersetzung) französisch psittacose lateinisch psittacus Koine-Griechisch ψιττακός)


ψιττακός

ψιττακός Koine-Griechisch ψιττακός altgriechisch ψιττάκη


ψίχουλο

ψίχουλο mittelgriechisch ψίχουλον ή ίσως ψίχαλον αιτιατική ψῖχα, Koine-Griechisch ψίξ ψιχ- + -ουλοv ή -αλον[1] ψίω (τρέφω, ταΐζω σε μικρές μπουκιές)


ψοφώ

ψοφώ Koine-Griechisch ψοφῶ (για ζώο), altgriechisch ψοφῶ, συνηρημένο του ψοφέω (κροτώ). Συγκρίνετε και με τη lateinisch crepare (κάνω κρότο) και κρεπάρω[1]


ψυχαγωγώ

ψυχαγωγώ Koine-Griechisch ψυχαγωγέω / ψυχαγωγῶ altgriechisch ψυχή + ἄγω


ψυχοδυναμισμός

ψυχοδυναμισμός ψυχοδυναμικός + -ισμός (entlehnt aus) englisch psychodynamic altgriechisch ψυχή + Koine-Griechisch δυναμικός


ψυχομάχημα

ψυχομάχημα ψυχομαχώ + -μα Koine-Griechisch ψυχομαχέω / ψυχομαχῶ altgriechisch ψυχή + μάχη


ψυχομαχητό

ψυχομαχητό ψυχομαχώ + -ητό Koine-Griechisch ψυχομαχέω / ψυχομαχῶ altgriechisch ψυχή + μάχη


ψυχομαχώ

ψυχομαχώ Koine-Griechisch ψυχομαχέω / ψυχομαχῶ (αγωνίζομαι μέχρις εσχάτων) altgriechisch ψυχή + μάχη


ψυχραίνω

ψυχραίνω Koine-Griechisch ψυχραίνω altgriechisch ψυχρός,ά,όν


ψωνίζω

ψωνίζω mittelgriechisch ψωνίζω Koine-Griechisch ὀψωνίζομαι (προμηθεύομαι) αρχ. ελλην. ὄψον (τρόφιμο) + ὠνέομαι (αγοράζω και εμπορεύομαι)


ψώνιο

ψώνιο mittelgriechisch ψώνι(ν) Koine-Griechisch ὀψώνιον altgriechisch ὀψώνης ὄψον + ὠνέομαι


ώθηση

ώθηση Koine-Griechisch ὤθησις altgriechisch ὠθέω / ὠθῶ


ωριμάζω

ωριμάζω Koine-Griechisch ὡριμάζω altgriechisch ὥριμος


ωριμότητα

ωριμότητα ὡριμότης in Katharevousa Koine-Griechisch ὡριμότης altgriechisch ὥριμος ὡραῖος


ωρολόγιο

ωρολόγιο ὡρολόγιον in Katharevousa Koine-Griechisch ὡρολόγιον


ωροσκόπιο

ωροσκόπιο Koine-Griechisch ὡροσκόπιον και (Lehnbedeutung) französisch horoscope ὡροσκοπέω


ωροσκόπος

ωροσκόπος Koine-Griechisch ὡροσκόπος


ωσότου

ωσότου Koine-Griechisch ἕως ὅτου


ωχρότητα

ωχρότητα Koine-Griechisch ὠχρότης


αβαθής

αβαθής Koine-Griechisch ἀβαθής ἀ- (στερητικό) + altgriechisch βάθος βαθύς proto-indogermanisch *dʰewb- (βάθος, βαθύς)


ξακουστός

ξακουστός mittelgriechisch Koine-Griechisch ἐξάκουστος altgriechisch ἐξακούω (ακούω από μακριά) ἐξ και ἀκούω


παράξενος

παράξενος Koine-Griechisch παράξενος παρα- + ξένος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback